Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Μια γνωστή σε όλους μας νομική «έννοια», που την ακούμε συχνά τόσο στην καθημερινότητά μας αλλά και ειδικότερα τη διδασκόμαστε στα αμφιθέατρα των Νομικών Σχολών, είναι η αίτηση αναιρέσεως. Πρόκειται για έκτακτο ένδικο μέσο, το οποίο μπορεί να ασκηθεί μόνο για συγκεκριμένους λόγους, και η διαφορά του από τα ένδικα βοηθήματα είναι ότι στρέφεται μόνο κατά δικαστικής απόφασης και όχι κατά διοικητικής πράξης. Φυσικά, υφίσταται ως ένδικο μέσο και στην πολιτική και την ποινική δίκη, όμως, επί του παρόντος, θα αναλύσουμε μόνο τη διοικητική της μορφή.
Αρχικά, με το συγκεκριμένο ένδικο μέσο επιδιώκεται ο έλεγχος της ορθότητας, από άποψη ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, μιας τελεσίδικης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου. Το χρησιμότερο και σημαντικότερο που πρέπει να γνωρίζει κάποιος είναι ότι ο αναιρετικός έλεγχος περιορίζεται μόνο σε νομικά ζητήματα και δεν αξιολογεί εκ νέου τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, αφού αυτά έχουν ήδη ελεγχθεί από το δικαστήριο της ουσίας. Γι’ αυτό τον λόγο, μάλιστα, χρήζει επισήμανσης ότι η αναίρεση δεν συνιστά τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας, αφού δεν ελέγχει το πραγματικό της υπόθεσης και περιορίζεται μόνο σε θέματα υπερβάσεως εξουσίας ή παραβιάσεως νόμου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατοχυρώνεται συνταγματικά και στο άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο χαρακτηριστικά αναφέρει ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: (…) β) Η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει.». Με την αίτηση αναιρέσεως, λοιπόν, το Συμβούλιο της Επικρατείας καθίσταται από το Σύνταγμα το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, που βρίσκεται στην κορυφή της διοικητικής δικαιοσύνης, δηλαδή της πυραμίδας που σχηματίζεται από όλα τα διοικητικά δικαστήρια. Για το λόγο αυτό, δεν είναι νοητή η ύπαρξη μιας παράλληλης προσφυγής που θα επιδίωκε τον αναιρετικό έλεγχο μιας απόφασης διοικητικού δικαστηρίου. Πάντως, σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν απόφαση ΣτΕ 1479/97, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η θέσπιση διατάξεων με τις οποίες περιορίζεται το δικαίωμα ενός προσώπου να ασκήσει αναίρεση ενώπιον του ΣτΕ.
Όσον αφορά τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως, αυτές καθορίζονται από τον νόμο, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β’ της παρ. 1 και 4 του άρθρου 95 Σ. Συνεπώς, είναι δυνατόν με νομοθετική διάταξη να καθοριστεί ότι μόνον ορισμένες αποφάσεις υπόκεινται ή δεν υπόκεινται σε αναίρεση. Σε κάθε περίπτωση, απαιτούνται σίγουρα οι γενικές υποκειμενικές προϋποθέσεις για την άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου, δηλαδή η ικανότητα διαδίκου, η ικανότητα για δικαστική παράσταση και το έννομο συμφέρον. Αίτηση αναιρέσεως νομιμοποιείται, δηλαδή, να ασκήσει εκείνος που ήταν διάδικος στη δίκη στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η δικαστική απόφαση που προσβάλλεται και εφόσον βλάπτεται από αυτήν. Η βλάβη μπορεί να προκύπτει είτε από το διατακτικό είτε από το σκεπτικό της απόφασης.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 3 του ΠΔ 18/1989, η αναίρεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο συγκεκριμένος ισχυρισμός ότι σχετικά με τους λόγους αναιρέσεως δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ ή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς τη νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Μάλιστα, η αναίρεση είναι παραδεκτή, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ, αν και σε περιπτώσεις που το νομικό ζήτημα προς εξέταση είναι μείζονος σημασίας δεν ισχύει το όριο του ποσού. Πάντως, αναίρεση υπέρ του νόμου μπορεί να ασκήσει, χωρίς διαδικαστικούς περιορισμούς, ο αρμόδιος υπουργός, κατά το άρθρο 53 παρ. 5 του ΠΔ 18/1989.
Επιπλέον, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να ασκηθεί από τον έχοντα έννομο συμφέρον εντός προθεσμίας 60 ημερών (90 ημερών για τους διαμένοντες στο εξωτερικό), εκτός εάν προβλέπονται νομοθετικά ειδικότερες προθεσμίες. Διακοπή και αναστολή της προθεσμίας δεν προβλέπεται, ενώ σε αίτηση αναιρέσεως υπόκεινται, κατά κανόνα, μόνο οι οριστικές και τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων επί διοικητικών διαφορών ουσίας.
Προκειμένου ο διοικούμενος να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως, είναι αναγκαίο, ακόμη, να συντρέχουν οι περιοριστικά αναφερόμενοι λόγοι του άρθρου 56 ΠΔ 18/1989. Ένας λόγος είναι η υπέρβαση καθήκοντος, η οποία σημαίνει την υπέρβαση δικαιοδοσίας κάθε υφής ή την καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Επιπρόσθετοι λόγοι είναι η μη νόμιμη συγκρότηση ή κακή σύνθεση του δικαστηρίου, η παράβαση ουσιώδους τύπου της δικαστικής απόφασης, όπως για παράδειγμα η ελαττωματική αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελής εφαρμογή του νόμου που διέπει την επίδικη σχέση. Τέλος, λόγο αναίρεσης συνιστά και η ύπαρξη δύο ή περισσότερων τελεσίδικων αποφάσεων που είναι αντιφατικές μεταξύ τους στην ίδια υπόθεση με τους ίδιους διαδίκους, συντρέχει, δηλαδή, παράβαση δεδικασμένου. Οπωσδήποτε, πάντως, ο αιτών την αναίρεση πρέπει να αναφέρει συγκεκριμένους λόγους που να προσάπτουν συγκεκριμένη νομική πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση.
Εν κατακλείδι, αντιλαμβανόμαστε ότι η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο και σημαντικό εργαλείο στα χέρια τόσο του διοικουμένου όσο και του νομοθέτη. Δεδομένου ότι πραγματοποιείται μόνο για τον έλεγχο νομικής ορθότητας μιας δικαστικής απόφασης, μπορούμε να καταλήξουμε αναμφίβολα στο συμπέρασμα ότι αποκλειστικός σκοπός της είναι η ενότητα της νομολογίας και η ασφάλεια δικαίου, «αξίες» απαραίτητες για την ορθή λειτουργία ενός δικαιϊκού συστήματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Π. Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη
- Π. Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018