Του Ραφαήλ – Νικόλαου Μπελενιώτη,
«Ήταν αξιοσημείωτο το γεγονός ότι πολλοί άνδρες που είχαν δουλέψει πιστά για την τήρηση των νόμων, συνειδητοποίησαν αργότερα ότι έχουν εξαπατηθεί από τον ίδιο τον νόμο και τους θεσπιστές του. Στο τέλος όλοι κατέληγαν με την φράση «και τι νόημα έχει;» Ήταν τέτοιου είδους οι συμπεριφορές τους (…) που ήταν όλοι κύριοι υπεύθυνοι για την ανομία που επικράτησε αργότερα. Αυτή η απογοήτευση πήρε πολλές μορφές βαθμιαία, ώσπου στο τέλος διαποτίστηκε όλη η Δύση από αυτήν.»
Το παραπάνω απόσπασμα δεν ανήκει σε κάποιον μελετητή των κοινωνικών σχέσεων της Άγριας Δύσης του 19ου αιώνα. Τα παραπάνω, θυμωμένα κάπως, ίσως περισσότερο πικραμένα λόγια ανήκουν στον «ψηλό» της πιο διαβόητης παρέας κακούργων και κλεφτών, η οποία αποτελούσε το μόνιμο πρόβλημα των Σερίφηδων της Νότιας Αμερικής και τον πονοκέφαλο του μοναχικού καουμπόι των κινουμένων σχεδίων, Λούκι Λουκ.
Σίγουρα, όλοι μας θυμόμαστε τους θρυλικούς Ντάλτον. Εκείνους τους κωμικούς εγκληματίες των κόμικς και της παιδικής τηλεόρασης, που περπατούσαν πάντα κατά ύψος, από τον πιο ψηλό στον πιο κοντό, ντυμένοι στις κιτρινόμαυρες φόρμες της φυλακής και που μονίμως σκάρωναν μια τέλεια ληστεία, όμως πάντα κάτι στράβωνε και συνήθως χάρη στις γκάφες του ψηλού, του Άβερελ, μας χάριζαν άφθονο γέλιο, πέφτοντας στα χέρια του μοναχικού καουμπόι, Λούκι Λουκ και από εκεί στη φυλακή.
Οι Ντάλτον υπήρξαν αληθινά πρόσωπα και όχι ένα ρομαντικό ή κωμικό κατασκεύασμα. Απέκτησαν όντως και μια διαβόητη φήμη ληστών και κακοποιών της άγριας αμερικάνικης Δύσης, οι οποίοι και έδρασαν από το 1890 μέχρι το 1892. Πόσοι, όμως, γνωρίζουμε τι πραγματικά κρύβεται πίσω από την ιστορία των Ντάλτον; Πόσοι από εμάς διαβάσαμε ποτέ την ιστορία των αδελφών εκείνων που ξεκίνησαν ως άτεγκτοι εκπρόσωποι του νόμου, για να καταλήξουν σχεδόν μια από τις πιο μυθικές συμμορίες ληστών της εποχής;
Το βιβλίο Οι Αδελφοί Ντάλτον, γραμμένο από τον Emmett Dalton, το 1918, κυκλοφορεί από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή σε μετάφραση του Βάιου Μπακαλούδη και πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά γράμματα μόλις τον Ιούνιο του 2012. Έκτοτε επανεκδίδεται συχνά και αποτελεί για πολλούς ένα πρωτόγνωρο και ενδιαφέρον ανάγνωσμα, μια πρώτη γνωριμία με μια εποχή, αλλά και με μια «παρέα» θρυλικών ληστών, που όλοι μας γνωρίσαμε είτε μέσα από τις υπερβολές και τις μυθοπλασίες των Western του Hollywood είτε μέσα από τις κωμικές παραχαράξεις των κινούμενων σχεδίων της παιδικής μας ηλικίας.
Τα αδέλφια Dalton, ο Frank, ο Bob, ο Grat και φυσικά ο Emmett είναι οι αληθινοί πρωταγωνιστές. Δεν γεννήθηκαν, φυσικά, παράνομοι. Μάλιστα, οι περισσότεροι, στην αρχή της καριέρας τους, είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στο σώμα του νόμου. Ευελπιστούσαν να επιβάλουν τον νόμο και το δίκαιο σε μια εποχή όμως πολύ πιο διεφθαρμένη και ανήθικη από όσο πιστεύουμε και από όσο μάλλον πίστευαν και οι ίδιοι. Ξεκίνησαν ως τιμωροί και ως το μακρύ χέρι του νόμου, όπως θα λέγαμε σήμερα, όμως ήταν το σώμα του συστήματος εκείνο που τους ανάγκασε τελικά να βγουν στην παρανομία.
