Της Μαρίας – Ελένης Κασαπάκη,
Με την έλευση του Όθωνα στην Ελλάδα το 1833, σηματοδοτήθηκε η έναρξη της προσπάθειας δημιουργίας ενός ενιαίου εθνικού κράτους με συγκεντρωτική δομή, το οποίο επρόκειτο να απαλλαγεί από τον ισχυρό προυχοντισμό και τοπικισμό. Η διαδικασία αυτή ήταν εξαιρετικά δύσκολη, καθώς η τοπική ολιγαρχία είχε αποκτήσει ερείσματα σε ολόκληρη τη χώρα από την εποχή της Ύστερης Τουρκοκρατίας, μέσω της παραχώρησης προνομίων από την Πύλη. Για να καταφέρει λοιπόν να εδραιωθεί η νέα εξουσία, οι Μεγάλες Δυνάμεις θεώρησαν ότι έπρεπε να στηριχθεί στην δυναμική παρουσία του στρατιωτικού στοιχείου. Γι’ αυτό τον λόγο, ο νεαρός Όθωνας και η Αντιβασιλεία κατέφθασαν στην Ελλάδα συνοδευόμενοι από ένα στρατιωτικό σώμα 3.500 ανδρών, των οποίων τα έξοδα θα κάλυπτε το ελληνικό κράτος, όπως όριζε η Συνθήκη του Λονδίνου (1832) έπειτα από εισήγηση του πατέρα του Όθωνα, βασιλιά Λουδοβίκου Α’.
Το συγκεκριμένο Σώμα αποτελούνταν από Βαυαρούς στρατιώτες και κάποιους εθελοντές, ενώ η Συνθήκη προέβλεπε ότι θα παρέμενε «αυτοσύντακτο», δηλαδή ότι δεν θα αναμειγνυόταν με Έλληνες στρατιώτες, αν και ο συγκεκριμένος όρος δεν τηρήθηκε. Η ύπαρξή του Σώματος προσέδιδε κύρος και νομιμότητα στην καινούργια θεσμοθετημένη αρχή και εγγυόταν την καταστολή οποιασδήποτε αντίδρασης από τους υπέρμαχους της τοπικής εξουσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ευρώπη ήδη από τον 16ο αιώνα τα μοναρχικά καθεστώτα στηρίζονταν στην οπλική ισχύ για τη διαφύλαξη της κυριαρχίας τους. Η παρουσία των Βαυαρών στρατιωτικών στην Ελλάδα στόχευε στη στήριξη των πολιτικών επιλογών της Αντιβασιλείας και έπειτα του μονάρχη. Όταν έφθασε το Βαυαρικό Επικουρικό Σώμα στη χώρα, το Γαλλικό Συμμαχικό Στράτευμα, που είχε έρθει προκειμένου να ενισχύσει την τελική φάση του Απελευθερωτικό Αγώνα, αναχώρησε από την Ελλάδα. Το γεγονός ότι η νέα αρχή σκόπευε να στηριχθεί στην οπλική ισχύ των Βαυαρών στρατιωτών συνεπαγόταν τον εν μέρει παραμερισμό όσων συμμετείχαν στην Επανάσταση.
Οι προσπάθειες του Υψηλάντη και στη συνέχεια του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδος για συγκρότηση και οργάνωση Τακτικού Σώματος μέσω της σταδιακής «τακτοποίησης» των άτακτων στρατευμάτων, ανατράπηκαν από τους Βαυαρούς. Μια από τις πρώτες αποφάσεις της μοναρχικής εξουσίας της Ελλάδας ήταν η διάλυση των άτακτων στρατευμάτων, καθώς είχαν διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στον Εμφύλιο (1831 – 1832). Στη συνέχεια ακολούθησε διάταγμα «Περί διοργανισμού του Στρατιωτικού», με το οποίο ιδρύθηκαν τα επιμέρους στρατιωτικά σώματα (Πεζικό, Ιππικό, Πυροβολικό κλπ). Σταδιακά το επόμενο διάστημα, μέσα από αλλεπάλληλες αναδιαρθρώσεις, ο στρατός οργανώθηκε ως προς τη δομή του και επανδρώθηκε και από Έλληνες στρατιώτες. Αυτό δημιούργησε αίσθημα ασφάλειας στην ελληνική μοναρχία. Με νέο διάταγμα τον Φεβρουάριο 1834 ορίστηκε ότι κάθε τάγμα θα αποτελούνταν από 3 ελληνικούς και 3 βαυαρικού λόχους, προκειμένου να διαπαιδαγωγηθεί ο ελληνικός στρατός, κυρίως όμως για να επιτηρείται στενά από τους Βαυαρούς. Επιπλέον τοποθετήθηκαν σε νευραλγικές θέσεις πρόσωπα εμπιστοσύνης της αρχής. Ο Lesuire ορίστηκε Γραμματέας επί των στρατιωτικών, o Christian Schmaltz Γραμματέας των Στρατιωτικών και Γενικός Επιθεωρητής του στρατού, ο Fuchs γενικός διοικητής φρουρίων και ναυστάθμων, o Zech διοικητής του σώματος των Μηχανικών και ο Luders διοικητής του Πυροβολικού.
