Του Γιώργου Πασσά,
Στη διαχείριση της πανδημίας, όπως και εν γένει στην επίλυση του εκάστοτε πολιτικού ζητήματος, πάμπολλες διαφορετικές απόψεις εκφράζονται και επίσης πολλές εν τέλει υλοποιούνται. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, δίχως βέβαια να επιδιώκουμε να μειώσουμε τα «επιτεύγματα» όλων των περασμένων ετών και δεκαετιών, οι ακροδεξιές και αυταρχικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο έχουν δώσει ρεσιτάλ ελαφρομυαλιάς, λαϊκισμού, συνωμοσιολογίας και, ως φυσικό επακόλουθο, έχουν προκαλέσει τεράστια ζημία στους ανθρώπους που βρίσκονται υπό την εξουσία τους. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις κατά του Μπολσονάρο στη Βραζιλία δύνανται να αποτελούν μία ένδειξη πως, ακόμη και οι ένθερμοι υποστηρικτές τέτοιων λαϊκιστών, πιθανώς να σκέφτονται πλέον και δεύτερη φορά προτού εκφράσουν τόσο ευθαρσώς την εμπιστοσύνη τους προς αυτούς.
Η πολιτική κατάσταση στη Βραζιλία, καθ’ όλη τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας και με αποκορύφωμα τη διακυβέρνηση Μπολσονάρο, είναι εξόχως θλιβερή. Από τις εκλογικές νίκες της Ντίλμα Ρούσεφ το 2011 και το 2014, της πρώτης γυναίκας Προέδρου στην ιστορία της λατινοαμερικανικής χώρας και ηγέτιδας του εργατικού κόμματος, ανώτατα κλιμάκια από τις ακροδεξιές πτυχές του πολιτικού φάσματος, ως επί το πλείστον νοσταλγοί των στρατιωτικών κυβερνήσεων του μαύρου παρελθόντος της Βραζιλίας, αποκαθιστούν τον έλεγχό τους επί του δικαστικού σώματος και εμπλέκουν τον πρώην Πρόεδρο και ηγέτη του εργατικού κόμματος Λούλα ντα Σίλβα σε σκάνδαλο διαφθοράς, καταδικάζοντάς τον σε κάθειρξη το 2018 και αποκλείοντας τη συμμετοχή του στις εκλογές του ιδίου έτους. Την ίδια περίοδο, ο Μπολσονάρο προωθείται ως ο εκφραστής του προαναφερθέντος φιλοστρατιωτικού ρεύματος (πρώην στρατιωτικός και ο ίδιος), ο οποίος εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τα ρατσιστικά συναισθήματα μεγάλου μέρους του πληθυσμού, την ανέχεια και τις κοινωνικές αναταραχές, επικρατεί στις εκλογές του 2018 με ποσοστό 55% σε βάρος του Fernando Haddad του εργατικού κόμματος.
Εάν επιθυμεί κανείς να κατηγορήσει τον Μπολσονάρο για παντελή έλλειψη τρόπων, για ακροδεξιά ατζέντα, για μισογυνισμό, κοινωνικό και φυλετικό ρατσισμό, τραγικές πολιτικές επιλογές και καταστροφικές πρακτικές σε θέματα προστασίας των πολιτών, δεν χρειάζεται να προσπαθήσει ιδιαιτέρως. Δηλώνοντας πως η Μαρία ντο Ροζάριο (μέλος του αντίπαλου εργατικού κόμματος) είναι «τόσο άσχημη που δεν αξίζει κανείς ούτε να τη βιάσει», τονίζοντας πως θα προτιμούσε για τον γιο του «να πεθάνει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα παρά να είναι ομοφυλόφιλος» και χαρακτηρίζοντας τη στρατιωτική δικτατορία του 1964-1985 ως «ένδοξη», προσθέτοντας πως «το λάθος της δικτατορίας ήταν πως βασάνιζε, αλλά δεν σκότωνε», ο Μπολσονάρο μπορεί εύκολα να θέσει υποψηφιότητα ως ο πλέον αποκρουστικός πολιτικός της υφηλίου για οποιονδήποτε δεν εντάσσεται στην άκρα δεξιά ή γενικώς αντίκειται σε πάσα ρατσιστική και μισάνθρωπη στάση ζωής. Ταυτοχρόνως, ο Βραζιλιάνος Πρόεδρος κάνει οτιδήποτε περνά από το χέρι του προκειμένου να αφανίσει από τον χάρτη όσο μεγαλύτερο μέρος του Αμαζονίου γίνεται, ενισχύοντας πρακτικές του παρελθόντος και αποσκοπώντας στην αύξηση των εδαφών για κτηνοτροφική δραστηριότητα.
