Του Γιώργου Πασσά,
Σε μία εποχή σαν τη σημερινή, όλοι νιώθουν πιο κοντά και όμως οι αποστάσεις έχουν μεγαλώσει περισσότερο παρά ποτέ. Ανήμποροι να αναζητήσουμε τον άνθρωπο, χρειαζόμαστε απεγνωσμένα τα παραδείγματα ανθρώπων όπως ο Simon Kjaer να μας υπενθυμίζουν τα αυτονόητα. Αυτονόητα που πλέον θεωρούνται απ’ όλους ως εξεζητημένα.
Το σοκ που πρέπει να βιώνει κανείς όταν ένας τόσο κοντινός του άνθρωπος παθαίνει ανακοπή μπρος στα μάτια του, σωριαζόμενος αναίσθητος εκεί όπου πριν λίγα δευτερόλεπτα έτρεχε, πρέπει να είναι ανείπωτο. Το να διατηρήσει κανείς την ψυχραιμία του σε τέτοιου είδους περιπτώσεις και να δράσει δεόντως, κάθε άλλο παρά αυτονόητο είναι και το μόνο που αξίζει σε όποιον τα καταφέρει είναι πολλά και ειλικρινή συγχαρητήρια. Η αντιδιαστολή όμως τέτοιων συμπεριφορών με αυτό που θεωρούμε «σύνηθες», εν ολίγοις ο λόγος που θεωρούμε τύπους σαν τον Kjaer ήρωες, δεν εναπόκειται μονάχα στην αξιοθαύμαστη ψυχραιμία τους. Αντιθέτως, είναι απότοκο μίας αντιδιαστολής που αποτελεί εδώ και πολλές δεκαετίες πια ένα χαρακτηριστικό ιδίωμα της κοινωνίας μας, της οποίας αντίθεσης οι θλιβερές πτυχές μόλις πρόσφατα ξεκινούν να γίνονται αντιληπτές: της ανθρωπιστικής και της υλιστικής προσέγγισης.
Στο παράδειγμα της κατάρρευσης του Eriksen, η αντιδιαστολή αυτή είναι πασίδηλη. Με επίκεντρο τον αναίσθητο άνθρωπο, από τη μία υπάρχει ο Kjaer και οι συμπαίκτες του, οι οποίοι μονομιάς σπεύδουν να παραταχθούν γύρω από τον Eriksen, να «οικοδομήσουν» ένα ανθρώπινο τοίχος, προκειμένου να τον προστατεύσουν από τις λυσσαλέες κάμερες, οι οποίες παραταγμένες πασχίζουν να πάρουν τα πολυπόθητα πλάνα, εστιάζοντας στις κάλτσες των Δανών, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να δείξουν ξανά και ξανά το κενό, ανέκφραστο βλέμμα του αναίσθητου Eriksen, δίχως επιτυχία. Και πάλι όμως, παρ’ ότι δεν τα κατάφεραν, οι αθλητικές εκπομπές φρόντισαν να ρεφάρουν για χάρη τους, δείχνοντας κατ’ επανάληψη τα στιγμιότυπα της πτώσης.
Η ηθική βάση των δύο συμπεριφορών είναι προφανώς τελείως διαφορετική. Από τη μία στο επίκεντρο τίθεται ο άνθρωπος, η προστασία του και η αμιγώς αγαθή και ανθρωποκεντρική διαχείριση της κατάστασης. Από την άλλη τοποθετείται καταφανώς σε προτεραιότητα το ίδιον συμφέρον, το οποίο, μέσω του αθώου προσωπείου της «κάλυψης» των γεγονότων και της «ενημέρωσης» του φίλαθλου κοινού, παραβιάζει όσα υπολείμματα αξιοπρέπειας έχουν μείνει σε ανθρώπους που όλοι τους η ζωή βρίσκεται ούτως ή άλλως υπό το φως της δημοσιότητας.
Δεδομένο ελπίζουμε πως είναι το ότι η δεύτερη συμπεριφορά είναι απολύτως αξιοκατάκριτη. Όπως εξίσου αξιοκατάκριτα είναι σχόλια, στο πλαίσιο της τηλεοπτικής μετάδοσης και χάριν της αναμεταδόσεως του αγώνα, που επιθυμούν να δραματοποιήσουν περαιτέρω την κατάσταση ή, πολύ χειρότερα, να προδικάσουν έστω και εμμέσως το μέλλον του αναίσθητου ανθρώπου, λέγοντας χαρακτηριστικά και επαναλαμβανόμενα πως «βλέπουμε τις τελευταίες του στιγμές».
