Της Τζωρτζίνας Ψύχα,
Η επιρροή της ελληνικής γλώσσας στον παγκόσμιο πολιτισμό είναι γνωστή και αναγνωρισμένη, καθώς έχει αφήσει το ανεξίτηλο στίγμα της στην Ιστορία και στην εξέλιξη πλήθους ξένων γλωσσών. Ο τεράστιος πλούτος της αποτυπώνεται σε περίπου 7.000.000 λέξεις. Μάλιστα, τα 2/3 της αγγλικής γλώσσας αποτελούνται από λέξεις προερχόμενες από τις κλασικές γλώσσες (ελληνική και λατινική). Άλλωστε, οι Έλληνες ήταν αυτοί που επινόησαν τα φωνήεντα. Παρόλα αυτά, στη σημερινή εποχή παρατηρείται το παράδοξο, η ελληνική γλώσσα να ενσωματώνει αυτούσιες και απροσάρμοστες, γραμματικά και συντακτικά, αγγλικές λέξεις, τη στιγμή που δύναται να υπάρχουν αντίστοιχες και πιο λειτουργικές ελληνικές λέξεις.
Έντονη συζήτηση, μάλιστα, έχει προκληθεί γύρω από το ζήτημα αυτό κατά τη διάρκεια της πανδημίας τόσο στην αρχή, καθώς η έλευσή του ιού ως αντικείμενο καθημερινού δημόσιου λόγου συνοδεύτηκε από έναν εμφύλιο πόλεμο απόψεων περί της ορθής απόδοσης στα ελληνικά του αγγλικού όρου “coronavirus”, «κορωνΑϊός» ή «κορωνΟϊός» ή τελικά μόνο του αγγλικού-επιστημονικού όρου “Covid-19” όσο και στη συνέχεια με την επικράτηση ξένων όρων, ακέραιων, που συνόδεψαν το χρονικό της, όπως τα: “lockdown”, “take-away”, “click away” και κατά πόσο υπάρχουν ελληνικές που καλύπτουν και με το παραπάνω τη σημασία τους.
Η παραπάνω ανησυχία, όμως, για την απειλή της ελληνικής γλώσσας από τους αγγλικούς όρους δεν γεννήθηκε στον καιρό της πανδημίας, απλώς έγινε εντονότερη. Πιο συγκεκριμένα, οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν υποβαθμίσει αισθητά την ποιότητα της γλώσσας τους. Κοινώς, το καθημερινό λεξιλόγιο του μέσου Έλληνα έχει φτωχύνει, ενώ τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα στους κόλπους της νεολαίας και σε όσους χρησιμοποιούν εκτενώς το διαδίκτυο. Σε αυτές τις περιπτώσεις πραγματοποιείται καθημερινή χρήση ξένων όρων, με αποτέλεσμα να μη χρησιμοποιούνται οι αντίστοιχοι ελληνικοί. Έχουν, επίσης, επικρατήσει τα λεγόμενα greeklish (ελληνικά, γραμμένα με αγγλικούς χαρακτήρες). Τα «συλλυπητήρια» έχουν αντικατασταθεί από το “RIP”. Αυτό είναι ένα, μόνο, από τα αμέτρητα παραδείγματα ότι οι Έλληνες έχουν πιο φτωχό λεξιλόγιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι τουλάχιστον ένα 5% των αγγλικών λέξεων έχει ενσωματωθεί στην ελληνική γλώσσα. Αν και δεν φαίνεται ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό, σημαίνει ότι 3.000 αγγλικές λέξεις έχουν παρεισφρήσει στην ελληνική γλώσσα. Σύμφωνα με τη γνώμη πολλών γλωσσολόγων, η συνήθεια αυτή πλήττει ανεπανόρθωτα την ορθογραφία και κινδυνεύει να οδηγήσει στην απώλεια ή, τουλάχιστον, στην υποβάθμιση της ελληνικής γλώσσας.
