Της Κατερίνας Μακράκη,
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι σαν ένα πλοίο, το οποίο έχει για μηχανή την εμπιστοσύνη. Η θάλασσα -τα νερά στα οποία πλέει και προχωράει το πλοίο- είναι η ζωή μας. Όταν η ζωή μας έρθει αντιμέτωπη με ταραχές και αρχίσει η φουρτούνα, αν οι βάσεις του πλοίου μας είναι σταθερές, θα καταφέρει να βγει μέσα από αυτές. Ίσως ταλαιπωρημένο, ίσως με αιχμές, όμως δεν αντιμετώπισε μόνο του τις δοκιμασίες και τις δυσκολίες, που βρέθηκαν στη διαδρομή του. Αν πάλι το πλοίο δεν είχε σταθερές βάσεις, σίγουρα δεν θα έβγαινε αλώβητο και δεν ξέρουμε πόσο χρόνο θα χρειαζόταν για να επανέλθει. Κάπως έτσι συμβαίνει και με τις ανθρώπινες σχέσεις, αφού μπορεί η διαδικασία σύναψής τους να συμβαίνει ασυνείδητα, αλλά η σημαντικότητά τους παραμένει αδιάβλητη.
Υπάρχουν δύο επίπεδα, στα οποία χωρίζονται οι ανθρώπινες σχέσεις, το επιφανειακό και το ουσιαστικό. Δεν κρίνουμε τη χρησιμότητά τους, αλλά τη λειτουργικότητά τους και το τι μπορούν να αποδώσουν στο σήμερα, αλλά και σε βάθος χρόνου. Οι επιφανειακές σχέσεις χαρακτηρίζονται έτσι κυρίως λόγω του ότι δεν «ικανοποιούν» ψυχικά το άτομο και δεν μπορεί να «ανοιχτεί» συναισθηματικά. Ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν είναι χρήσιμες -χωρίς να προωθούνται φυσικά-, καθώς όλοι συνάπτουν σχέσεις σε επιφανειακό επίπεδο είτε λόγω της δουλειάς τους είτε λόγω κάποιου στιγμιαίου προσωπικού συμφέροντος. Αυτές οι σχέσεις μπορούν είτε να έχουν διάρκεια στο χρόνο με μια απλή επαφή -χωρίς κάποια δέσμευση- είτε να έχουν μια μικρή διάρκεια, για όσο είναι αναγκαίες. Υπάρχουν, όμως, και άνθρωποι που αντικαθιστούν τις ουσιαστικές σχέσεις με τις επιφανειακές. Αυτό συμβαίνει γιατί θεωρείται η εύκολη λύση, δεν επενδύεις χρόνο, δεν συνδέεσαι συναισθηματικά και έτσι αποφεύγεις οποιοδήποτε δεσμό που θα μπορούσε να δημιουργηθεί και με τις άμυνες που έχεις χτίσει διασφαλίζεις ότι δεν θα πληγωθείς.
Αντίθετα, οι ουσιαστικές σχέσεις βασίζονται στην επένδυση χρόνου και συναισθήματος. Δεν περιορίζονται από κάποια χρονική διάρκεια, καθώς το τέλος μιας τέτοιας σχέσης σχετικά σύντομα, δεν σημαίνει ότι δεν μας έδωσε πράγματα, αλλά θα μιλήσουμε για αυτό πιο αναλυτικά αργότερα. Σίγουρα, ο καθένας αποδίδει σε μια ουσιαστική σχέση διαφορετικά χαρακτηριστικά, όμως, είναι κάποια στα οποία δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς. Η εμπιστοσύνη, κάτι που δύσκολα αποκτάς και εύκολα χάνεις, ίσως να είναι το πιο δυνατό θεμέλιο για να δομηθεί ένας δεσμός. Μπορεί να φαντάζει μια απλή λέξη με 11 γράμματα –εντάξει όχι και τόσο απλή για 11 γράμματα- ,όμως, αν σκεφτούμε πόσες ανάγκες μας περικλείει και πόσα πράγματα βιώνουμε μέσα από αυτή, θα εκπλαγούμε. Το να μπορείς να εμπιστευτείς τις πράξεις και τα συναισθήματα ενός ατόμου, αλλά και αντίστοιχα ένα άλλο άτομο εσένα, είναι από τα μεγαλύτερα δώρα της ζωής. Μέσα από αυτή, αυτόματα προκύπτουν η αξιοπιστία και η ειλικρίνεια και ποιος δεν θα ήθελε να ξέρει ότι κάθε λέξη που ακούει είναι «άφθαρτη»; Μπορεί οι ουσιαστικές σχέσεις να «απαιτούν» ένα μεγάλο κομμάτι της προσοχής μας και της ενέργειάς μας, αλλά αυτά που μας δίνουν είναι αναρίθμητα και μάλλον αναντικατάστατα ανά περίπτωση.