Το χαρακτηριστικό που καθιστά τις τελευταίες συμπεριφορές αξιόμεμπτες είναι η έλλειψη ενός βαρύνουσας σημασίας στοιχείου, του οποίου η έννοια μπορεί ενίοτε να μην είναι καν γνωστή: της ενσυναίσθησης. Ευθύνονται όμως όσοι δεν την έχουν; Ευθύνονται οι κάμερες που υιοθετούν αυτήν την προσέγγιση, να αναζητήσουν με μανία το «ελκυστικό» για τον θεατή; Ευθύνεται ο θεατής που νιώθει την έλξη, την ανάγκη να το παρακολουθήσει αυτό;
Εννοείται πως όχι. Ή έστω όχι κατ’ αποκλειστικότητα. Η διαμόρφωση της ενσυναίσθησης είναι κάτι που ο άνθρωπος πρέπει από κάποιο βαθμό κι έπειτα να το διδαχθεί. Όταν μάλιστα μιλάμε για κοινωνίες όπως οι σύγχρονες, όπου οι έννοιες της ιδιωτικότητας και του ανθρωπισμού καταλήγουν ενίοτε να περιγράφονται ως κάτι το πολύ ρευστό, προκειμένου να παραβιάζονται περιστασιακά με ευκολία, οι διδαχές πρέπει να είναι ακόμη περισσότερες και σε περισσότερο βάθος. Οι Δανοί ποδοσφαιριστές, ως γρανάζια του δανέζικου εκπαιδευτικού συστήματος, γαλουχήθηκαν διδασκόμενοι τουλάχιστον μία ώρα εβδομαδιαίως το μάθημα της ενσυναίσθησης, από τα 6 έως τα 18 τους έτη. Εξ ου και η αυθόρμητη αντίδρασή τους να αποκλείσουν κάθε δίοδο που θα μπορούσε να βρει μία κάμερα και να αναμεταδώσει τον σχεδόν ετοιμοθάνατο Eriksen.
Την ίδια στιγμή, η εντολή που ακολουθείται στην τηλεοπτική κάλυψη αυτών των γεγονότων κατευθύνεται στην κάλυψη όλων όσων συμβαίνουν στον αγωνιστικό χώρο. Από εκεί και πέρα, όμως, οφείλει κανείς να επισημάνει το εξής. Σε συγκεκριμένα ενδεχόμενα, όπως π.χ. στην εισβολή οπαδών στον αγωνιστικό χώρο, η UEFA απαγορεύει την τηλεοπτική κάλυψη του γεγονότος, καθώς την αντιλαμβάνεται ως δυσφήμιση του αθλήματος. Εν προκειμένω, γιατί δεν επιδίωξε η διοργανώτρια αρχή να μην αναμεταδώσει τις φρικτές εικόνες που εκτυλίσσονταν στο χορτάρι και να εστιάσει στις κερκίδες; Για τον ίδιο λόγο που μόλις οι ομάδες πήγαν στα αποδυτήρια, η αρμόδια αρχή ενημέρωσε τους συμπαίκτες του Eriksen πως είτε συνεχίζουν τα υπόλοιπα 50’ του αγώνα (την ίδια στιγμή ή το επόμενο πρωί) ή χάνουν το ματς στα χαρτιά με 3-0. Για τον ίδιο λόγο που οι παίκτες αναγκάζονται να δίνουν 70 παιχνίδια δύο σερί σεζόν, σαν μηχανές, μέχρι που η καρδιά τους να εκραγεί.
Τέτοιες θλιβερές εικόνες σοκάρουν κάθε θεατή. Ακόμη πιο σοκαριστική όμως, έστω σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, είναι η διαχείρισή τους. Και πόσο κρίμα είναι που, αν και διατεινόμαστε πως έχουμε προοδεύσει τρομερά, πως είμαστε εδώ και πολλές δεκαετίες η επιτομή του πολιτισμού, καταλήγουμε να έχουμε ανάγκη τέτοιες στιγμές για να θυμηθούμε πόσο λιγότερο «άνθρωποι» πιθανώς να είμαστε, σε σχέση με το πώς αυτοπαρουσιαζόμαστε, και, όσο και αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, πόσο πολύ ακόμα δρόμο έχουμε μπροστά μας. Το τραγικότερο όλων, όμως, θα είναι άλλο: να συνειδητοποιήσουμε τελικά πως τόσον καιρό η ρότα μας είναι απολύτως εσφαλμένη.