Του Τάσου Μοσχονά,
Αν θα μπορούσα να περιγράψω την ταινία “Mulholland Drive” του καταξιωμένου σουρεαλιστή σκηνοθέτη David Lynch με λίγα λόγια, αυτά θα ήταν «ένας συνεχής εφιάλτης». Η ταινία που κυκλοφόρησε ακριβώς πριν από 20 χρόνια στο Φεστιβάλ των Καννών έχει, από την πρώτη στιγμή, προβληματίσει τους φανατικούς θεατές του σκηνοθέτη, αλλά και το κινηματογραφικό κοινό, που πασχίζει να βρει λύση και κάποια εξήγηση. Οι κριτικοί από την άλλη, και σε αντίθεση με τις πρώτες αντιφατικές κριτικές στις Κάννες, χρόνο με τον χρόνο συνεισφέρουν στην cult ιδιότητά της και την αποθεώνουν ως ένα σύγχρονο κινηματογραφικό αριστούργημα. Το επιστέγασμα αυτής της διαδικασίας δεν ήταν άλλο από την ανακήρυξή της ως καλύτερης ταινίας του 21ου αιώνα το 2016, από το BBC Culture. Γιατί, όμως, η ταινία του Lynch συνιστά ένα αριστούργημα και ίσως το καλύτερο αμερικανικό φιλμικό δημιούργημα του αιώνα μας;
Aν κάποιος επιθυμεί να εντοπίσει τις κινηματογραφικές τάσεις των δύο τελευταίων δεκαετιών, θα παρατηρήσει την κυριαρχία των μεγάλων στούντιο, καθώς και πολυάριθμα sequel. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, οι αυθεντικές δημιουργίες στη mainstream σκηνή ολοένα και λιγοστεύουν και το «ξαναζεσταμένο φαγητό» με ευχάριστες αλλά σίγουρα όχι ρηξικέλευθες ταινίες κυριαρχεί στις αίθουσες. Ο 75χρονος πια David Lynch, πάντως, (σχεδόν) ποτέ δε δέχθηκε να συμβιβάσει το καλλιτεχνικό του όραμα υπέρ ενός αναμασήματος.
Ο σουρεαλιστής σκηνοθέτης φημίζεται για πολλά πράγματα, αλλά ένα κύριο στοιχείο που διέπει όλα του τα δημιουργήματα είναι ένα “subversion” της πραγματικότητας, μια ανατροπή του φαινομενικά όμορφου, ήσυχου και λειτουργικού κόσμου, ώστε να αναδειχθούν τα «υπόγεια», καλά θαμμένα σκοτεινά σημεία του, που δεν μπορούν πια να μένουν κρυμμένα. Ακριβώς αυτό έκανε και στη φημισμένη σειρά του “Twin Peaks” του 1990, ανατρέποντας για πάντα το τι είδους καλλιτεχνικό έργο μπορεί να προβληθεί στη μικρή οθόνη. Eν πολλοίς, η τηλεοπτική επανάσταση που βλέπουμε σήμερα είναι απόρροια αυτής ακριβώς της ανατροπής. Πολλές σειρές ίσως να μην γυρίζονταν ποτέ, αν δεν είχε κάνει την «αρχή» το “Twin Peaks”, σπάζοντας τα στερεότυπα. Αν και η δημιουργικότητά του κατεπνίγη από τα studio της εποχής, αναγκάζοντάς τον να ολοκληρώσει βιαστικά τη σειρά το 1991, το μήνυμά του είχε ήδη περάσει, και μετά από 26 χρόνια, το 2017, το “Twin Peaks” θα επέστρεφε για μια τρίτη σεζόν, η οποία, αν και μπέρδεψε ακόμα περισσότερο τους θεατές, αποθεώθηκε από τους κριτικούς, που την ανακήρυξαν, αν και σειρά, την καλύτερη ταινία της χρονιάς (ο Lynch, βέβαια, είχε δηλώσει πως θεωρεί τα 18 επεισόδια της σεζόν ως μέρη μιας ολοκληρωμένης ταινίας).
Τι σχέση έχει, όμως, αυτή η (μεγάλη) παρέκβαση με το “Mulholland Drive”; H απάντηση κρύβεται στο κοινό όραμα. Η ταινία του 2001 αρχικά είχε γραφτεί με τη μορφή τηλεοπτικής σειράς, με τον Lynch να γράφει ένα σενάριο ως «πιλότο» για το κανάλι ABC. Με τα γυρίσματα να γίνονται με άξονα την τηλεόραση, το 90λεπτο επεισόδιο που παρέδωσε ο σκηνοθέτης στο κανάλι κρίθηκε απογοητευτικό και ακατάλληλο για τηλεόραση τόσο από τους ιθύνοντες του καναλιού όσο και από τον ίδιο τον Lynch, που κατακεραύνωσε το αποτέλεσμα. Μέσα σε μία νύχτα, το «δαιμόνιο» μυαλό του Lynch κατάφερε να προσθέσει ορισμένες κομβικές σκηνές και να τροποποιήσει το σενάριο, μετατρέποντάς το μια ολοκληρωμένη ταινία. Οι νέες σκηνές γυρίστηκαν τον Οκτώβριο του 2000 και τα υπόλοιπα αποτελούν ιστορία.
