Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,
Στο παρόν άρθρο, θα παρουσιαστούν συνοπτικά δύο αποφάσεις των Ανωτάτων Ακυρωτικών δικαστηρίων της χώρας, οι οποίες εξεδόθησαν κατόπιν ασκήσεως των απαιτουμένων ενδίκων μέσων, αναλόγως τη δικαιοδοσία. Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για τις εξής αποφάσεις:
ΣτΕ Ολομ. 49/2021
Στην παρούσα απόφαση, ασκήθηκε το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως του άρθρου 46 του Π.Δ. 18/1989 κατά δύο αποφάσεων -με τη δεύτερη εκδοθείσα ως ορθή επανάληψη της πρώτης- του Υπουργού Δικαιοσύνης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας συνεδρίασε, μάλιστα, για την εν λόγω αίτηση συγκροτημένο σε μείζονα ολομέλεια, ένεκα της σπουδαιότητάς της. Εν προκειμένω, κρίθηκε ότι η απόφαση με την οποία ο Υπουργός Δικαιοσύνης διατάσσει την έκδοση αλλοδαπού υπηκόου, καθώς και η απόφαση, με την οποία καθορίζεται η σειρά προτεραιότητας μεταξύ των κρατών στα οποία θα παραδοθεί ο εκζητούμενος, σε περίπτωση συρροής αιτήσεων, αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, προσβαλλόμενες με αίτηση ακυρώσεως κατά το Π.Δ. 18/1989. Με βάση μάλιστα την υπ’ αριθμόν 4 σκέψη, το Δικαστήριο αναγνωρίζει την ratio της έκδοσης, από ένα Κράτος σε έτερο Κράτος, προσώπου ευρισκομένου στο έδαφος του πρώτου και καταζητούμενου από τις αρχές του άλλου Κράτους, προκειμένου να ασκηθεί δίωξη για εγκληματική πράξη ή να εκτιθεί ποινή ή να εφαρμοσθεί μέτρο ασφαλείας, αποβλέπει δε στη διεθνή συνεργασία των Κρατών επί του ποινικού πεδίου, προκειμένου να καταπολεμηθεί το έγκλημα.
Το Κράτος, μάλιστα, που ζητά την έκδοση, έχει ιδιαίτερο συμφέρον για την παραβίαση του ποινικού νόμου, και φέρει κατά τεκμήριο στη «φαρέτρα» του ευχερέστερα τα σχετικά μέσα απόδειξης για την όσο το δυνατόν πληρέστερη δίωξη του διαπραχθέντος εγκλήματος. Αν μεν τα δικαστικά όργανα γνωμοδοτήσουν αμετακλήτως κατά της εκδόσεως, η διαδικασία τερματίζεται, ενώ, εάν γνωμοδοτήσουν υπέρ, ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί είτε να διατάξει την έκδοση του εκζητουμένου είτε να απορρίψει το αίτημα των αλλοδαπών αρχών. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εφόσον αποφασίσει τελικώς την έκδοση του εκζητουμένου, καθορίζει, κατ’ ευρύτατη διακριτική ευχέρεια, τη σειρά προτεραιότητας μεταξύ των Κρατών, στα οποία θα εκδοθεί αυτός, σε περίπτωση συρροής αιτήσεων εκδόσεως υποβαλλομένων από τρίτη χώρα με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για πρόσωπο διωκόμενο στα εκζητούντα Κράτη για διαφορετικά εγκλήματα. Η ανάληψη ή μη της υποχρεώσεως εκ μέρους ενός από τα εκζητούντα Κράτη να επανεκδώσει τον εκζητούμενο για τα υπόλοιπα εγκλήματα, είναι ικανή να ασκήσει αποφασιστική επιρροή στην αρμοδιότητα του Υπουργού. Στην σκέψη 13, το Δικαστήριο απεφάνθη πως ειδικώς δε επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού υπηκόου απαραδέκτως προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως αναγόμενοι σε ζητήματα επί των οποίων έκριναν τα αρμόδια δικαστικά όργανα, κατόπιν γνωμοδοτήσεως των οποίων εκδόθηκε η υπουργική αυτή απόφαση και, γενικότερα, λόγοι ακυρώσεως αναγόμενοι σε ζητήματα, η κρίση επί των οποίων έχει ανατεθεί κατά νόμο στα εν λόγω δικαστικά όργανα, ενώπιον των οποίων ο εκζητούμενος έχει, άλλωστε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το δικαίωμα να παραστεί και να προβάλει κάθε συναφή με τα ζητήματα αυτά ισχυρισμό.
Αντιθέτως, ερευνώνται μόνον λόγοι ακυρώσεως αναφερόμενοι σε ίδια και αυτοτελή ελαττώματα της αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης με την οποία διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού υπηκόου. Επομένως, κρίθηκε πως στην προσβαλλομένη απόφαση, για τον καθορισμό της σειράς των εκζητούντων την έκδοση Κρατών τηρήθηκαν τόσο οι διεθνείς συμβάσεις όσο και το κοινοτικό πλαίσιο περί του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Εν τέλει, δεν παραβιάστηκε το άρθρο 8§2 της Ε.Σ.Δ.Α., επειδή ναι μεν θα υφίστατο επέμβαση στην οικογενειακή ζωή, ωστόσο, συντρέχουν λόγοι που δεν καθιστούν την επέμβαση αυτή από μόνη της αποφασιστική, ώστε να τεθεί αυτή υπεράνω του διεθνούς δημοσίου συμφέροντος της καταπολεμήσεως του εγκλήματος, που θα επιτευχθεί μέσω της διαδοχικής έκδοσης στα μνημονευόμενα στην προσβαλλομένη απόφαση Κράτη. Για όλα αυτά, αλλά και τις συνολικώς εκτεθείσες στην σχετική απόφαση 43 σκέψεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν μελέτης και του σχετικού φακέλου, απέρριψε την σχετική αίτηση ακυρώσεως και δεν ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη.