Η μαρτυρία του Emmett γράφτηκε μετά την αποφυλάκισή του. Όπως και τα υπόλοιπα αδέλφια του, έτσι και αυτός πέρασε στην παρανομία, όταν το δίκαιο του ισχυρού επικράτησε. Στην αρχή της αφήγησής του, ο συγγραφέας μάς εξηγεί με απλά λόγια, πως οι αδελφοί Ντάλτον κατηγορήθηκαν, ότι διέπραξαν μια ληστεία εις βάρος μιας ιδιωτικής ταχυδρομικής εταιρείας, που όμως δεν είχαν διαπράξει ποτέ και πως έκτοτε η φήμη των κακούργων ληστών, προηγείτο όπου και αν πήγαιναν. Έκτοτε ο Emmett μαζί με τα αδέλφια του μάς εξιστορεί, πως συμμετείχε σε μια σειρά από κινηματογραφικές ληστείες τρένων της εποχής, ως πράξη αντεκδίκησης απέναντι στην ισχυρή εταιρεία και στους διώκτες επιθεωρητές της, αλλά και τέλος πως έλαβε μέρος στην αποτυχημένη ληστεία τραπεζών, το 1892, στο Κάνσας, που έμελλε να είναι και η τελευταία παράνομη, σκηνική σχεδόν πράξη, για τη διαβόητη συμμορία. Σε όλη την ταραχώδη και εγκληματική ζωή τους, ο αναγνώστης θα καταλάβει, πως κυριαρχεί τόσο ένα ιδιότυπο αίσθημα τιμής, αλλά και δικαιοσύνης. Μέσα στην τρελή και άγρια ζούγκλα της καουμπόικης Δύσης, ο Emmett μάς παρουσιάζει τους κώδικες τιμής που καθόριζαν τις σχέσεις των παράνομων και που πολλές φορές αντικαθιστούσαν τη δικαιοσύνη, μιας και εκείνη, στην πραγματικότητα, ήταν ανύπαρκτη.
Η τελευταία πράξη του έργου έμελλε να γραφτεί στο Κάνσας, σε μια απόπειρα να ληστέψουν μια τράπεζα στο Κόφευβιλ. Τα μέλη της συμμορίας, που συμμετείχαν στη ληστεία, βρίσκουν τραγικό θάνατο, ύστερα από πολλές ανταλλαγές πυροβολισμών με τους διώκτες τους. Ο Emmett αρκετά λαβωμένος, έχοντας δεχθεί πάρα πολλές σφαίρες, καταφέρνει να επιβιώσει. Οδηγείται στη φυλακή με ψευδείς κατηγορίες. Κατηγορείται για φόνους κατά τη διάρκεια της ληστείας, φόνους που δεν είχε διαπράξει ποτέ. Όπως άλλωστε σημειώνει και ο ίδιος: «Τα αγόρια των Ντάλτον δεν ήταν νταήδες, απατεώνες «ληστές του διαβόλου», καβαλάρηδες που έσπερναν τον φόβο και τον τρόμο από όπου περνούσαν, καίγοντας και λεηλατώντας τα πάντα στο διάβα τους». Η πραγματική αιτία της παράνομης ζωής τους ήταν ένας άνισος πόλεμος συμφερόντων με τις μεγάλες τότε ιδιωτικές εταιρείες. Το τεράστιο αίσθημα της αδικίας τον έκανε αργότερα να προχωρήσει στη συγγραφή του βιβλίου, προκειμένου να πει την αληθινή επιτέλους ιστορία.
Ως φυλακισμένος, ο Emmett υπήρξε ιδιαίτερα έξυπνος και παρατηρητικός. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του, βίωσε και κατανόησε το άθλιο σύστημα σωφρονισμού, αλλά και λειτουργίας των φυλακών και των δικαστηρίων, που επικρατούσε εκείνη την εποχή στη Δύση, με αποτέλεσμα οι φτωχοί και απόκληροι της κοινωνίας να μην διαθέτουν καμία απολύτως τύχη απέναντι στους δυνατούς, όταν και οι δύο προσέφευγαν στη δικαιοσύνη της εποχής.
