Της Αναστασίας Τσερμενίδου,
«Το όνομά μου είναι Σαμ», ένα τρυφερό δράμα παραγωγής του 2001, που απέσπασε τόσο θετικές όσο και αρνητικές κριτικές. Δίχασε το κοινό ως προς τη σκηνοθεσία και ίσως το σενάριο (καθώς υποστηρίχτηκε από πολλούς πως ήταν κοινότυπο), παρ’ όλα αυτά, αποτελεί μια κλασσική ταινία που, προσωπικά, την συνιστώ ανεπιφύλακτα. Η ταινία σκηνοθετήθηκε από την Jesy Nelson και το σενάριο υπογράφουν η τελευταία σε συνεργασία με την Kirsten Johnson. Πρωταγωνιστούν ο μοναδικός Sean Penn, η Michelle Pfeiffer και η Dakota Fanning. Η τελευταία, μάλιστα, έκανε το ντεμπούτο της με αυτή την ταινία σε ηλικία μόλις εφτά ετών, ενώ, παράλληλα, έλαβε και βραβεία για την συμμετοχή και την ερμηνεία της.
Ο Sam είναι ένας άνδρας με νευροαναπτυξιακή διαταραχή, ο οποίος είναι μπαμπάς και μεγαλώνει μόνος του την κόρη του Lucy, η οποία έχει εγκαταλειφθεί από τη μητέρα της. Παρά τη διαταραχή του, ο Sam είναι ένας τρυφερός πατέρας που προσφέρει στην κόρη του ολότελα ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη και θαλπωρή. Ωστόσο, τα προβλήματα δεν αργούν να εμφανιστούν, όταν η μονάκριβη κόρη του Sam αναπτύσσεται σε τέτοιο βαθμό πνευματικά, ώστε να ξεπερνά τις διανοητικές ικανότητες του Sam. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι οι συμμαθητές της μικρής Lucy να την κοροϊδεύουν και να την χλευάζουν. Όλη αυτή η συγκυρία οδηγεί στην εμφάνιση μιας κοινωνικής λειτουργού, η οποία επισκέπτεται το σπίτι του Sam και παίρνει μαζί της τη Lucy, επιτρέποντας στον πρώτο να την επισκέπτεται μόλις δύο φορές την εβδομάδα. Στην απόγνωση του, ο Sam προσεγγίζει μια δυναμική δικηγόρο, την Rita, προκειμένου να διεκδικήσει πίσω την κηδεμονία της κόρης του. Η Rita δέχεται αφιλοκερδώς την υπόθεση, με σκοπό να αποδείξει στους συναδέλφους της ότι δεν είναι πράγματι μια άκαρδη δικηγόρος. Μέσα από αυτή την πλοκή αναδεικνύονται χαρακτήρες, οικογενειακές καταστάσεις και ηθικά διλήμματα.
Η ταινία αυτή με κέρδισε προσωπικά, καθώς γεννά έναν γόνιμο προβληματισμό. Μέσα στην ταινία ανευρίσκει κανείς τη δυναμική γυναικεία φιγούρα. Εκείνη η γυναίκα που έχει μοχθήσει για να μπορέσει να επιβληθεί ως εργαζόμενη σε έναν άκρως ανταγωνιστικό χώρο, όπως είναι αυτός της δικηγορίας. Μέσα σε όλη αυτή, λοιπόν, την εργασιακή πάλη, εκ των πραγμάτων χάνεται η οικογενειακή της ισορροπία, καθώς η σχέση με τον γιο της είναι τεταμένη και η συζυγική της σχέση καταλήγει σε μια συμβατική νόρμα που απλώς «βολεύει» και διευκολύνει την Rita να αναδειχτεί στο επάγγελμά της. Το σημαντικό δε σε αυτή την ταινία είναι πως ο Sam γίνεται η αφορμή, ώστε να αφυπνιστεί η σπουδαία δικηγόρος Rita και να ξεκινήσει να παίρνει πίσω στα χέρια της τη ζωή της. Συγκεκριμένα, πλησιάζει και προσεγγίζει τον γιο της και ενθαρρύνεται να εγκαταλείψει τον σύζυγο της, ο οποίος ως μη υποστηρικτικός σύζυγος την απατά. Το ενδιαφέρον, που παρουσιάζεται μέσα από το δρώμενο, είναι πως πράγματι ένας atypical άνθρωπος έρχεται να χτυπήσει καμπανάκια σε έναν typical άνθρωπο κόντρα στα πανάκεια την κοινωνίας των ατόμων τυπικής ανάπτυξης.
Ένα ταμπού που συστήνει επίσης η ταινία, είναι αυτό της δημιουργίας μιας οικογένειας από έναν άνθρωπο με νευροαναπτυξιακή διαταραχή. Ταμπού που μέχρι και σήμερα δεν έχει «σπάσει», ούτε αποδυναμωθεί. Βέβαια, πρόκειται για ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα που απαιτεί προσοχή και συζήτηση και σίγουρα δεν είναι του παρόντος. Η ταινία, λοιπόν, δανείζεται αυτή την πιθανή κατάσταση και καλεί τον θεατή να προβληματιστεί. Το κοινό παρακολουθεί τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η οικογένεια του Sam και συμπάσχει μαζί του. Βλέπει έναν στοργικό και παραδειγματικό πατέρα, που, όμως, αλλάζει ρόλο με το παιδί. Βλέπουμε τη μικρή Lucy να γίνεται γονιός και ενήλικας και τον Sam από την άλλη να λαμβάνει τη θέση ενός παιδιού. Προσωπικά, παρατηρώ και το εξής «αξιοπερίεργο»: μια μάνα «κανονική» που εγκαταλείπει το παιδί της, έχοντας επίγνωση των συνεπειών της πράξης της και έναν «ατυπικό» πατέρα να προσφέρει αυτή την πολυπόθητη αγάπη και φροντίδα, που αξίζει κάθε παιδί. Τραγική ειρωνεία ε;
Ένα ακόμη σημείο που κίνησε το ενδιαφέρον είναι αυτό το εντελώς ρεαλιστικό “happy ending”. H Lucy θα μεγαλώσει με τον πολυαγαπημένο της πατέρα, μαζί, όμως, με τη βοήθεια της ανάδοχης οικογένειας που σκόπευε να υιοθετήσει το μικρό κορίτσι. Η αποφυγή εκ μέρους του σκηνοθέτη αυτού του κλισέ και γλυκανάλατου φινάλε, σίγουρα κερδίζει την εκτίμηση του θεατή.
Συνοψίζοντας, πρόκειται για συγκινητικό δράμα, με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, με εξαιρετικές ερμηνείες και ηθικά διλήμματα. Τι είναι δίκαιο και σωστό να συμβεί από τη μια, τι είναι άδικο και λάθος από την άλλη; Τι είναι αυτό που σε τοποθετεί πράγματι στην κατηγορία ενός σωστού και υπεύθυνου γονέα; Λεπτές οι γραμμές και ασαφή τα όρια. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια ωραία ταινία στην ουσία της, που αν μη τι άλλο αξίζει ένα κλικ στο κουμπί της προβολής. Καλή διασκέδαση!