Του Παναγιώτη Χριστοδούλου,
Αν η πανδημία δημιούργησε μία κοινή συνειδητοποίηση για κάθε άνθρωπο, αυτή ήταν ότι όλα όσα θεωρούσαμε δεδομένα στη πραγματικότητα κάθε άλλο παρά αυτονόητα είναι. Υγεία, ελευθερία, ασφάλεια, ζωή. Κάθε σταθερά της καθημερινότητας όλων ανατράπηκε απότομα ή έστω αμφισβητήθηκε έντονα. Θεμελιώδη δικαιώματα μας απειλήθηκαν και περιορίστηκαν· τόσο από την φύση, όσο και από τον άνθρωπο. Έγιναν ορατά τα άλματα προόδου, αλλά και οι ανεπάρκειες μας.
Μέσα στην υγειονομική – καταρχήν – αυτή κρίση, αναδείχθηκαν σοβαρά κοινωνικά προβλήματα· από την γιγάντωση του κινήματος Black Lives Matter στις ΗΠΑ έγινε διεθνώς ορατή η βαθιά ρατσιστική πλευρά της «χώρας των ελευθέρων», από τη ραγδαία όξυνση των οικονομικών ανισοτήτων επαναπροσδιορίστηκε παγκοσμίως το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, από την πυρκαγιά του ελληνικού #metoo αναδείχτηκε το κρυφό πρόσωπο της εκμετάλλευσης και κακοποίησης γυναικών αλλά και ανδρών, από την δολοφονία μίας νεαρής μητέρας αντήχησε για πρώτη φορά η λέξη γυναικοκτονία φέρνοντας στο προσκήνιο τη θέση της γυναίκας στο σύγχρονο κόσμο. Παράλληλα, η καθιέρωση (και φέτος) του Ιουνίου ως Pride Month αποτελεί μία υπενθύμιση των κατακτήσεων υπέρ της LGBT κοινότητας, στον αγώνα για την απόκτηση ίσων δικαιωμάτων.
Έχει, πράγματι, ειπωθεί ότι η ιστορία του παρελθόντος μπορεί να αποδοθεί ως μία μακρά μάχη για την ισότητα. Από τη Γαλλική Επανάσταση έως το κίνημα των Σουφραζέτων, και από την Οικουμενική διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου έως το «όνειρο» του Martin Luther King, οι άνθρωποι μάχονται για την άμβλυνση των αδικιών και την εξίσωση των κοινωνικών ομάδων που βρίσκονται στο περιθώριο. Αυτό είναι που οδήγησε άλλωστε πολλούς να χαρακτηρίσουν την εποχή της νεωτερικότητας ως μία «εποχή των δικαιωμάτων».
Σήμερα πλέον έχει εν πολλοίς επιτευχθεί η – τυπική τουλάχιστον – εξίσωση των ανθρώπων με γνώμονα το θρήσκευμα ή και το χρώμα του δέρματος. Θεμελιώδεις νόμοι αλλά και συνταγματικές διατάξεις προστατεύουν πια τις εθνικές μειονότητες, ενώ έχει αναβαθμιστεί αισθητά – στον πρώτο κόσμο έστω – η θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Εντονότερος είναι ακόμη, ωστόσο, ο διχασμός που έγκειται στα χαρακτηριστικά φύλλου και στον σεξουαλικό προσανατολισμό. Σε επίπεδο τόσο νόμων όσο και συνειδήσεων, η ομοφοβία έχει αδράξει την σκυτάλη από το σεξισμό και το ρατσισμό ως μία από τις μεγαλύτερες κοινωνικές προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Φυσικά, και εδώ οι κατακτήσεις στον δρόμο για την ουσιαστική ισότητα είναι θεαματικές· μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι πλέον το 70% των Αμερικανών τάσσεται υπέρ του γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλλου. Η θέση αυτή αποτυπώνεται μάλιστα για πρώτη φορά στην πλειοψηφία (55%) των παραδοσιακά συντηρητικών Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων, καταδεικνύοντας τις κοινωνικές μεταβολές των τελευταίων ετών. Χαρακτηριστικό των βημάτων προόδου που έχουν συντελεστεί μέσα σε δύο μόλις δεκαετίες είναι ότι το 1996 – οπότε και πρωτοδιεξήχθη η έρευνα – μόλις το 26% του πληθυσμού ασπαζόταν αυτήν την άποψη.
Η αλλαγή αυτή στην κοινή γνώμη των Ηνωμένων Πολιτειών συμπορεύεται δε με τις αντιλήψεις που καλλιεργήθηκαν από τις αρχές της χιλιετίας και σε πλήθος άλλων χωρών. Με την Ολλανδία να είναι η πρώτη χώρα παγκοσμίως που νομιμοποίησε το 2001 των γάμο ομόφυλων ζευγαριών, ο Ευρωπαϊκός χώρος χαρακτηρίστηκε από αντίστοιχες νομοθετικές και θεσμικές πρωτοβουλίες με την εφαρμογή νόμων που απαγορεύουν τις διακρίσεις κατά των ομοφυλοφίλων και των διεμφυλικών ατόμων.