Ας περάσουμε, όμως, στα στοιχεία, τα οποία καθιστούν το “Mulholland Drive” ένα κινηματογραφικό αριστούργημα. Η πλοκή της ταινίας στην έναρξή της φαίνεται ιδιαίτερα απλή. Ένα τροχαίο ατύχημα γίνεται στην οδό Mulholland Drive, που «βλέπει» από ψηλά το Los Angeles. Από αυτό επιβιώνει μόνο μια νέα γυναίκα (Laura Harring), η οποία δε θυμάται τίποτα για την ίδια, ούτε για το πώς βρέθηκε εκεί. Σε μια κατάσταση απελπισίας κατευθύνεται προς ένα κοντινό σπίτι, στο οποίο αργότερα θα βρεθεί η Betty Elms (Naomi Watts), μια νέα ηθοποιός που έρχεται για πρώτη φορά στο Hollywood για να κυνηγήσει το «όνειρο». Οι δύο γυναίκες θα έρθουν κοντά, με την Betty να επιθυμεί να βοηθήσει τη Rita (όνομα που υιοθέτησε η άγνωστη γυναίκα βλέποντας στο σπίτι μια αφίσα της Rita Hayworth από την ταινία “Gilda”) να ενώσει τα κομμάτια της χαμένης της ταυτότητας. Όσο, όμως, οι δύο γυναίκες φτάνουν πιο κοντά στην επίλυση του μυστηρίου και την ανακάλυψη της αλήθειας, ένα άλλο σκοτεινό αφήγημα έρχεται για να «καπελώσει» το όνειρο και την αισιοδοξία. Σε παράλληλες σκηνές ακολουθούμε τον σκηνοθέτη Adam Kesher (Justin Theroux), ο οποίος δυσκολεύεται να διατηρήσει τον έλεγχο της ταινίας του, με μαφιόζους να τον πιέζουν να προσλάβει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο μια άγνωστη ηθοποιό, με το όνομα Camilla Rhodes. O Adam φαίνεται να χάνει τον έλεγχο της ζωής και της καριέρας του, με ορισμένες αποφάσεις για αυτόν να φαίνεται πως έχουν παρθεί από κάποιες άγνωστες, υπέρτερες δυνάμεις του κινηματογραφικού χώρου και όχι μόνο.
Πραγματικά, δε θα ήθελα να αποκαλύψω περαιτέρω στοιχεία για την πλοκή. Πρώτον, προς επιθυμία αποφυγής spoiler για τα άτομα που δεν την έχουν δει και δεύτερον, γιατί κάθε προσπάθεια εκλογίκευσης και παρουσίασης των γεγονότων του δεύτερου μέρους της ταινίας είναι σχεδόν σίγουρο πως θα περιέχει μέσα μια εντελώς υποκειμενική θεώρηση και ερμηνεία των γεγονότων. Ήδη, άλλωστε, από τα πρώτα λεπτά της ταινίας, καθίσταται σαφές σε όλ@ πως οι πιθανές ερμηνείες είναι άπειρες και το σκηνικό δαιδαλώδες.
Ο Lynch, συνθέτοντας τα πλάνα της τηλεοπτικής σειράς με τις νέες σκηνές, έχει προσδώσει στο έργο μια απίστευτη συνοχή, η οποία, όμως, δεν θα έπρεπε κανονικά να υπάρχει, κάτω από το λαμπερό και αρκετές φορές αποχαυνωτικό φως της «Πόλης των Αγγέλων». Η αποσπασματικότητα των σκηνών της ταινίας σημαίνει πως ανά κάθε σκηνή μπορούμε να δούμε μεγάλες αλλαγές στο ύφος, στους διαλόγους, αλλά και στους χαρακτήρες. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει με μαεστρία να περνά από έντονα δραματικές σκηνές, σε διαλόγους που παραπέμπουν σε σαπουνόπερα, μέχρι, ορισμένες φορές, και κωμωδία. Η χρήση του overdubbing (τοποθέτηση ενός προ-ηχογραφημένου ήχου πάνω σε μια σκηνή διαλόγου) σε μια από τις πρώτες σκηνές της ταινίας αλλά και σε μια επόμενη -και εμβληματική θα έλεγα- σκηνή δείχνει πως, παρά το ασύμμετρο του ύφους, ο Lynch βρίσκεται πάντα 100% πίσω από το τιμόνι, επιθυμώντας, ίσως, να «χειραγωγήσει» τους θεατές. Και πράγματι, μετά από μια σκηνή που έρχεται από το πουθενά για να ταρακουνήσει στην αρχή της ταινίας, ο θεατής πλέον αισθάνεται σχεδόν «εγκλωβισμένος» στο όραμα του Lynch. Αναγκασμένοι, σχεδόν, να ακολουθούμε την κάμερα (η ίδια η κίνησή της μέσα στην ταινία μας κλείνει το μάτι, σα να ξέρει πως την ακολουθούμε) μέσα από σκοτεινούς διαδρόμους σπιτιών, κινηματογραφικών στούντιο, μουσικών σκηνών αλλά και των δρόμων του Los Angeles, εισερχόμαστε σε έναν κινηματογραφικό κόσμο, που με κάθε θέαση γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκος.