Α.Π. Ολομ. Ποιν. 2/2021
Η εν λόγω απόφαση εισήχθη στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, λόγω λήψης της απόφασης με πλειοψηφία μιας ψήφου, σύμφωνα με τις κείμενες νομοθετικές διατάξεις. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης στην υπ’ αριθμόν 944/2017 απόφασή του είχε κηρύξει τον αναιρεσείοντα ένοχο σε δεύτερο βαθμό, αναγνωρίζοντάς του τα ελαφρυντικά του πρότερου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μεταμελείας, για τις αξιόποινες πράξεις: α) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ` εξακολούθηση, κατ` επάγγελμα και κατά συνήθεια με ιδιαίτερα τεχνάσματα, με συνολικό όφελος και ζημία που προκλήθηκε σε βάρος του νομικού προσώπου Ελληνικής Τράπεζας υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 ευρώ, β) της υπεξαίρεσης κατ` εξακολούθηση από εντολοδόχο, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το συνολικό ποσό της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και γ) της πλαστογραφίας με χρήση κατ` εξακολούθηση, κατ` επάγγελμα και κατά συνήθεια, με σκοπούμενο συνολικό όφελος και ζημία σε βάρος του νομικού προσώπου Ελληνικής Τράπεζας υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 ευρώ -προσδιοριζόμενες πράξεις σε πλείστες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και ειδικών Ποινικών Νόμων- επιβάλλοντας σ` αυτόν συνολική ποινή κάθειρξης δεκαέξι (16) ετών. Ο αναιρεσείων, ασκώντας το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναίρεσεως ενώπιον του Ανωτάτου Ποινικού Ακυρωτικού προσέβαλε την δευτεροβάθμια απόφαση του Πενταμελούς, αποδίδοντας σε αυτήν απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω μη τήρησης των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου.
Πιο συγκεκριμένα, για την απόλυτη ακυρότητα, θεμέλιο αποτέλεσε η νοηματική αλληλουχία των διατάξεων του άρθρου 366 παρ.2 του ΚΠοινΔ (Π.Δ. 258/1986), που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης των επίδικων πράξεων και δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου ολόκληρης της απολογίας του, που έγινε κατά την ανάκριση. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου ολόκληρης της απολογίας του κατηγορουμένου, που έδωσε κατά τη διενέργεια της κύριας ανάκρισης, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ.δ’ του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Ο συνδυασμός δε των διατάξεων των άρθρων 31, 105 και 223 παρ.4 του ίδιου ως άνω Κώδικα, προβλέπει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της κατάθεσής του, που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή της ένορκης ή χωρίς όρκο κατάθεσής του, που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Μάλιστα, ο Άρειος Πάγος στην εν λόγω απόφαση, αποφαίνεται πως παραβίαση της αρχής της μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου επέρχεται μόνο με την κατά τον προαναφερόμενο τρόπο αξιοποίηση αποδεικτικώς, εκ μέρους του δικαστηρίου, των ως άνω εγγράφων (απολογίας και μαρτυρικών αυτού καταθέσεων).
Δεν θεμελιώνεται παραβίαση εντούτοις με την αξιοποίηση α) του υποβληθέντος από τον ίδιο, αμέσως μετά την προφορική του απολογία κατά την ανάκριση, απολογητικού υπομνήματος, διότι το υπόμνημα αυτό αποτελεί τμήμα αυτής (απολογίας), υποβάλλεται από αυτόν με την θέλησή του και προς υπεράσπισή του, δεν εξαναγκάζεται προς τούτο και δεν περιέχει επιβαρυντικά στοιχεία σε σχέση με τα επίδικα αδικήματα και β) του υποβληθέντος από τον ίδιο υπομνήματος εγγράφων εξηγήσεων κατά τη διάρκεια προανακριτικής εξέτασης, διότι το υπόμνημα αυτό υποβάλλεται από αυτόν με τη θέλησή του και προς υπεράσπισή του, δεν εξαναγκάζεται προς τούτο και δεν περιέχει επιβαρυντικά στοιχεία σε σχέση με τα επίδικα αδικήματα. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις αυτές, με την ανάγνωση και τη λήψη υπόψη για τη διαμόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου των μη περιεχόντων επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο στοιχεία ως άνω εγγράφων, δεν επέρχεται παραβίαση του δικαιώματός του περί μη αυτοενοχοποίησης ούτε παραβίαση οποιουδήποτε υπερασπιστικού δικαιώματος, αφού η αξιολόγησή τους δεν γίνεται σε βάρος του και, έτσι, δεν προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό, ο Άρειος Πάγος απέρριψε τον προβαλλόμενο, εν προκειμένω, λόγο αναίρεσης και παρέπεμψε την υπόθεση για την αυτεπάγγελτη εφαρμογή των ευμενεστέρων για τον αναιρεσείοντα διατάξεων του Νέου Ποινικού Κώδικα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Πλήρη κείμενα αποφάσεων: Nomos Intrasoft – Νομική Βάση Δεδομένων