Αποτυπώνεται, λοιπόν, με σαφήνεια ότι υπήρξε αριθμητική υπεροχή του ξένου παράγοντα στα στρατιωτικά πράγματα της χώρας. Ο παραμερισμός των Αγωνιστών της Επανάστασης, λόγω της παρουσίας του Βαυαρικού Επικουρικού Σώματος, προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια και αντιδράσεις που κατέληξαν σε εξεγέρσεις, γεγονός που μνημονεύει και ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του. Επιπλέον, ασκήθηκε έντονη κριτική από την αντιπολίτευση για το υπέρογκο κόστος συντήρησης του Σώματος, την ποιότητα των ανδρών του -κυρίως των εθελοντών- και την μεροληψία της βασιλικής κυβέρνησης υπέρ του. Ωστόσο, το μοναρχικό καθεστώς δεν πτοήθηκε από τη στάση των Ελλήνων και συνέχισε να συμπεριφέρεται ευμενώς στους στρατιωτικούς από την Βαυαρία και να κρίνει απαραίτητη την παρουσία τους, ακόμη και μετά τη λήξη της θητείας τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Όθωνας προχώρησε στη δημοσίευση «Διαταγής της Ημέρας», για να αντιταχθεί στις «συκοφαντίες» και τις «προσβολές» κατά των συμπατριωτών του.
Στο μεταξύ, ο αριθμός των στρατιωτών του Βαυαρικού Επικουρικού Σώματος αυξανόταν διαρκώς και το 1843 έφθασε τους 5.000. Το ζήτημα των δαπανών δημιούργησε πολλές αντιπαραθέσεις στη δημόσια σφαίρα και μολονότι δεν είναι γνωστό με ακρίβεια το ποσό που δαπανήθηκε για τους Βαυαρούς στρατιώτες, σύμφωνα με μια εκτίμηση φαίνεται να ξεπερνούσε τα 65.000.000 δραχμές, ποσό υπέρογκο για τα δεδομένα μιας οικονομικά κατεστραμμένης χώρας. Η διοχέτευση τόσων πολλών χρημάτων σε στρατιωτικά έξοδα εμπόδισε την εκτέλεση έργων που το νεοσύστατο ελληνικό κράτος είχε μεγάλη ανάγκη. Επιπρόσθετα, δημιουργήθηκαν προβλήματα με τους εθελοντές του Σώματος, καθώς οι περισσότεροι ήταν εντελώς άπειροι στρατιωτικά. Ακόμη και οι συμπατριώτες τους τούς υποτιμούσαν και η Χριστιάνα Λουτ, που είχε στενή προσωπική σχέση με τη βασίλισσα Αμαλία, τους αποκαλούσε «αποβράσματα».
Παρ’ όλο που το 1837 έληγε η παραμονή των Βαυαρών στρατιωτικών στην Ελλάδα, το μοναρχικό καθεστώς προσπάθησε να τους δώσει κίνητρα, για να παραμείνουν ως εθελοντές. Αυτή η στάση του Όθωνα δείχνει ότι δεν εμπιστευόταν ούτε ενδιαφερόταν ουσιαστικά για τον Ελληνικό Στρατό. Το 1841, όταν ο κρατικός μηχανισμός βρισκόταν στα όρια κατάρρευσης, ο Όθωνας κάλεσε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο για την θέση του πρωθυπουργού της Ελλάδας. Εκείνος δέχτηκε, ωστόσο έθεσε στους όρους του τον διορισμό Έλληνα Γραμματέα των Στρατιωτικών και την αποχώρηση όλων των Βαυαρών εθελοντών από τη χώρα. Μπορεί ο Christian Schmaltz να αντικαταστάθηκε από τον Ανδρέα Μεταξά, αλλά ο δεύτερος όρος απορρίφθηκε. Το 1842 εξακολουθούσαν να παραμένουν στην Ελλάδα 181 Βαυαροί στρατιωτικοί. Μόνο μετά την 3η Σεπτεμβρίου 1843 αποχώρησαν όλοι από τη χώρα και για πρώτη φορά θεσπίστηκε η προστασία των στρατιωτικών από τις αυθαιρεσίες της εξουσίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- J. A. Petropoulos (1985). Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), Αθήνα: Εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
- Δ. Μάλεσης (2002). Ι. ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Το ζήτημα της αποκατάστασης των αγωνιστών της Επανάστασης κατά την οθωνική περίοδο. Στρατιωτική Επιθεώρηση, 2, 202 – 213.
- Συλλογικό έργο (2010). Η Ελλάδα την εποχή του Όθωνα, Αθήνα: Εκδ. Περισκόπιο.