Της Αναστασίας Τράκα,
Είναι ευρύτερα διαδεδομένη η άποψη των ιστορικών ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελεί τη συνέχεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς με την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών επιβλήθηκαν ταπεινωτικοί όροι στη Γερμανία, όπως βαριές πολεμικές αποζημιώσεις, αφαίρεση εδαφών και αποστρατιωτικοποίηση περιοχών.
Η Γερμανία θέλησε να ανατρέψει την ταπεινωτική ήττα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και τη συμφωνία την ίδια. Η δυσαρέσκεια που επικράτησε στη Γερμανία μετά τη Συνθήκη ήταν ιδιαίτερα εμφανής και αυτό διακρίνεται καθαρά στις πολιτικές επιλογές του λαού, με την ευρύτερη υποστήριξη του Ναζιστικού Κόμματος, δίνοντας δηλαδή σε αυτό μια ψήφο διαμαρτυρίας. Διαμαρτυρία δηλαδή για τη διευθέτηση των προβλημάτων που δημιούργησε η Συνθήκη, αλλά και για το γεγονός πως οι νικήτριες Δυνάμεις καταδίκαζαν τη Γερμανία ως τη μοναδική ένοχη χώρα για το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το κλίμα αυτό, μαζί με άλλους παράγοντες, είναι υπεύθυνο για την έναρξη του καταστροφικότερου πολέμου της ανθρωπότητας, γι’ αυτό τα αίτια είναι σύνθετα και πρέπει να συνδυαστούν με την ευρύτερη κατάσταση που επικρατούσε στην Ευρώπη την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Η δυσαρέσκεια αυτή, όπως προαναφέρθηκε, εκφράστηκε μέσω του Εθνικοσοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος του Χίτλερ. Ο ίδιος εκμεταλλεύτηκε την προδοσία και την πολιτική αδυναμία της Γερμανίας για να ακολουθήσει μια επιθετική επεκτατική πολιτική, επιθυμώντας να κερδίσει ξανά η χώρα μια ισχυρότερη θέση στο πολιτικό παιχνίδι της Ευρώπης. Καταπατώντας όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών (π.χ. νόμοι περί υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας) και της συμφωνίας της Κοινωνίας των Εθνών, το 1936 εισέβαλε στη Ρηνανία, η οποία ήταν αποστρατικοποιημένη, χωρίς καμία αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ως ένα από τα σημαντικότερα αίτια μπορεί να θεωρηθεί η πολιτική «κατευνασμού» της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας όχι μόνο απέναντι στη Γερμανία, αλλά και στην Ιαπωνία και την Ιταλία. Η γραμμή αυτή ακολουθήθηκε καθώς καμία δυτική δύναμη δεν ήθελε την επανάληψη των γεγονότων του Μεγάλου Πολέμου (ήταν νωπές εξάλλου οι μνήμες), σε συνδυασμό με την πεποίθηση στους κύκλους των Βρετανών και των Αμερικανών πως η Γερμανία είχε γίνει αντικείμενο κακομεταχείρισης στη Συνθήκη των Βερσαλλιών και πως η δυσαρέσκεια που επικρατούσε ήταν δικαιολογημένη και έπρεπε να λυθεί. Παράλληλα οι Μεγάλες Δυνάμεις, υποστηρίζοντας αντικομμουνιστικές ιδεολογίες, πίστευαν πως η ισχυροποίηση της Γερμανίας οικονομικά και στρατιωτικά θα βοηθούσε στον περιορισμό της εξάπλωσης του κομμουνισμού στη Δύση, ενώ θα λειτουργούσε ουσιαστικά ως ένα τείχος προστασίας.
Άλλο αίτιο της έκρηξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θεωρούνται οι αποτυχημένες απόπειρες διπλωματικής συνεργασίας και η νέα ισορροπία δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Με τη Συμφωνία του Λοκάρνο το 1925 (ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία) και το Σύμφωνο Μπριάν-Κέλογκ ή Σύμφωνο του Παρισίου το 1928 (ανάμεσα στη Γαλλία και τις Η.Π.Α) τέθηκε η τακτική του πολέμου εκτός νόμου και θεωρήθηκε διεθνές έγκλημα. Αξιοσημείωτο στο κομμάτι της διπλωματίας υπήρξε το σύμφωνο μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ για μη επίθεση ή όπως ονομάστηκε Γερμανοσοβιετική Συνθήκη, στις 23 Αυγούστου του 1939. Υπογράφτηκε ανάμεσα στον Μολότοφ και τον Ρίμπεντροπ και προέβλεπε την μη επίθεση μεταξύ των δύο χωρών αλλά και διευθετούσε εδαφικά ζητήματα της περιοχής. Ο Χίτλερ αποφάσισε να υπογράψει μια τέτοια συνθήκη καθώς είχε άμεσες βλέψεις προς την Πολωνία και επιθυμούσε ελευθερία κινήσεων χωρίς να εμπλακεί σε μια ένοπλη σύγκρουση με την Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο αυτή η συμφωνία δεν εφαρμόστηκε, για όσο έπρεπε τουλάχιστον, καθώς λίγο αργότερα η Γερμανία επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ. Η παραβίαση του συμφώνου ήταν αναμενόμενη λόγω των αντικρουόμενων συμφερόντων των δύο χωρών στην περιοχή. Ο Χίτλερ λόγω της παρουσίας του Κόκκινου Στρατού στην περιοχή της Ρουμανίας, φοβήθηκε μια ενδεχόμενη κατάληψη των πετρελαίων από τους ίδιους. Αυτό θα σήμαινε με την σειρά του μια αλλαγή στην ρότα του πολέμου. Επομένως στάθηκε η αφορμή για την επίθεση στην ΕΣΣΔ. Εξάλλου ας μην παραμελούμε και το γεγονός πως ο Χίτλερ εξέφραζε ιδεολογικές διαφορές με τους ίδιους, καθώς θεωρούσε τους Σλάβους κατώτερους της Άριας φυλής και απεχθάνονταν τον κομμουνισμό.