Φυσικά, η επιρροή των φιλμ νουάρ των δεκαετιών του ‘40 και του ‘50 είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Αρχικά, ο Lynch επιστράτευσε στο καστ ορισμένους ηθοποιούς της «χρυσής εποχής» του Hollywood, όπως την Ann Miller, που εδώ εμφανίζεται στον τελευταίο της ρόλο. Το χολιγουντιανό όνειρο και η αποδόμησή του είναι, σύμφωνα με τους κριτικούς, μια από τις επικρατέστερες θεματικές της ταινίας. Και πράγματι, ο ρόλος της Rita παραπέμπει στους “femme fatale” ρόλους των ταινιών των δεκαετιών αυτών, από το όνομα που έχει κυριολεκτικά παρθεί από τη Rita Hayworth μέχρι και την εμφάνιση. Η ηθοποιός Laura Harring καταφέρνει, βέβαια, να αποδομήσει το αρχέτυπο, με μια πλούσια ερμηνεία, άλλες φορές φοβισμένη, άλλες φορές χαμένη στο περιβάλλον και άλλες φορές με αυτοπεποίθηση και αδαμάντινο χαρακτήρα.
Την παράσταση, όμως, κλέβει η πρωταγωνίστρια της ταινίας, Betty. O Lynch, πραγματικά, πέτυχε “jackpot” με την επιλογή της τότε άσημης ηθοποιού, Naomi Watts για το ρόλο αυτό (στο ρόλο πάλι μιας άσημης ηθοποιού), δίνοντάς μας ίσως μια από τις καλύτερες γυναικείες ερμηνείες όλων των εποχών. H Watts είναι η «ψυχή» της ταινίας, συμβολίζοντας την πολυπλοκότητά πίσω από μια φαινομενικά απλή πλοκή. Στην αρχή της ταινίας ο ρόλος της φαίνεται «ονειρικός», με μια διάχυτη αφέλεια, ανωριμότητα και αισιοδοξία, για να αποκαλύψει στη συνέχεια μια αστείρευτη δύναμη (απλώς δείτε τη σκηνή της οντισιόν), ένα μεγάλο ταλέντο και έναν πόνο που υποβόσκει εφιαλτικά στο παρασκήνιο και είναι ικανός να την οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια και μη αναστρέψιμες αποφάσεις. Σε ειρωνεία με την εξέλιξη της ταινίας, η καριέρα της Naomi Watts εκτοξεύθηκε μετά από το ρόλο αυτό, ο οποίος, όμως, κατ’ εμέ, παραμένει ο καλύτερός της. Απορίας άξιο είναι όχι μόνο γιατί δεν κέρδισε, αλλά γιατί δεν προτάθηκε καν για Όσκαρ!
Οι φανατικοί της ταινίας ίσως παρατηρήσουν πως έχω αφήσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της πλοκής, αλλά και πτυχές -ακόμα και ολόκληρους χαρακτήρες- ασχολίαστες. Και αυτό είναι απολύτως ηθελημένο. Οι θεματικές της ταινίας είναι πραγματικά ατέλειωτες, με κοινό και κριτικούς να δίνουν εκατοντάδες διαφορετικές ερμηνείες, που ποικίλουν από εξηγήσεις με βάση τη θεωρία των ονείρων μέχρι και την queer θεωρία. 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το “Mulholland Drive” δε σταματά να εκπλήσσει και να τρομάζει τους θεατές, με τα σκοτεινά μονοπάτια και την πολυπλοκότητά του να μας εκθέτουν μπροστά σε μια ζοφερή αλήθεια εκμετάλλευσης και εξουσιαστικών σχέσεων, που διέπουν διαχρονικά το σύγχρονο κόσμο και τη βιομηχανία της showbiz. Το όνειρο, αργά ή γρήγορα, ανατρέπεται και τίποτα δεν είναι τόσο αψεγάδιαστο, αγνό και θελκτικό όσο φαίνεται στην μαρκίζα του κινηματογράφου.
-Aν και ο David Lynch αρνείται πεισματικά να δώσει μια εξήγηση στην πολύπλοκη ταινία, μετά από πιέσεις έδωσε, στo επίσημο DVD της, 10 στοιχεία, που μπορούν να κατευθύνουν -αλλά σε καμία περίπτωση να δώσουν σίγουρα- απαντήσεις στο κοινό. Ας αδράξουμε την ευκαιρία της επετείου των 20 χρόνων για να τη δούμε ξανά, ελπίζοντας πως, αυτή τη φορά, θα μας «οδηγήσει» σε κάποιο άλλο αθέατο μονοπάτι, που δεν είχαμε ανακαλύψει πρωτύτερα!