Πίσω στην Αμερικανική ήπειρο, το 1996 αποτέλεσε την χρονιά όπου το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ εξέδωσε την πρώτη μνημειώδη απόφαση του σχετικά με τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειονοτήτων (Romer v. Evans). Με ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα, διακήρυξε ως παράνομη και αντισυνταγματική μια νομοθετική αλλαγή στην πολιτεία του Colorado, η οποία θα ανέτρεπε τους υφιστάμενους προστατευτικούς νόμους που απαγορεύουν δυσμενή μεταχείριση βάσει σεξουαλικού προσανατολισμού. Το νομοθέτημα αυτό δέχτηκε τη δριμεία κριτική του Δικαστηρίου, το οποίο το θεώρησε ως προδήλως εχθρικό, θέτοντας σε μειονεκτική θέση τα άτομα αυτά και οδηγώντας μια ομάδα ανθρώπων εκτός της προστασίας που χαίρει το κοινωνικό σύνολο, γεγονός ανεπίτρεπτο συνταγματικά.
Το επόμενο σημαντικό βήμα προς την επίτευξη της προαναφερθείσας ισότητας έγινε το 2003, όταν το Supreme Court κατέστησε ανίσχυρους όλους τους υφιστάμενους τότε νόμους που απαγόρευαν τις σεξουαλικές πράξεις μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλλου. Με αφορμή τη σύλληψη δύο ανδρών στο Texas και τη συνακόλουθη καταδίκη τους σε χρηματική ποινή για το πλημμέλημα της «ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς», το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινικοποίηση μιας οποιαδήποτε σεξουαλικής συμπεριφοράς μεταξύ συναινούντων ενηλίκων ήταν αντισυνταγματική (Lawrence v. Texas). Με το θεμελιώδες αξίωμα ότι το Σύνταγμα «προστατεύει το δικαίωμα των ομοφυλόφιλων όπως και των ετεροφυλόφιλων να αναπτύξουν με το σύντροφο τους μία προσωπική σχέση, μέρος της οποίας είναι η σεξουαλική σχέση», η απόφαση αναγνώρισε οριστικά την ελευθερία των ατόμων να προβαίνουν σε ερωτικές πράξεις ανεξαρτήτως του ηθικού προσήμου που επιρρίπτει σ’ αυτές η κοινωνία.
Η μεγαλύτερη όμως νίκη της LGBT κοινότητας ήρθε το 2015, όταν και το Δικαστήριο νομιμοποίησε ως συνταγματικά προστατευόμενο το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στο γάμο. Υιοθετώντας την άποψη ότι η έννοια του γάμου δεν είναι στατική αλλά μεταβάλλεται στο χρόνο και επικαλούμενο την προγενέστερη απόφαση του Loving v Virginia, το Δικαστήριο προσέγγισε έδωσε μεγάλο βάρος στην έννοια της προσωπικής αυτονομίας του κάθε ατόμου. Πιο συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι ο γάμος αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου εκφράζοντας με έναν ύψιστο τρόπο «τα ιδανικά της αγάπης, της πίστης, της αφοσίωσης και της οικογένειας». Για το λόγο αυτό, το Αμερικανικό Σύνταγμα εγγυάται την ίση πρόσβαση των ανθρώπων στο θεσμό του γάμου, μη αναγνωρίζοντας κανέναν λόγο για τον οποίο θα πρέπει να αποκλείονται από αυτό τα ομόφυλα ζευγάρια. Η απόφαση αυτή (Obergefell v. Hodges) όχι μόνο κατέστησε εφικτό το γάμο ατόμων του ίδιου φύλλου και στις 50 Πολιτείες, αλλά ανύψωσε το δικαίωμα του ανθρώπου να παντρευτεί σε θεμελιώδη έκφανση της ελευθερίας του, προωθώντας την ισότητα και την ισονομία όλων.
Τέλος, ακόμη πιο πρόσφατα, το Supreme Court επέκτεινε την νομική προστασία των ομοφυλόφιλων και διεμφυλικών ατόμων, αναγάγοντας τον σεξουαλικό προσανατολισμό σε προστατευόμενο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, για το οποίο δεν είναι επιτρεπτή η διακριτική μεταχείριση στον εργασιακό χώρο (Bostock v. Clayton County, 2019).
Οι αποφάσεις και οι μεταβολές αυτές συνθέτουν ένα σημαντικό πλέγμα προστασίας και νομικής αναγνώρισης, υπηρετώντας την αρχή της ισότητας. Καταδεικνύουν δε και την μεγάλη πρόοδο που συντελέστηκε σε μικρό χρονικό διάστημα, προωθώντας τον εκσυγχρονισμό προβληματικών αντιλήψεων. Συνάδουν απόλυτα με την επιταγή της σύγχρονης κοινωνίας για αποδοχή – και όχι απλώς ανοχή – της διαφορετικότητας. Άλλωστε, καθιστούν σαφές ότι πίσω από το περίβλημα της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, του φύλλου ή του προσανατολισμού, ο πυρήνας ενός ανθρώπου είναι ο ίδιος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Record-High 70% in U.S. Support Same-Sex Marriage, News Gallup, διαθέσιμο εδώ
-
9 Landmark Supreme Court Cases That Shaped LGBTQ Rights in America, Time, διαθέσιμο εδώ