Της Χριστίνας Πάτερου,
Ο Λίβανος είναι κράτος της Δυτικής Ασίας και ανήκει στα μικρότερα σε έκταση κράτη του κόσμου. Αριθμεί περί τους 7.000.000 κατοίκους σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις. Ανήκει στα κράτη με την μεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα. Η κύρια πληθυσμιακή ομάδα της χώρας είναι Άραβες (92%), ενώ η σημαντικότερη πληθυσμιακή μειονότητα είναι Αρμένιοι. Η πρωτεύουσα του κράτους είναι η Βηρυτός και το εθνικό νόμισμα η Λιβανέζικη λίρα. Η χώρα συνορεύει στα βόρεια και ανατολικά με τη Συρία, στα νότια με το Ισραήλ, ενώ στα Δυτικά βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα.
H ιδιαιτερότητα του Λιβάνου πηγάζει κυρίως από την πληθυσμιακή ποικιλομορφία του, κυρίως όσον αφορά τη θρησκεία. Πιο συγκεκριμένα, αν και η επίσημη θρησκεία του κράτους είναι η Μουσουλμανική, την οποία ασπάζεται το 54% του πληθυσμού, μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες είναι χριστιανοί και οι Δρούζοι, ενώ συνολικά αριθμεί άλλες 18 σέχτες. Αυτό το γεγονός έχει καθορίσει σε σημαντικό βαθμό και την πολιτική και κυβερνητική διάρθρωση του Λιβάνου. Πιο συγκεκριμένα, με στόχο να επιτυγχάνεται η κοινωνική συνοχή και ειρήνη, παραδοσιακά ο Πρόεδρος του κράτους είναι χριστιανός Μαρωνίτης, ο Πρωθυπουργός σουνίτης μουσουλμάνος και ο Πρόεδρος της Βουλής σιίτης μουσουλμάνος. Επιπρόσθετα το Σύνταγμα από το 1943 προβλέπει την ισότιμη συμμετοχή μουσουλμάνων και χριστιανών στο εθνικό κοινοβούλιο. Η χώρα είναι μέλος αρκετών διεθνών οργανισμών, με πιο σημαντικούς τον ΟΗΕ και τον Οργανισμό Αραβικών Κρατών (League of Arab states).
Ιστορικό πλαίσιο
Ο Λίβανος ήδη από την αρχαιότητα αποτελούσε πεδίο ανάπτυξης και συνάντησης διάφορων πολιτισμών και εξελίχθηκε με τα χρόνια σε εμπορικό και πολιτισμικό κέντρο της Εγγύς Ανατολής. Κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα ο Λίβανος βίωσε σημαντικές κοινωνικές αλλαγές κυρίως λόγω της αύξησης του χριστιανικού πληθυσμού και της επικείμενης διείσδυσης της Ευρώπης, και κατά κύριο λόγο της Γαλλίας στην περιοχή. Οι αναταραχές που προκλήθηκαν εξαιτίας της παραπάνω συνθήκης, μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού και της οθωμανικής διακυβέρνησης του Λιβάνου, οδήγησαν στην επέμβαση της Γαλλίας στη χώρα, η οποία μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τέθηκε υπό καθεστώς γαλλικής στρατιωτικής διοίκησης και το 1923 μαζί με τη Συρία υπό καθεστώς «εντολής» (mandate) των Ηνωμένων Εθνών, πάλι υπό γαλλική διοίκηση.
Η γαλλική αποικιοκρατία, κληρονόμησε στον Λίβανο το σεχταριστικό σύστημα διακυβέρνησης, που αποτέλεσε και έναν από τους παράγοντες που οδήγησαν τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο που διήρκησε από το 1975 έως το 1990. Οι αιτίες του πολέμου αφορούσαν αφενός στην αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των ελίτ των σεχτών που κυβερνούσαν τον Λίβανο, και αφετέρου στην αυξανόμενη κοινωνική αναταραχή που προκάλεσε η είσοδος ενός μεγάλου αριθμού Παλαιστίνιων στον Λίβανο, μετά την εκδίωξη του PLO (Palestinian Liberation Front) από την Ιορδανία. Τα αιτήματα των Παλαιστινίων εκδιωχθέντων, οι οποίοι ως επί το πλείστον ανήκαν στα κατώτερα οικονομικά στρώματα, βρήκαν πρόσφορο έδαφος στο μεγαλύτερο μέρος του λιβανέζικου πληθυσμού, το οποίο έβλεπε μια σεχταριστική ολιγαρχία να συγκεντρώνει τον πλούτο του κράτους στα χέρια της, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία ενός βαθέως χάσματος στην λιβανέζικη κοινωνία με κοινωνικοθρησκευτικές προεκτάσεις. Το κοινωνικό χάσμα εκδηλώθηκε μέσω του ξεσπάσματος εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στους χριστιανούς Φαλαγγιστές, το LNM (Lebanese National Movement), που έχει κατά κύριο λόγο μουσουλμανικό χαρακτήρα και τους Παλαιστίνιους.
