Της Σοφίας Πεχλιβανίδου,
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου τα κουνούπια με λάτρευαν. Εγώ, αντιθέτως, τα μισούσα. Μάλιστα, μεγαλώνοντας πιάνω συχνά τον εαυτό μου να λέει σε συζητήσεις με φίλους ότι εξελικτικά θα έπρεπε η φύση να προβλέψει έναν τρόπο να εκλείψουν ως είδος, να υπάρξει ένα άλλο είδος, ένα πλάσμα που δεν θα τρέφεται με αίμα, δεν θα μεταδίδει ασθένειες, δεν θα δημιουργεί προβλήματα γενικά, χωρίς βέβαια να προκληθεί πρόβλημα στην ισορροπία του οικοσυστήματος. Αλλά αυτό, μάλλον, θα καθυστερήσει πολύ να συμβεί και ίσως δεν συμβεί ποτέ, γιατί όση Βιολογία κι αν διαβάσω δεν θα εισακουστούν οι προτάσεις μου περί τροποποίησης της τροφικής αλυσίδας. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι μια ραδιοφωνική παράσταση με τίτλο «Το κουνούπι» θα μου κινούσε την περιέργεια από τον τίτλο της και μόνο, ώστε να την παρακολουθήσω και να δω τι ρόλο μπορεί να έχει ένα κουνούπι σε ένα θεατρικό κείμενο.
Σε κείμενο της Ζέτης Φίτσιου και σκηνοθεσία του Ανδρέα Φλουράκη, «το Κουνούπι» αποτελεί τη δεύτερη ραδιοφωνική παραγωγή, με πρωταγωνιστές την Μυρτώ Αλικάκη και τον Νίκο Ψαρρά, μετά την επιτυχημένη παράσταση «το Πάτωμα», που διατίθεται δωρεάν στο κοινό μέσω της διαδικτυακής πύλης https://iroes.art/ και ομολογουμένως είναι μια ευχάριστη χιουμοριστική «έκπληξη», που καταφέρνει, ωστόσο, να θίξει ζητήματα βαθιά κοινωνικά για τον σύγχρονο τρόπο ζωής, τις ανθρώπινες σχέσεις και τον τρόπο με τον οποίο αυτές δοκιμάζονται, όταν οι σχετιζόμενοι επιτρέπουν στην ανία της καθημερινότητας να εισχωρήσει μέσα τους, απομακρύνοντάς τους από τον πραγματικό τους προορισμό: την επικοινωνία.
Σε 40 λεπτά περίπου ακούμε τους δύο πρωταγωνιστές, το ζευγάρι της Έλλης (Μυρτώ Αλικάκη) και του Αιμίλιου (Νίκος Ψαρράς) να ξεδιπλώνουν την ιστορία της ζωής τους, αντιλαμβανόμενοι τα λάθη τους, τις παραλείψεις τους, τη φθορά, τη ρουτίνα, την ακινησία, που οι ίδιοι επέτρεψαν να δημιουργηθεί ανάμεσά τους και όλα αυτά επειδή βρέθηκε στο δωμάτιο που κοιμόντουσαν για καιρό…ένα μικρό, μαύρο και ασήμαντο -μα ταυτόχρονα τόσο σημαντικό- κουνούπι! Ένα ακραία ενοχλητικό κουνούπι γίνεται η αιτία αφύπνισης. Ο ενοχλητικός του ήχος, το «ζζζζζζζ», που τόσο βασανιστικά μπορεί να χαλάσει τον ύπνο του καθενός μας, είναι εκείνο που αναλαμβάνει δράση, ώστε το ζευγάρι να συναντηθεί ξανά με τρόπο που είχε ξεχάσει ότι υπάρχει. Οι δύο πρωταγωνιστές στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν από το κουνούπι εφευρίσκουν τρόπους να συνεργάζονται και τελικά επικοινωνούν, ώστε να αντιμετωπίσουν μαζί την παρουσία του φαινομενικού τους εχθρού, που τους διατάραξε τον βαθύ και γαλήνιο ύπνο τους, φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με την αλήθεια, την οποία το σκοτάδι του κλειστού τους δωματίου δεν τους επέτρεπε να δουν για καιρό.