Υπάρχει, βέβαια, και ο αντίλογος ότι η νεοελληνική δεν είναι αμιγής γλώσσα, με την έννοια ότι και στο απώτερο παρελθόν επηρεάστηκε εντόνως, από έναν σημαντικό αριθμό τουρκικών λέξεων, κατά την περίοδο όπου η Ελλάδα τελούσε υπό την κατοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, στο πέρασμα των αιώνων αυτές ενσωματώθηκαν και αφομοιώθηκαν στους ελληνικούς γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, καταφέρνοντας, έτσι, να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής. Δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο και με τους σύγχρονους αγγλικούς όρους. Εκεί παρατηρείται το φαινόμενο του «αγγλισμού», της μίμησης, δηλαδή, και του ιδιωματισμού της αγγλικής γλώσσας. Οι «αγγλισμοί», όπως εξάλλου και ο όρος υποδηλώνει, είτε διατηρούν την αρχική τους μορφή, όπως η λέξη “debate” στην αγγλική της μορφή είτε στην ελληνική απόδοση ως «ντιμπέητ». Οι λέξεις αυτές, και σε κάποιες περιπτώσεις και φράσεις, δεν έχουν προσαρμοσθεί στην ελληνική γλώσσα και χρησιμοποιούνται αυτούσιες, στη θέση των αντίστοιχων ελληνικών λέξεων και εκεί είναι που έγκειται και η ανησυχία των ειδικών.
Ο Αθανάσιος Επίσκοπος, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε μελέτη του με τίτλο «Η Κατάσταση της Ελληνικής Γλώσσας», εκφράζει, μεταξύ άλλων, και τις ακόλουθες απόψεις: «Στις τηλεοπτικές διαφημίσεις παρατηρείται με αυξανόμενη συχνότητα η χρήση των αγγλικών. H επανάληψη οδηγεί στην εξοικείωση με την προφορά και το νόημα των αγγλικών λέξεων και διευκολύνει στην αποδοχή τους από το κοινό, ιδιαίτερα τα παιδιά. Η διάβρωση της γλώσσας επέρχεται ευκολότερα, όταν καλλιεργείται κλίμα, στο οποίο το «ξένο» είναι καλύτερο από το «εγχώριο», όπως προαναφέραμε. Και εφόσον η ξένη λέξη φέρει συνειρμούς ποιότητας, γνώσεων, κοσμοπολιτισμού και αλλαγής, υιοθετείται. Παράδειγμα, αν πει κανείς «θα στείλω μήνυμα από τον φορητό υπολογιστή», δεν ακούγεται τόσο σύγχρονο, με την πλύση εγκεφάλου που έχουμε δεχθεί, όσο το «θα στείλω e-mail από το laptop».
Γίνεται, λοιπόν, εύκολα αντιληπτό πως η ελληνική γλώσσα ενσωματώνει στο λεξιλόγιό της αλόγιστα ξενικές λέξεις, χωρίς αυτό να συνεπάγεται απαραίτητα ευθύνη των ατόμων και δη των νέων. Αναμφίβολα, η τεχνολογία και οι γρήγορες εξελίξεις, που χαρακτηρίζουν τους καιρούς μας, έχουν συμβάλλει καίρια στο φαινόμενο αυτό. Εξάλλου, οι ίδιοι γλωσσολόγοι που έφεραν το ζήτημα στο προσκήνιο, είχαν ήδη εντάξει τις λέξεις αυτές στα ελληνικά λεξικά τους. Παρόλα αυτά, η ελληνική γλώσσα δεν κινδυνεύει επ’ ουδενί με εξαφάνιση, αλλά αυξάνεται ο διεθνής προβληματισμός για το πόσο λαβωμένη θα την βρει ο επόμενος αιώνας. Και αυτό, διότι οι περισσότεροι Έλληνες πάσχουν από λεξιπενία και σημασιολογική ένδεια, τη στιγμή που η ελληνική γλώσσα έχει περίπου 100.000 ενεργές λέξεις και 300.000 σημασίες. Ένας μέσος Έλληνας, όμως, γνωρίζει μόνο λίγες χιλιάδες λέξεις. Και αυτό μάλλον είναι το πιο σημαντικό πρόβλημα…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Έρευνα: Πώς επηρεάζει ο κορωνοϊός την ελληνική γλώσσα;, athensvoice.gr, διαθέσιμο εδώ
- Καμπανάκι από τους γλωσσολόγους: Η ελληνική γλώσσα βομβαρδίζεται από αγγλικούς όρους, protothema.gr, διαθέσιμο εδώ
- Αλλοιώνεται η ελληνική γλώσσα, neoskosmos.com, διαθέσιμο εδώ