Η γενικευμένη σύγκρουση στη χώρα είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία μιας «πράσινης γραμμής» που χώρισε τη Βηρυτό σε δύο μέρη, ένα μουσουλμανικό και ένα χριστιανικό. Οι επιπτώσεις του εμφυλίου ήταν καταστροφικές για την λιβανέζικη κοινωνία, με τις απώλειες να φτάνουν τους 100.000 Λιβανέζους, την οικονομία να καταβαραθρώνεται και την χώρα να δέχεται εξωτερικές επεμβάσεις. Αναλυτικότερα, ο εμφύλιος πόλεμος στο Λίβανο οδήγησε στην εμπλοκή τόσο του Ισραήλ και της Συρίας, όσο και των Δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων στην σύγκρουση. Πιο συγκεκριμένα, από το 1976 το Ισραήλ έχει σταθερή παρουσία στο Λίβανο, εξαιτίας της γενικευμένης προσπάθειας εξόντωσης του Οργανισμού Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης (PLO), κι έφτασε στο σημείο κατάληψης του Λιβάνου τo 1982, η οποία έληξε με επέμβαση των ειρηνευτικών δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών.
Παράλληλα στρατιωτικές δυνάμεις της Συρίας είχαν εισέλθει στον πόλεμο μετά από αίτημα του Προέδρου της χώρας, με στόχο να περιορίσουν τις παλαιστινιακές και μουσουλμανικές δυνάμεις, λόγω και του φόβου της συριακής κυβέρνησης ότι οι ίδιες θα επεκτείνονταν και στο συριακό έδαφος. Μετά από τις αποτυχημένες προσπάθειες τόσο της συριακής όσο και της λιβανέζικης κυβέρνησης να εξαρθρώσουν τις αντάρτικες ομάδες, οι Η.Π.Α., η Γαλλία, η Μ. Βρετανία και η Ιταλία έστειλαν στρατεύματα στο Λίβανο με στόχο να επιτύχουν την πολιτική σταθερότητα στην περιοχή. Η εμφύλια διαμάχη έλαβε τελικά τέλος το 1990 μετά από επίθεση των συριακών δυνάμεων εναντίον του αυτοανακηρυχθέντα πρωθυπουργού και ηγέτη των Μαρωνιτών χριστιανών Michel Aoun και την δημιουργία νέας κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Rafic al-Hariri
O Λίβανος σήμερα
Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και την ανακήρυξη της «2ης δημοκρατίας», ο Λίβανος προσπαθεί να αναγεννηθεί πολιτικά και οικονομικά. Ο πολυετής εμφύλιος πόλεμος άφησε πίσω του μια χώρα με αδύναμη οικονομία και πολιτική αστάθεια. Αν προσθέσουμε σε αυτό και τη φυγή εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών σε τρίτες χώρες, μιλάμε πλέον για ολοκληρωτική καταστροφή. Τα προβλήματα αυτά, ακόμη και σήμερα δεν έχουν καταφέρει να ξεπεραστούν κυρίως λόγω της πολιτικής αστάθειας και των συγκρούσεων που προκύπτουν κατά καιρούς, με πιο πρόσφατη αυτή μεταξύ των Λιβανέζικων στρατευμάτων και των Παλαιστίνιων στους προσφυγικούς καταυλισμούς στην Τρίπολη. Επιπλέον έντονη είναι και η διαφθορά στο πολιτικό σύστημα.
Όσον αφορά τον οικονομικό τομέα, η εξάρτηση της οικονομίας από τα εμβάσματα του εξωτερικού για την χρηματοδότηση των εισαγωγών και την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους, έχει οδηγήσει σε στασιμότητα το ΑΕΠ της χώρας, το οποίο κυμαίνεται στα 55 δις. Και έχει εκτοξεύσει το δημόσιο χρέος στα 85 δις, δηλαδή στο 150% του ΑΕΠ. Επιπρόσθετα, ο Λίβανος βιώνει σημαντικά προβλήματα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού με την ανεργία στους νέους να ανέρχεται στο 37% και μεγάλο μέρος να αποκλείεται από την πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα λόγω της αύξησης των τιμών και την απουσία κρατικής πρόνοιας σχετικά με την πρόσβαση στο δικαίωμα αυτό. Παράλληλα, η χώρα φαίνεται να καταλαμβάνει χαμηλή θέση στην παγκόσμια κατάταξη όσο αφορά την ελευθερία της οικονομίας και τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (HDI).