Η δικαιοσύνη τότε δεν ήταν ένα αγαθό για όλους. Ο συγγραφέας, στο τελευταίο και πιο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, κεφάλαιο της αφήγησής του, αν και με τον φόβο να φανεί εκδικητικός στους αναγνώστες του, φόβο τον οποίο και ομολογεί, εξαπολύει ένα δριμύ «κατηγορώ» στην ακραία ταξική και εν πολλοίς διεφθαρμένη φύση της αμερικάνικης δικαιοσύνης. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Ο Emmett ζει στο πετσί του τη δύναμη που κατείχε μια ιδιωτική εταιρεία της εποχής, την πολιτική επιρροή και τις δυνατότητες να κατηγορήσει αθώους ανθρώπους, ύστερα να τους σύρει ενώπιον του νόμου, που εκείνη ελέγχει με την επιρροή της, και να τους καταστρέψει την ζωή. Γνωρίζοντας, λοιπόν, αυτές τις άνισες σχέσεις εξουσίας από πρώτο χέρι, ο Emmett όσο μπορεί διαβάζει και μαθαίνει τα πάντα γύρω από τη ζωή της φυλακής, μιλάει με συγκρατούμενούς του και καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι στη θεωρία κάποιος είναι αθώος μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του, στην πράξη όμως συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Οι περισσότεροι φυλακισμένοι, σημειώνει, κατέληξαν στην παρανομία λόγω του περιβάλλοντός τους, λόγω της άνισης πάλης, που έδιναν για την επιβίωσή τους. Το πιο αισχρό, δε, φαινόμενο, κατά τη γνώμη του, δεν ήταν άλλο από τα συμβόλαια ανθρώπινου δυναμικού των φυλακών, ένα καθημερινό φαινόμενο στην αμερικάνικη Δύση των τελών του 19ου αιώνα. Οι φυλακές ουσιαστικά δάνειζαν φυλακισμένους σε ιδιώτες, ώστε να δουλεύουν στην επιχείρησή τους, υπό άθλιες συνθήκες και υπό όρους ξεκάθαρης δουλείας, ώσπου οι περισσότεροι κατέληγαν ψυχικά και σωματικά τσακισμένοι, με εσωτερικευμένο μίσος για την κοινωνία, καταντώντας τον σωφρονισμό ένα τσαλακωμένο χαρτί στον κάλαθο των αχρήστων.
Το βιβλίο, γραμμένο σε μια απλή και αρκετά κατανοητή γλώσσα, χωρίς εξεζητημένες λογοτεχνικές περιγραφές και μακροσκελείς κουραστικές διηγήσεις, καταφέρνει να συναρπάσει με τον τρόπο του τους αναγνώστες εκείνους που αναζητούν στις σελίδες του μια αληθινή καταγραφή των συνθηκών ζωής στην εποχή της Άγριας Δύσης, ενώ παράλληλα μέσα από την απλή εξιστόρηση βιωμάτων φωτίζει άγνωστες πτυχές εκείνης της άγριας ζωής. Ο αναγνώστης, φτάνοντας απνευστί στην τελευταία σελίδα, μένει με την εντύπωση, ότι συμμετείχε σε μια ειλικρινή συζήτηση με έναν δικό του άνθρωπο, σε μια εκ βάθους προσωπική εξομολόγηση ενός παράνομου.
Το παράδειγμα των Ντάλτον, μέσα από την κατανοητή και ειλικρινή κατάθεση ψυχής του Emmett, αποτελεί ένα πρώτης τάξεως ανάγνωσμα για όλους εμάς που έχουμε την τύχη να ζούμε στις ευνομούμενες δυτικές σύγχρονες δημοκρατίες του 21ου αιώνα. Σίγουρα, διαβάζοντας το βιβλίο, θα σημειώσουμε αρκετά κοινά με τις σημερινές κοινωνίες, άλλωστε οι εξουσίες σήμερα αποτυγχάνουν ουκ ολίγες φορές να δράσουν με γνώμονα το κοινό καλό, πράγμα που μας κάνει να ομολογήσουμε ότι ο αγώνας για το δίκαιο και το ηθικό είναι αέναος στην ιστορία του ανθρώπου. Σίγουρα, όμως, θα συναντήσουμε και πολλές διαφορές, μιας και η σημερινή εποχή δεν χαρακτηρίζεται από ντεσπεράντος που λύνουν τις διαφορές τους πρώτα τραβώντας το εξάσφαιρο και μετά μιλώντας.
Όποιος, όμως, πραγματικά επιθυμεί να βγάλει τα προσωπικά συμπεράσματα του για την αληθινή ζωή στην Άγρια Δύση του 19ου αιώνα, δεν έχει παρά να διαβάσει την αληθινή και τόσο σαγηνευτική ιστορία του «Ψηλού»! Ένα εκδοτικό διαμάντι του 1918, μοναδικό στο είδος του, που πίσω από τις λέξεις κρύβει πικρές, αλλά διαχρονικές αλήθειες για την τιμή, την ηθική και το δίκαιο μεταξύ των ανθρώπων.