Του Γιώργου Γαλανάκη,
Κατά την άφιξη του Όθωνα (6 Φεβρουαρίου 1833), πρώτου βασιλιά του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, τον ακολουθούσαν τρεις άνδρες, που θα αποτελούσαν τους Αντιβασιλείς. Καθώς ο Όθων ήταν ανήλικος και ανέτοιμος να κυβερνήσει, τα χρέη της ανώτατης διοίκησης θα αναλάμβαναν ως την ενηλικίωσή του οι Joseph Ludwig von Armansperg, Georg Ludwig von Maurer και Karl Wilhelm von Heideck. Το μεσοδιάστημα από τη δολοφονία του Καποδίστρια ως την έλευση του Όθωνα είχε χαρακτηριστεί από βαθιά αναρχία και οι νέοι διοικούντες καλούνταν να διαχειριστούν ένα κράτος με ποικιλία προβλημάτων, υψηλούς ανταγωνισμούς και έναν λαό που ελάχιστα γνώριζαν.
Σαν να μην έφταναν τα υφιστάμενα ενδημικά δημοσιονομικά προβλήματα του ελληνικού βασιλείου, η βαυαρική τριανδρία έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσει και τη μάστιγα των ξενικών κομμάτων και των αντιπροσώπων τους, οι οποίοι πολλές φορές ευθυγράμμιζαν το προσωπικό τους συμφέρον με αυτό των Μεγάλων Δυνάμεων, εις βάρος του γηγενούς πληθυσμού. Η επιβολή δυσβάσταχτων φόρων, η ληστεία, οι κατά τόπους εξεγέρσεις, τα «ρουσφέτια» των τοπικών πολιτικών παραγόντων ελέω της πελατοκρατείας και νεποκρατίας, δεν ήταν άγνωστα φαινόμενα στην ελληνική ύπαιθρο, διαταράσσοντας τις τοπικές κοινωνίες. Η Αντιβασιλεία, προκειμένου να αποκτήσει καλύτερο έλεγχο πάνω στις οικονομικές υποθέσεις (ισολογισμός εξόδων-εσόδων, προϋπολογισμός κράτους, φοροενοικιάσεις) και να ελαττώσει την οικονομική διαφθορά, θα ιδρύσει τον Οκτώβριο του 1833 το Ελεγκτικό Συνέδριο, υπό τον Γάλλο A. Jean-Francois de Rygny.
Ωστόσο, ακόμη ένα μείζον πρόβλημα δημιουργήθηκε μετά την απόφαση της Αντιβασιλείας για κατάργηση των τακτικών και ατάκτων στρατιωτικών σωμάτων. Πολλοί παλαιοί στρατιωτικοί είχαν ως τότε σημαντική επιρροή στα πολιτικά, ενώ τώρα ήταν αναγκασμένοι να μπουν στη νέα μορφή ταγματικού στρατού, υπό τους Βαυαρούς και την Αντιβασιλεία, χωρίς ιδιαίτερες δυνατότητες ανόδου στα αξιώματα. Επιπλέον, τα σώματα ατάκτων ήταν μια παράδοση αιώνων, που πολύ δύσκολα θα εξαλειφόταν με μία εντολή της Αντιβασιλείας. Μεγάλο μέρος των κλεφτών, αντέδρασε στα μέτρα καταστολής των σωμάτων τους και προτίμησαν να στραφούν στις ληστείες.
Ως το 1834 είχαν γίνει εμφανείς οι προτιμήσεις της Αντιβασιλείας, ειδικότερα του Armansberg και του Maurer, προς το αγγλικό και το γαλλικό κόμμα αντίστοιχα, ενώ παράλληλα υπήρχαν προσπάθειες απομόνωσης του ρωσικού κόμματος και των μελών του, των Ναπαίων. Ο Armansberg ανέπτυξε στενές σχέσεις με την αγγλική διπλωματία, ενώ ο Maurer προσέγγισε τη Γαλλία μέσω του Γάλλου πρεσβευτή Ρουάν. Εξάλλου, η Γαλλία, αλλά κυρίως η Αγγλία ανησυχούσαν έντονα για την επιρροή που θα μπορούσε να ασκήσει η Ρωσία στην Ελλάδα και τον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Η αντιπαλότητα αυξήθηκε, όταν κηρύχθηκε αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη η Εκκλησία της Ελλάδος, κάτι που θα δημιουργούσε εμπόδια στις σχέσεις του ελλαδικού κράτους με το ρωσικό. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ως εκπρόσωπος του ρωσικού κόμματος, επικοινώνησε με τον τσάρο προκειμένου να μεσολαβήσει και να ανακηρυχθεί πρόωρα ενήλικας ο Όθων. Έτσι, δε θα υπήρχε λόγος ύπαρξης της Αντιβασιλείας και το ρωσικό κόμμα θα είχε εκτοπίσει τους κύριους ανταγωνιστές του. Από την άλλη, η Αντιβασιλεία επιθυμούσε μεν, αδυνατούσε δε, την εκμηδένιση της επιρροής των κομμάτων -και επομένως των Μεγάλων Δυνάμεων- στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, εντάσσοντας τα κάτω από τον έλεγχο και τη θέληση του βασιλιά ή των εκπροσώπων του.