Όσον αφορά τη χρονική διάρκεια των σχέσεων που προανέφερα, δεν θα κρύψω ότι ακόμα προβληματίζομαι. Αν, για παράδειγμα, σταματήσεις να έχεις επαφή με ένα άτομο που γνώριζες μόλις 3 μήνες και ο/η φίλος/η σου διακόψει τη σχέση που είχε 3 χρόνια, αυτόματα ορίζουμε την πρώτη κατάσταση ως ανύπαρκτη λόγω της χρονικής της διάρκειας και στη δεύτερη θεωρούμε λογική οποιαδήποτε αντίδραση. Νομίζω, όμως, πως όλοι έχουμε υπόψη μας μια σχέση τριών μηνών που μπορεί να ήταν αρκετά δυνατή συναισθηματικά και αντίστοιχα μια σχέση τριών χρόνων που είχε σταματήσει από τον πρώτο. Μοιάζει σαν μια αστεία προσπάθεια η ανάγκη που έχουμε να τα βάζουμε όλα σε κουτάκια με χρονόμετρο, μήπως και μας φανεί ακραίο ένα συναίσθημα που βιώσαμε σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Πιέζουμε τόσο πολύ τους εαυτούς μας να μην εκτεθούν συναισθηματικά, όπου πλέον μέσα σε αυτό έχουμε βάλει και τον χρόνο. «Μπορείς να ερωτευτείς μόνο με την πρώτη ματιά» , «μπορείς να εμπιστευτείς μόνο μετά το πέρας ενός χρόνου», «μα καλά τόσο νωρίς αγάπησες εσύ;» , είναι λίγα από τα πολλά, που ασυναίσθητα μας περνάνε από μικρή ηλικία ότι κάθε συναίσθημα έχει και έναν συγκεκριμένο χρόνο που θα το βιώσεις. Όπως και να έχει, στην τελική εμείς ορίζουμε το «εγώ» μας, άρα και ό,τι συνεπάγεται αυτό, είναι στο χέρι μας το πώς θα το διαχειριστούμε.
Αυτό που πρέπει να σκεφτόμαστε είναι το εξής: Αν είχαμε μια κλεψύδρα, γνωρίζοντας τον χρόνο, θα συνάπταμε τις σχέσεις μας όπως τώρα; Θα πληγώναμε όπως σκεφτόμαστε ότι δεν θέλουμε να μας πληγώσουν, πριν αρχίσουμε μια σχέση; Οι προτάσεις με «Αν» που μπορούμε αναφέρουμε είναι πολλές, όμως, ας αφήσουμε να σκεφτεί ο καθένας τα δικά του και να αναθεωρήσει, σε περίπτωση που χρειαστεί. Το μόνο ερώτημα που μπορούμε να θέτουμε κάθε φορά στον εαυτό μας, πριν συνάψουμε μια σχέση ουσιαστική είναι «Θα έβλεπα τον εαυτό μου με αυτόν τον άνθρωπο σε πέντε χρόνια από τώρα;» και αν τα πέντε χρόνια φαντάζουν πολλά, μάλλον έχεις την απάντηση σου.