Το «Κουνούπι» αποτελεί ένα έργο γεμάτο συμβολισμούς, συμπυκνώνει σε μια σύντομη ραδιοφωνική παραγωγή αλήθειες και ψέματα των ανθρώπων και των σχέσεων, ξεσκεπάζει και βροντοφωνάζει ότι η επικοινωνία δεν είναι καταδικασμένη να χαθεί, αλλά οι εμπλεκόμενοι στη σχέση την ξεχνούν, κάνουν ότι δεν την βλέπουν, ότι κάπως, κάπου χάθηκε στη διαδρομή, κάποιος φταίει εκτός από τους ίδιους, μια δύναμη οδηγεί τις σχέσεις στην διάλυση και αυτό, τελικά, αποτελεί την μεγαλύτερη κοινωνική αυταπάτη της εποχής μας: η ψευδαίσθηση ότι για να διατηρηθεί ο έρωτας, η έλξη, η μαγεία και το ενδιαφέρον δεν χρειάζεται κανείς να προσπαθεί και ότι έτσι συμβαίνει πάντα. Ο έρωτας χάνεται κάπου στους δρόμους των μεγάλων πόλεων, σε ένα σημείωμα που θα μπορούσε να γράφει «Σε νοιάζομαι» που δεν γράφτηκε ποτέ, γιατί αυτός ή αυτή που επρόκειτο να το γράψει το λησμόνησε μέσα στο άγχος, τον εκνευρισμό, την υπνηλία, την αίσθηση ότι τίποτα δεν έχει νόημα παρά μόνο η ησυχία.
Το κουνούπι μας ξυπνάει τις νύχτες του καλοκαιριού, πλησιάζοντας στο αυτί μας με το ενοχλητικό του «ζζζζζζζζζ», αλλά τελικά ένα κουνούπι χρειαζόμαστε πάντα να μας υπενθυμίζει ότι είμαστε εδώ και θα έπρεπε αυτό το «ζ» του κουνουπιού να το κάνουμε «Ζ» της ζωής που χάνουμε καθημερινά, θεωρώντας ότι έτσι είναι να ζεις, να έχεις ησυχία (πόσο βαρετή λέξη ε; ), να μην σε ενοχλεί κανείς, να μην ενοχλείς κανέναν, να κοιτάς τον εαυτό σου, να μην διαταράσσεις την ησυχία σου για κανέναν, να κοιμάσαι χωρίς να ξεκουράζεσαι, να κοιμάσαι με ανοιχτά μάτια, να κοιμάσαι βαθιά και συνεχόμενα.
Είναι, όντως, ενοχλητικός αυτός ο ήχος του κουνουπιού. Είναι εξίσου ενοχλητικά και τα τσιμπήματα και η φαγούρα που μας προκαλούν, όταν μας χαλούν τον ύπνο. Όμως, το κουνούπι της Ζέτης Φίτσιου είναι κάτι άλλο. Είναι εκείνο το μικρό, ανεπαίσθητο «τσίμπημα» που χρειαζόμαστε ως μονάδες και ως κοινωνία για να μας θυμίσει ότι μπορούμε να βρούμε εκεί έξω κάτι καλύτερο, κάτι διαφορετικό και ότι καμιά φορά αυτό το καλύτερο και διαφορετικό είναι ακριβώς δίπλα μας, αλλά αν είναι σκοτεινά, δεν μπορούμε να το δούμε και το προσπερνάμε, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει.
Το κουνούπι, κάθε «κουνούπι» που εμφανίζεται και μας χαλάει τον «ύπνο» μπορεί να γίνει η αφορμή για να βγούμε έξω, να δούμε κατάματα το φως, να βρούμε κι άλλους ανθρώπους ενοχλημένους από κουνούπια, να δούμε ότι τελικά δεν είναι τόσο δύσκολη η επικοινωνία, ούτε οι σχέσεις. Αρκεί να μπορούμε να εκτιμήσουμε την παρουσία του κουνουπιού, γιατί η Έλλη και ο Αιμίλιος προσπάθησαν πολύ να το σκοτώσουν, να το απομακρύνουν με κάθε τρόπο, να διασφαλίσουν ότι δεν θα τους αναγκάσει να βγουν από τον βολικό τους λήθαργο. Και αν το καλοσκεφτείς, η κοινωνία μας κάπως έτσι συμπεριφέρεται στα «κουνούπια» πάσης φύσεως. Τα αποδυναμώνει. Κι αν δεν μπορεί να τα αποδυναμώσει, τα σκοτώνει. Ίσως από φόβο, ίσως από αμηχανία απέναντι σε ό,τι μοιάζει μη συμβατό με τις αξίες της. Η κοινωνία σκοτώνει αυτό που της χρειάζεται περισσότερο: την αφύπνιση. Και πόσα «κουνούπια», αλήθεια, θα θυσιαστούν για εμάς μέχρι να πάρουμε την απόφαση να ανοίξουμε τα παράθυρα, να βγούμε έξω, χωρίς να φοβόμαστε οποιοδήποτε «τσίμπημα»;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η παράσταση εξακολουθεί να διατίθεται δωρεάν εδώ.