Της Μαρίας Μπουλιέρη,
Βρισκόμαστε στη διάρκεια της ποινικής προδικασίας, δηλαδή στο στάδιο πριν από την διεξαγωγή της ποινικής δίκης και πριν από την έκδοση δικαστικής απόφασης. Στο στάδιο αυτό συναντάμε τον θεσμό της «προσωρινής κράτησης», που παλαιότερα ήταν γνωστός με την ονομασία «προφυλάκιση». Η προσωρινή κράτηση αποτελεί περιοριστικό μέτρο, περιορίζει δηλαδή την ελευθερία του κατηγορουμένου έως ότου αποφανθεί η Δικαιοσύνη για την ενοχή του.
Στην περίπτωση, λοιπόν, της προσωρινής κράτησης, από την μία έχουμε τις Συνταγματικές εγγυήσεις, όπως για παράδειγμα αυτή του άρθρου 5§3, σύμφωνα με το οποίο «H προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος» και το άρθρο 6§1 που ορίζει ότι «Κανένας δεν συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα, που πρέπει να επιδοθεί τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη ή η προφυλάκιση. Εξαιρούνται τα αυτόφωρα εγκλήματα».
Από την άλλη, όμως, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίζει διατάξεις που περιορίζουν την προσωπική ελευθερία του πολίτη, στο μέτρο πάντα, που οι περιορισμοί αυτοί είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας, είναι δηλαδή απαραίτητοι, αναγκαίοι και βρίσκονται σε αναλογία με το σκοπούμενο αποτέλεσμα. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εάν κατά το στάδιο της προδικασία προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, είναι δυνατό να διαταχθούν τα ακόλουθα: περιοριστικοί όροι ή κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή προσωρινή κράτηση. Εάν κριθεί ότι οι περιοριστικοί όροι δεν είναι επαρκείς, προχωράμε στον κατ’ οίκον περιορισμό και μόνο σαν ultimum refugium μπορεί να εκδοθεί ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα προσωρινής κράτησης.
Σκοπός της προσωρινής κράτησης, αλλά και των υπόλοιπων μέτρων εν γένει, είναι, αρχικά, να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων. Πρόκειται ουσιαστικά για μια προληπτική κίνηση, καθώς, εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής, υπάρχει και αυξημένος κίνδυνος τέλεσης άλλων αξιόποινων πράξεων και αυξημένη κοινωνική αποδοκιμασία και ανησυχία, όταν ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος κυκλοφορεί ελεύθερος. Ο κίνδυνος αυτός αξιολογείται βάσει της διαπίστωσης «προηγούμενων αμετάκλητων καταδικών για κακούργημα», δηλαδή πραγματικών ειδικών περιστατικών που έχουν ποινική απαξία και αποτυπώνονται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και όχι σε γενικές συμπεριφορές και περιστατικά της προηγούμενης ζωής του.
Ένας δεύτερος σκοπός, εξίσου σημαντικός, είναι ότι πρέπει να εξασφαλιστεί ότι ο κατηγορούμενος, στον οποίον επιβληθήκαν οι περιορισμοί αυτοί, θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης, ιδιαίτερα στη περίπτωση που ο κίνδυνος φυγής (causa arresti) του κατηγορουμένου είναι υπαρκτός. Αυτό θα κριθεί από το εάν έχει προβεί σε προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή για παραβίαση περιορισμών διαμονής και από την συνδρομή ενός εκ των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής του.
Σύμφωνα, πάλι, με το Σύνταγμα (άρθρο 6§4) η προσωρινή κράτηση δεν μπορεί να υπερβεί το 1 έτος στα κακουργήματα και τους 6 μήνες στα πλημμελήματα, με δυνατότητα παράτασης για 6 και 3 μήνες, αντίστοιχα, με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, φτάνοντας έτσι του 18 μήνες για τα κακουργήματα και τους 9 μήνες για τα πλημμελήματα. Η παράταση αυτή, όμως, προβλέπεται σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις. Το Σύνταγμα ορίζει, επιπλέον, ότι απαγορεύεται η υπέρβαση των ανώτατων ορίων της προσωρινής κράτησης με τη διαδοχική επιβολή του μέτρου αυτού για επιμέρους πράξεις της ίδιας υπόθεσης. Στην πράξη, πάντως, τηρείται μόνο το ανώτατο όριο προσωρινής κράτησης, δηλαδή οι 18 και 9 μήνες αντίστοιχα.
