Της Δήμητρας Κουφωλιά,
Το δίκαιο αποτελείται από κανόνες και αρχές. Οι δύο αυτές έννοιες, αν και στην πράξη πολλές φορές συγχέονται, εντούτοις ορθό είναι η καθεμία να διατηρεί την αυτοτέλειά της. Κανόνας ονομάζεται η νομική μορφή με την οποία εξωτερικεύεται η βούληση του νομοθέτη προς ρύθμιση μιας πραγματικότητας. Όπως ακριβώς διδασκόμαστε και στις νομικές σχολές, ο κανόνας αποτελείται από το πραγματικό, δηλαδή τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέξουν προκειμένου να οδηγηθούμε σε ένα αποτέλεσμα, το οποίο ονομάζεται έννομη συνέπεια και συνιστά το δεύτερο τμήμα του κανόνα. Από την άλλη οι αρχές, οι οποίες αποτελούν (κι αυτές) πηγή του δικαίου, ενσωματώνουν κάποιες φορές κανόνες, όμως, δεν χαρακτηρίζονται από σταθερότητα κι η εφαρμογή τους δε γεννάται όταν έχουμε πλήρωση πραγματικών κριτηρίων, αλλά όταν τίθεται θέμα στάθμισης ή θέμα συμπλήρωσης κάποιου κανόνα.
Στο παρόν κείμενο θα εξεταστεί η εφαρμοζόμενη συχνά στην πράξη αρχή της αναλογικότητας, η οποία για να γίνει κατανοητή από τον αναγνώστη θα πρέπει να συνδυαστεί με την απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος. Κατ’ αρχάς, η απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 281 ΑΚ, το οποίο ορίζει πως: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Η κατάχρηση δικαιώματος, με λίγα λόγια, αποτελεί ένσταση και μάλιστα δικαιοανασταλτική. Αυτό σημαίνει πως το δικαίωμα ναι μεν υπάρχει, υφίσταται δηλαδή στον νομικό κόσμο, παρά ταύτα δεν μπορεί να ασκηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση γιατί έχει αποδυναμωθεί εξαιτίας κάποιου λόγου από αυτούς που ορίζει το αστικό δίκαιο. Ως καλή πίστη νοείται η εντιμότητα στις συναλλαγές, ενώ τα χρηστά ήθη αποτελούν μια από τις πιο σημαντικές αόριστες νομικές έννοιες και το περιεχόμενό τους διαπλάθει κάθε φορά η νομολογία.
Το 281 ΑΚ συχνά εφαρμόζεται παράλληλα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία εντάσσεται στους λεγόμενους «περιορισμούς των περιορισμών των δικαιωμάτων». Έτσι, όποτε τίθεται ζήτημα περιορισμού δικαιώματος, το δικαίωμα περιορίζεται με ουσιαστικό ή τυπικό νόμο, δηλαδή γενικά και αφηρημένα και συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος, καλείται σε εφαρμογή η συγκεκριμένη αρχή με τα 3 γνωστά της στάδια: προσφορότητα, αναγκαιότητα, εν στενή εννοία αναλογικότητα. Δε θα ήθελα να εμμείνω άλλο στην ανάλυση της συγκεκριμένης αρχής, καθώς θεωρώ πως κρίσιμη και ενδιαφέρουσα είναι η προσέγγισή της μέσα από δύο παραδείγματα: 1. Την αναγκαστική εκτέλεση, στο αστικό δικονομικό δίκαιο και 2. τον σεβασμό της προσωπικότητας του εργαζομένου, στο εργατικό δίκαιο.
Αναγκαστική εκτέλεση ονομάζεται η εξώδικη διαδικασία μετά την έκδοση και την απόκτηση εκτελεστού τίτλου και συνίσταται στον δικονομικό καταναγκασμό, αφού στοχεύει στην ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή. Είναι μία τυπική και αυστηρή εν γένει διαδικασία και οι διατάξεις ως επί το πλείστον είναι ius cogens. Η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης εκ φύσεως προσβάλλει δικαιώματα του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη και, κυρίως, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, που κατοχυρώνεται τόσο στο Σύνταγμα όσο και στην ΕΣΔΑ, όπως επίσης σε κάποιες περιπτώσεις απειλείται ή και θίγεται το δικαίωμα της ελευθερίας του μέσω της επιτρεπτής προσωπικής κράτησης. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις έχει κριθεί ότι όλοι οι περιορισμοί είναι θεμιτοί, καθώς υπερτερεί το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας: ο δανειστής μπήκε σε έναν μεγάλο αγώνα, έφερε εις πέρας τη δίκη, κέρδισε και απέκτησε εκτελεστό τίτλο. Πρέπει να ικανοποιηθεί, διαφορετικά η παροχή εννόμου προστασίας δίχως αναγκαστική εκτέλεση θα ήταν άνευ νοήματος. Ωστόσο, η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να διεξάγεται βάσει του άρθρου 25 Σ (αρχή αναλογικότητας). Έτσι, είναι ανεπίτρεπτη η επιβολή κατάσχεσης σε ένα πράγμα του οφειλέτη τόσο μικρής αξίας, ώστε το πλειστηρίασμα να μην επαρκεί ούτε καν για την κάλυψη των εξόδων της εκτέλεσης. Αντίστροφα, το άρθρο 951 παρ. 2 ΚΠολΔ απαγορεύει την υπέρβαση του μέτρου για την ικανοποίηση του δανειστή. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι διαδικαστικές πράξεις της εκτέλεσης είναι άκυρες λόγω καταχρηστικότητας (281 ΑΚ συνδ. με 288 ΑΚ). Αν, όμως, ο οφειλέτης έχει μόνο ένα περιουσιακό στοιχείο, ακόμα και αν αυτό υπερβαίνει την αξία της οφειλής, δεν τίθεται εδώ θέμα καταχρηστικότητας. Η ratio είναι πως υπερισχύει εν προκειμένω το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας του δανειστή. Ο τελευταίος πρέπει να ικανοποιηθεί οπωσδήποτε, ακόμα και αν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο είναι μεγαλύτερης αξίας χωρίς να μπορεί να προβληθεί κατά αυτού η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.
Αντίστοιχη λογική υπάρχει και στον χώρο του εργατικού δικαίου. Ο εργοδότης υποχρεούται να σέβεται την προσωπικότητα του εργαζομένου και η προστασία αυτή καλύπτει όλα τα στάδια της εργασιακής σχέσης, δηλαδή τόσο τη σύσταση και τη λειτουργία της όσο και τη λύση της. Το δικαίωμα, όμως, στην προσωπικότητα του εργαζομένου δεν είναι απεριόριστο. Για αυτό σε κάθε περιορισμό ερευνάμε in concreto:
Α) Έναν νομικό λόγο που να συνδέεται με τα αντικειμενικά συμφέροντα της επιχείρησης (εύλογη αιτία)
Β) Κατά τη στάθμιση εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της διαφοροποίησης στην έκταση των περιορισμών ανάλογα με τη νομική βάση πάνω στην οποία θεμελιώνεται.
Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, μετά την αναθεώρηση αυτού με το Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (6/17 Απριλίου 2001), τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή της.
Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Παρά τις όποιες αμφισβητήσεις έχει δεχθεί η εν λόγω αρχή, αποτελεί έναν τρόπο διασφάλισης της σταθερότητας όλων των κλάδων του δικαίου, τους οποίους και διέπει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Σ. Κατράμης, Αναγκαστική Εκτέλεση, εκδ. Lex Book, 2021
- Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2021