Αναλυτικότερα αξίζει να αναφερθεί πως στον τομέα της εκπαίδευσης, ο μέσος όρος των ετών εκπαίδευσης είναι αρκετά χαμηλός (11,3 έτη), ενώ ανησυχία προκαλεί το γεγονός πως η χρηματοδότηση του δημοσίου συστήματος εκπαίδευσης από το κράτος αντιπροσωπεύει ένα πολύ χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας, γεγονός που ώθησε την άνθιση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στον τομέα της εκπαίδευσης. Επίσης είναι χαρακτηριστική η έλλειψη στοιχείων όσον αφορά τις δημόσιες δαπάνες γενικότερα. Μάλιστα το 2015 το 70% των μαθητών/τριών στο Λίβανο φοιτούσε σε ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα τα οποία ξεπερνούν τα 1600. Γενικά η ιδιωτική πρωτοβουλία από μόνη της δεν είναι κάτι κακό, στον τομέα της εκπαίδευσης όμως έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι υφίσταται market failure. Για την σημερινή κατάσταση του εκπαιδευτικού συστήματος ευθύνεται αφενός η χρόνια οικονομική παράλυση της χώρας εξαιτίας του πολυετούς πολέμου και της πολιτικής αστάθειας και αφετέρου η είσοδος ενός μεγάλου αριθμού Σύριων προσφύγων μετά το 2015, γεγονός που έπιασε απροετοίμαστο τον εκπαιδευτικό μηχανισμό του Λιβάνου.
Αντίστοιχα, όπως και με το εκπαιδευτικό σύστημα, έτσι και με το σύστημα υγείας τα χρόνια οικονομικά προβλήματα αλλά και οι καταστροφές του εμφυλίου, κατέστρεψαν τις δομές υγείας του Λιβάνου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα υγείας, ο οποίος παραμένει ο τομέας της οικονομίας με την μεγαλύτερη άνθιση. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1990, το κράτος ξόδευε το 80% του προϋπολογισμού για την υγεία στην χρηματοδότηση ιδιωτικών δομών υγείας. Παράλληλα, λόγω και της οικονομικής κρίσης που έχει ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια το κράτος αδυνατεί να χρηματοδοτήσει επαρκώς τις δομές υγείας, με αποτέλεσμα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να αποκλείεται από το δημόσιο σύστημα υγείας. Το πρόβλημα είναι τόσο βαθύ που το 2019, τα δημόσια νοσοκομεία έλαβαν μηδενική χρηματοδότηση, ενώ οι ιδιώτες γιατροί προειδοποιούσαν πως οι ελλείψεις σε ιατρικό εξοπλισμό ήταν τόσο μεγάλες που το ιατρικό προσωπικό δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τους ασθενείς, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει σημαντικά η δημόσια υγεία.
Με βάση τα παραπάνω, καταλήγουμε εύκολα στο συμπέρασμα, πως ο Λίβανος λόγω πολιτικών και οικονομικών συνθηκών, αδυνατεί εδώ και δεκαετίες να ορθοποδήσει. Οι πρόσφατες πολιτικές αναταράξεις, που εκφράστηκαν μέσα από ογκώδεις διαδηλώσεις στους δρόμους της πρωτεύουσας και οι οποίες εντάθηκαν μετά την έκρηξη της 4ης Αυγούστου 2020 που στοίχησε την ζωή σε τουλάχιστον 190 ανθρώπους, με κύριο αίτημα την δικαιοσύνη και την πάταξη της διαφθοράς, συμφωνούν με την παραπάνω διαπίστωση. Από ό,τι φαίνεται, η διαιώνιση του μοτίβου της πολιτικής αστάθειας και της απουσίας εσωτερικής κοινωνικής συνοχής παραμένει αποτρέποντας την χώρα από την οικονομική ανάπτυξη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Human Development Reports, United Nations Program, Lebanon, Retrieved from here
- Amid Lebanon’s Economic Crisis the Country’s Healthcare System is ailing, National Public Radio, Deborah Amos, Retrieved from here
- Lebanon Economic Crisis; a tragedy in the making, Amer Bisat, Marcel Cassard, Middle East Institute, Ishac Diwan, Retrieved from here
- 2021 Index of Economic Freedom, The Heritage Foundation, Retrieved from here
- Navigating Access to Healthcare in Lebanon: The Political Economy of Health across Conflict, Revolution and Applicability, E-International Relations, Jasmin Lilian Diab, Fouad M. Fouad, Retrieved from here
- Lebanon: Hospital Crisis Endangering Health, Human Rights Watch, Retrieved from here
- In Lebanon, even private schools caught in education crisis, Al-Monitor, Josephine Deeb, Retrieved from here