Το κερασάκι στην τούρτα όμως, και παρά την οικονομική εξαθλίωση, την καταστροφή του Αμαζονίου και την υπονόμευση πάσης φύσεως ανθρωπιστικών αξιών, είναι η διαχείριση της πανδημίας. Ονομάζοντας τον κορωνοϊό κατ’ επανάληψη μία «κοινή γρίπη», αρνούμενος να συμβάλει στην αύξηση του εμβολιασμού, απορρίπτοντας ευθύς εξαρχής τυχόν μέτρα για τον περιορισμό της διασποράς του ιού και πραγματοποιώντας δημόσιες εμφανίσεις δίχως μέτρα προστασίας τη στιγμή που ο ίδιος νοσούσε από κορωνοϊό, ο Μπολσονάρο κατάφερε, εμμέσως και αμέσως, να πλήξει ανεπανόρθωτα τη χώρα του, η οποία μέχρι τη στιγμή που γράφεται το παρόν άρθρο έχει θρηνήσει 502.000 νεκρούς (2.000–4.000 τα ημερήσια νέα θύματα), τους οποίους μάλιστα, ιδίως κατά τις περιόδους των ισχυρότερων πανδημικών κυμάτων, οι αρχές έκλειναν σε σακούλες και έθαβαν ομαδικά σε αυτοσχέδιους τάφους–χαντάκια.
Τα ποσοστά αποδοχής του Μπολσονάρο κυμαίνονται πλέον σε χαμηλότερα επίπεδα από ποτέ (24%), με τις κινητοποιήσεις εναντίον του και τις προτροπές για παραίτηση να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, μέρα με τη μέρα. Το ενδεχόμενο να παραδώσει την εξουσία ο νυν Πρόεδρος της Βραζιλίας φαντάζει ως παντελώς απίθανο, παρ’ όλα αυτά η πίεση που του ασκείται αυξάνεται ολοένα και περισσότερο, γεγονός που ίσως τον κάνει να αναθεωρήσει τις πρακτικές του. Και αυτό όχι μονάχα σε σχέση με την πανδημία όπου, απλούστατα, δύσκολα μπορεί να αποφασίσει πως είναι της αρεσκείας του να θρηνεί κάθε μέρα χιλιάδες νέους νεκρούς, αλλά και στην καταστροφή παγκόσμιας κληρονομιάς, όπως είναι ο Αμαζόνιος, με σκοπό ένα απολύτως βραχυπρόθεσμο και εξωφρενικά δυσανάλογα μικρό κέρδος.
Η ακροδεξιά και αλαζονική αντίδραση της πανδημίας απέτυχε παταγωδώς. Βραζιλία και ΗΠΑ αποτελούν τα κορυφαία παραδείγματα, ενώ χώρες που ακολούθησαν την τακτική της «ανοσίας της αγέλης» με ελάχιστα μέτρα, μάτωσαν κυριολεκτικά και μεταφορικά, ώστε να καταφέρουν να σημειώσουν ορισμένα βήματα προόδου. Πέραν από την καταφανώς τραγική υφή αυτής της πραγματικότητας, πάντως, η αποτυχία της ακροδεξιάς και των ιδεών της ίσως να αποδειχθεί ευεργετική. Με την οικονομική κρίση των περασμένων ετών, και πλέον την υγειονομική, τα άκρα (που στη σύγχρονη εποχή αποτελούνται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από την ακροδεξιά) επωφελούνται σε πολύ σημαντικό βαθμό, διεκδικώντας ή και κατακτώντας την πολυπόθητη εξουσία. Το ότι οδηγούν όμως το κράτος και τον εκάστοτε λαό στο χείλος της αβύσσου, δείχνει να γίνεται αντιληπτό από σημαντικές μερίδες των εκλογικών βάσεων ανά τον κόσμο. Από την ήττα του Τραμπ τον Νοέμβριο, στην ενδεχόμενη πτώση της ακροδεξιάς στη Γαλλία, στις κινητοποιήσεις κατά του Μπολσονάρο, ίσως να υπάρχει ελπίδα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
- Is This The World’s Most Repulsive Politician?, News, διαθέσιμο εδώ
- ‘A Complete Massacre, a Horror Film’: Inside Brazil’s Covid Disaster, The Guardian, διαθέσιμο εδώ
- Bolsonaro’s Approval Falls to 24%, the Lowest Ever, Says Datafolha Poll, Reuters, διαθέσιμο εδώ