Ο θεσμός αυτός, έχει δεχθεί μέχρι σήμερα έντονες κριτικές, και δικαιολογημένα. Ασφαλώς, όταν αναφερόμαστε σε έναν κατηγορούμενο με σοβαρές ενδείξεις ενοχής, ο οποίος μπορεί να είναι ύποπτος φυγής ή να υπάρχουν προηγούμενες ποινικές αποφάσεις που συνηγορούν ότι υπάρχουν υψηλές πιθανότητες, εάν ο κατηγορούμενος μείνει ελεύθερος, να συνεχίσει να τελεί αξιόποινες πράξεις, δεν μπορούμε να προτάξουμε το δικαίωμα στην ελευθερία του ενός έναντι της προστασίας του κοινωνικού συνόλου. Σίγουρα, δεν θα νιώθαμε ασφαλείς, γνωρίζοντας ότι οι κατηγορούμενοι για ληστείες, βιασμούς και ανθρωποκτονίες κυκλοφορούν ελεύθεροι μέχρι και αν να δικαστούν.
Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί δεν παύουν να είναι κατηγορούμενοι και όχι κατάδικοι. Φέρουν μια κατηγορία, η οποία έχει πολλές πιθανότητες μεν να ευσταθεί, σε κάθε περίπτωση, όμως, η Δικαιοσύνη δεν έχει αποφανθεί για την ενοχή τους. Αυτό αφήνει έτσι την πιθανότητα της αθωότητάς τους ακόμα «ανοιχτή», καθώς δύναται να έχουμε για παράδειγμα έναν προσωρινά κρατούμενο βάσει μήνυσης για περιστατικό χωρίς άλλους μάρτυρες εκτός από το φερόμενο θύμα. Τι θα συμβεί στην περίπτωση που το θύμα πάνω στην ταραχή του δεν αναγνωρίσει σωστά τον φερόμενο ως δράστη και εν τέλει κρατηθεί προσωρινά -προσωρινά για 18 μήνες- κάποιος αθώος;
Επιπλέον, στην πράξη, οι προσωρινά κρατούμενοι διαμένουν σε άθλιες συνθήκες μαζί με τους καταδίκους, χωρίς να κρατούνται σε ξεχωριστό χώρο των σωφρονιστικών καταστημάτων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 12 του Σωφρονιστικού Κώδικα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναφερθεί και να διορθωθεί, καθώς οι προσωρινά κρατούμενοι προστατεύονται ακόμα από το τεκμήριο της αθωότητας και ο περιορισμός της ελευθερίας τους πρέπει να είναι ο απολύτως αναγκαίος προληπτικά προς αποφυγήν των παραπάνω (φυγή, τέλεση νέων αδικημάτων κ.ά.) και όχι ως τιμωρία για ένα έγκλημα που δεν έχει κριθεί ακόμα εάν έχουν τελέσει.
Σε κάθε περίπτωση, ο θεσμός της προσωρινής κράτησης είναι αναγκαίος για την προστασία του κοινωνικού συνόλου, ωστόσο, εκτός από τις συνθήκες διαβίωσης των προσωρινά κρατούντων κατηγορουμένων, είναι άκρως σημαντική η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, υπό την έννοια ότι 18 μήνες κράτησης χωρίς δίκη, είναι διάστημα εξαιρετικά μακρό, επικίνδυνο και αντίθετο εν μέρει με τις Συνταγματικές εγγυήσεις της προσωπικής ελευθερίας. Πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψη ότι μπορεί ο κατηγορούμενος μετά από ενάμιση χρόνο στέρησης ενός από τα πιο σημαντικά αγαθά της ζωής του, της ελευθερίας του, να κριθεί αθώος, είτε επειδή το έγκλημα δεν τελέστηκε όπως περιγράφεται στην αρχική κατηγορία είτε γιατί δεν ήταν αυτός τελικά ο δράστης είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ανδρουλάκης, θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 4η έκδοση, 2012
- Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 7η έκδοση, 2020