Το διάστημα αυτό, αναφορά έστειλε και ο διερμηνέας της αυλής Johann Franz προς τον βασιλιά της Βαυαρίας, Λουδοβίκο Α΄. Συγκεκριμένα, αιτούνταν την αντικατάσταση δύο εκ των Αντιβασιλέων, που σχημάτιζαν την τριανδρία. Η αναφορά αυτή, αποτελούσε μέρος συνωμοσίας, που πήγαζε από τον Armansperg, προκειμένου να κυριαρχήσει η πολιτική της Αγγλίας στον ελλαδικό χώρο. Εξάλλου, ο Franz πρότεινε τον Armansperg ως μόνο Αντιβασιλέα, ο οποίος λειτουργούσε ως πράκτορας των Άγγλων. Όταν οι Τηνιακοί μάλιστα αρνήθηκαν πεισματικά να πληρώσουν φόρους και οι άλλοι δύο Αντιβασιλείς έμαθαν περί της αναφοράς του Franz, τα συνέδεσαν με Έλληνες πολιτικούς και στρατιωτικούς, υποθέτοντας ότι λειτουργούν ως φερέφωνα των Ρώσων. Έτσι, αφού έστειλαν τον Franz στη Βαυαρία, ελάττωσαν την ελευθεροτυπία και φυλάκισαν τους Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα. Τον Μάιο του 1834, μάλιστα, τους καταδίκασαν σε θάνατο, όμως λόγω των σφοδρών αντιδράσεων η ποινή μεταβλήθηκε σε 20ετή κάθειρξη. Έναν χρόνο μετά όμως, με την ενηλικίωση του Όθωνα, αποφασίστηκε να δοθεί χάρη στους δύο οπλαρχηγούς και πολιτικούς και να απελευθερωθούν. Οι ταραχές, στο μεταξύ, ανάγκασαν δύο ηγετικά στελέχη του αγγλικού κόμματος, τον Σπυρίδωνα Τρικούπη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, να ξενιτευτούν και να γίνουν πρεσβευτές· ο πρώτος στο Λονδίνο και ο δεύτερος στο Βερολίνο. Η καταδίκη του Κολοκοτρώνη, ουσιαστικά επέφερε την ήττα του Armansperg και αύξηση της δημοτικότητας του ήρωα της Επανάστασης και αρχηγού του ρωσικού κόμματος.
H αγγλική πλευρά όμως, συνεχίζοντας την πίεση προς τον Λουδοβίκο, πέτυχε να ανακληθεί ο Maurer (31 Ιουλίου 1834) και αυτός αντικαταστάθηκε με τον περισσότερο χειραγωγήσιμο Egid von Kobell. Με την έξωση του Maurer και του σημαντικού βοηθού του Karl von Abel, η Αντιβασιλεία έχασε μέρος της ενεργητικότητάς της και έγινε λιγότερο παραγωγική, καθότι η ως τότε προσφορά των δύο ανδρών στο ελλαδικό κράτος υπήρξε θεμελιώδης για την ανάσχεση της βάρβαρης αναρχίας και την οργάνωση του βασιλείου.
Ο Armansperg, ακόμα και μετά την ενηλικίωση του Όθωνα κατόρθωσε να παραμείνει στην εξουσία, αφού η αγγλική διπλωματία μεσολάβησε για να χριστεί καγκελάριος· αξίωμα που έδινε στον Armansperg διευρυμένες εξουσίες. Ο Κωλέττης, αρχηγός του γαλλικού κόμματος επιδίωκε να γίνει πρωθυπουργός, αλλά έχοντας ως ανώτερό του στην ιεραρχία τον τέως Αντιβασιλέα, είχε απωλέσει τις ελπίδες του για την ικανοποίηση των φιλοδοξιών του και στάλθηκε ως πρεσβευτής στο Παρίσι. Κανένας ισχυρός Έλληνας πολιτικός της αντιπολίτευσης δεν υπήρχε πια στην Ελλάδα.
Το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες πολιτικοί και στρατιωτικοί διώχθηκαν από τα αξιώματα που δικαίως διεκδικούσαν, προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις του λαού. Ο Μακρυγιάννης, ως εκφραστής και εκπρόσωπος της λαϊκής δυσαρέσκειας, αύξησε την πίεση εναντίον του Armansperg το 1836 και ως τις αρχές του 1837 κατάφερε να εκτοπίσει τον καγκελάριο, αφού η θέση του έτριζε όχι μόνο εντός συνόρων αλλά και εκτός αυτών, με τη ρωσική διπλωματία να βοηθά στον παραμερισμό των Άγγλων από τον ίδιο τον Όθωνα. Στις αντιδράσεις κατά του Armansperg συνέβαλαν Γάλλοι και Αυστριακοί. Τον Armansperg διαδέχτηκε ο ανεπιθύμητος για πολλούς τραπεζίτης Rudhart, τον οποίο διόρισε ο Όθων πρωθυπουργό. Οι πρέσβεις των Δυνάμεων, ως αντιπολίτευση, άσκησαν σφοδρή κριτική και έβαλαν ανυπέρβλητα εμπόδια στον Rudhart στην εφαρμογή της πολιτικής του, φέρνοντας τον σε τέτοια θέση ώστε να παραιτηθεί στις 20 Δεκεμβρίου του 1837, μόλις 10 μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βακαλόπουλος Α.(2020) Νέα Ελληνική Ιστορία (από το 1204 έως τις αρχές του 21ου αιώνα), Αθήνα: Εκδ. Ηρόδοτος
- Συλλογικό έργο (1980) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΓ΄, Αθήνα: Εκδ. Αθηνών
- Μακρυγιάννης Ι.(1947) ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, τόμ.1-2, Αθήνα: Εκδ. Βαγιονάκη
- Σβορώνος Ν. (2007) Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα: Εκδ. Θεμέλιο
- Συλλογικό έργο (2006), Νεώτερος Ελληνισμός από το 1833 ως το 1881(Ιστορία των Ελλήνων, τ.10), Αθήνα: Εκδ. Δομή
- Φωτιάδης Δ. (1988) Όθωνας: Η Μοναρχία, Αθήνα: Εκδ. Ζαχαρόπουλος