Σχεδόν όλες οι χώρες υπέγραψαν συμφωνίες για ειρηνική και μόνο επίλυση των διενέξεών τους. Επί της ουσίας όμως οι συμφωνίες αυτές έμειναν μόνο στα χαρτιά, καθώς η κάθε μια εξυπηρετούσε τα δικά της συμφέροντα και ήταν απρόθυμες να περιορίσουν την κυριαρχία τους έναντι των αμοιβαίων υποχωρήσεων.
Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε με το Οικονομικό Κραχ του 1929 αποτέλεσε ένα ακόμα αίτιο του πολέμου. Η Γερμανία είχε να αποπληρώσει τις πολεμικές αποζημιώσεις που τις επιβλήθηκαν και ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής της το κατείχε η Γαλλία, με αποτέλεσμα την αύξηση του πληθωρισμού. Η ύφεση αυτή που παρατηρήθηκε ήταν υπεύθυνη αρχικά για την ανάδειξη του ναζιστικού κόμματος στην εξουσία, για την ανάδυση του οικονομικού εθνικισμού και την αύξηση της παραγωγής όπλων, μέσω της οποίας αυξήθηκαν οι θέσεις εργασίας και μειώθηκε η ανεργία. Η αύξηση του πολεμικού εξοπλισμού οδήγησε σε ένα νέο κύμα επιθετικού επεκτατισμού και ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών.
Τέλος, δύο ακόμα αίτια του πολέμου μπορούν να επισημανθούν: η ανάμειξη του Χίτλερ και του Μουσολίνι στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, με την αποστολή στρατευμάτων με στόχο την υποστήριξη του φασιστικού καθεστώτος του Φράνκο έναντι των κομμουνιστών-επαναστατών, αλλά και ο εθνικισμός που επικρατούσε κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη, με τις εθνικές μειονότητες να επιδιώκουν την αυτοδιάθεση τους ήδη πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η γενικότερη αστάθεια των Βαλκανίων ήταν άξια προσοχής, καθώς οι εντάσεις ολοένα και κλιμακώνονταν και οι Μεγάλες Δυνάμεις, λόγω των συμφερόντων στην περιοχή, αναμειγνύονταν στις εσωτερικές υποθέσεις, με αποτέλεσμα την αύξηση του μεταξύ τους ανταγωνισμού.
Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους μας, με την εξάλειψη του πολωνικού διαδρόμου και την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, που σηματοδοτεί την επίσημη έναρξη του πολέμου. Σημαντική μάχη κατά την διάρκεια του 1940-41 αποτέλεσε η Μάχη της Αγγλίας, με τις Βρετανικές δυνάμεις να περνούν, λίγο καιρό πριν, τη Δουνκέρκη (Μάιος 1940). Στο μεταξύ οι γερμανικές δυνάμεις κινήθηκαν προς τα Βαλκάνια θέτοντας υπό τον έλεγχο τους τούς Ρουμάνους, τους Ούγγρους, τους Βουλγάρους και τους Γιουγκοσλάβους, ενώ παράλληλα ενίσχυσαν την προσπάθεια των Ιταλών στην Ελλάδα.
Την άνοιξη του 1940 η Γερμανία εξαπέλυσε στη δυτική Ευρώπη τον λεγόμενο “Blitzkrieg” (πόλεμο – αστραπή), με επιθέσεις κατά του Βελγίου, της Ολλανδίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας. Σύντομα οι Γερμανοί έστρεψαν την προσοχή τους και στην ανατολή. Αφού φρόντισαν για την εδραίωση της κυριαρχίας τους στη Βαλκανική, και παραβιάζοντας το σύμφωνο μη επίθεσης που είχαν υπογράψει με τη Σοβιετική Ένωση στις παραμονές του πολέμου, εξαπέλυσαν εναντίον της τήν «Επιχείρηση Barbarossa» τον Ιούνιο του 1941.
Εν κατακλείδι, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν αναπόφευκτος λόγω των ζητημάτων του Μεσοπολέμου που έπρεπε να επιλυθούν. Αφού τα διακρατικά θέματα δεν επιλύθηκαν με ειρηνικά μέσα, η μόνη οδός ήταν η ένοπλη σύγκρουση. Επομένως οι εξελίξεις αυτές έδωσαν το έναυσμα για την έκρηξη του πολέμου. Πολλοί είναι οι ιστορικοί που θεωρούν ότι ο πόλεμος δεν τελειώνει με την ήττα των Συμμάχων του Άξονα αλλά με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Beevor, Antony (2013) The Second World War. Phoenix.
- Gilbert, Martin (1995) The Second World War: A complete history.
- Joll, James, (2006) Η Ευρώπη 1870-1970, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Βάνιας.
- Burns, E.M (2006) Ευρωπαϊκή ιστορία – ο δυτικός πολιτισμός, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Επίκεντρο.
- Reymond Cartie (1964) Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Αθήνα: Εκδ. Πάπυρος