17.6 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ σύμβαση τραπεζικού δανείου ως η βασικότερη μορφή παροχής πιστώσεων

Η σύμβαση τραπεζικού δανείου ως η βασικότερη μορφή παροχής πιστώσεων


Της Ελένης-Μαρίας Παναγή,

Μία από τις σημαντικότερες τραπεζικές εργασίες των πιστωτικών ιδρυμάτων -αν όχι η σπουδαιότερη- είναι η χορήγηση πιστώσεων, άμεσων ή έμμεσων, με σκοπό την εκ μέρους της Τράπεζας αύξηση της αγοραστικής δύναμης ενός προσώπου, φυσικού ή νομικού, και την εν γένει χρηματοδότηση της σύγχρονης οικονομίας. Αναμφισβήτητα, από τους σημαντικότερους τρόπους χρηματοδότησης είναι ο τραπεζικός δανεισμός (corporate banking) με πληθώρα οφελών. Αφενός μέσω αυτού παρέχονται στις επιχειρήσεις τα απαραίτητα κεφάλαια, προκειμένου να μπορέσουν να ασκήσουν την παραγωγική τους δραστηριότητα στον εκάστοτε οικονομικό κλάδο, να ενισχύσουν τη ρευστότητά τους και να αποκτήσουν τον κατάλληλο επιχειρησιακό εξοπλισμό, αφετέρου εξασφαλίζεται στους καταναλωτές η δυνατότητα κατασκευής των οικιών τους και αγοράς καταναλωτικών αγαθών που έχουν ανάγκη, κυρίως, μέσω της χορήγησης στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων αντίστοιχα.

Η κυριότερη μορφή πιστώσεως είναι η σύμβαση τραπεζικού δανείου, στο πλαίσιο της οποίας, σύμφωνα με το άρθ. 806 ΑΚ, ο ένας συμβαλλόμενος (πιστωτικό ίδρυμα) αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραχωρήσει στον άλλο συμβαλλόμενο, τον επονομαζόμενο δανειολήπτη, χρήματα και ο τελευταίος με τη σειρά του έχει την υποχρέωση να τα επιστρέψει στον συμφωνηθέντα χρόνο με ή χωρίς τόκο (συνήθως έντοκο). Το τραπεζικό δάνειο καταρτίζεται κατά κύριο λόγο ως συναινετικό στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων (361 ΑΚ) χωρίς την τήρηση κάποιου συγκεκριμένου τύπου ενόψει της 158 ΑΚ περί του ατύπου των δικαιοπραξιών και έχει πάντα χρηματικό χαρακτήρα, γεγονός που το διαφοροποιεί από τις υπόλοιπες συμβάσεις δανείου που εμπίπτουν στην 806 ΑΚ, των οποίων αντικείμενο μπορούν να αποτελέσουν πέραν από χρήματα και άλλα αντικαταστατά πράγματα.

Πηγή Εικόνας: msn.com

Όσον αφορά τις κατηγορίες των τραπεζικών δανείων, αυτές είναι ποικίλες παρουσιάζοντας αξιοσημείωτες διαφορές. Πρώτα απ’ όλα, το τραπεζικό δάνειο διακρίνεται σε ορισμένου και αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με το πρώτο, ο δανειστής πρέπει να επιστρέψει το δανεισθέν ποσό στον συμφωνηθέντα χρόνο, ενώ στο αορίστου χρόνου δάνειο δεν υπάρχει συγκεκριμένη χρονική οριοθέτηση επιστροφής του δανεισθέντος ποσoύ. Πάντως η 807εδ.1 ΑΚ προβλέπει ότι, αν δεν έχει προβλεφθεί χρόνος επιστροφής του ποσού, τότε το δάνειο αποδίδεται μετά την παρέλευση μηνός από την καταγγελία εκ μέρους ενός από τα μέρη. Ωστόσο, στα δάνεια ορισμένου χρόνου η σύμβαση μπορεί να λήξει νωρίτερα από τον συμφωνηθέντα χρόνο κατόπιν καταγγελίας. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη «σπουδαίου λόγου», δηλαδή η συνδρομή περιστατικών που κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη καθιστούν δυσβάσταχτη τη συνέχιση της σύμβασης για τον καταγγέλλοντα, όπως είναι ενδεικτικά η επιγενόμενη αφερεγγυότητα του πελάτη, γεγονός που επιτρέπει στην Τράπεζα να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης δανείου.

Μια ακόμη διαφοροποίηση των δανείων εξαρτάται από τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται. Υπάρχουν δάνεια που χορηγούνται προς τις επιχειρήσεις, συνήθως μακροπρόθεσμα, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα κεφάλαια κίνησής τους ή να πραγματοποιήσουν επενδύσεις σε πάγιες εγκαταστάσεις τους, ενώ, παράλληλα, δάνεια χορηγούνται και προς φυσικά πρόσωπα, με σκοπό την επισκευή ή την αγορά ακινήτων, χαρακτηριζόμενα ως δάνεια στεγαστικής πίστης (Οδηγία 2014/17/ΕΕ), καθώς και για αγορά αγαθών και υπηρεσιών (π.χ. αυτοκίνητα) χαρακτηριζόμενα ως δάνεια καταναλωτικής πίστης (ΚΥΑ Ζ1-699/2010). Ιδιαίτερη κατηγορία δανείων συνιστούν τα χρεωλυτικά, όπου το δάνεισμα συμφωνείται να επιστραφεί σε δόσεις με ή χωρίς τους τόκους του δανεισθέντος ποσού και τα τοκοχρεωλυτικά, στο πλαίσιο των οποίων κεφάλαιο και τόκοι συμποσούνται σε ένα ενιαίο ποσό επιστρεφόμενο σε ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις.

Ίσως η πιο γνωστή κατηγοριοποίηση των δανείων είναι αυτή σε έντοκα και άτοκα. Ο τόκος συνιστά το αντάλλαγμα που καταβάλλει ο πελάτης λόγω του ότι το πιστωτικό ίδρυμα του παραχώρησε το εκάστοτε χρηματικό ποσό. Κατά τον Αστικό Κώδικα, το δάνειο είναι σε περίπτωση αμφιβολίας άτοκο, γεγονός που σημαίνει ότι η πρόβλεψη τόκου πρέπει να γίνει με συμφωνία των μερών. Φυσικά αυτή η συμφωνία δεν πρέπει να αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη (ΑΚ 281-ΑΚ 178), διότι διαφορετικά θεωρείται άκυρη. Τα επιτόκια διακρίνονται με τη σειρά τους σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αυτή των δικαιοπρακτικών και νόμιμων επιτοκίων. Δικαιοπρακτικά είναι εκείνα που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο δικαιοπραξίας από τα μέρη, ενώ τα νόμιμα είναι εκείνα που προβλέπονται απευθείας από τον νόμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τελευταίου είναι το επιτόκιο υπερημερίας που επιβάλλεται σε περίπτωση που ο δανειστής καταστεί υπερήμερος, δηλαδή καθυστερήσει να καταβάλλει το δανεισθέν ποσό στον συμφωνηθέντα χρόνο. Η δεύτερη διάκριση έγκειται σε τραπεζικά και εξωτραπεζικά επιτόκια. Τα τραπεζικά είναι εκείνα που διαμορφώνονται στο πλαίσιο τραπεζικών εργασιών λαμβανομένων υπόψη διαφόρων παραγόντων μεταξύ των οποίων κυριότεροι αναδεικνύονται οι συνθήκες που επικρατούν σε μια κοινωνία κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής περιόδου, το μέγεθος του κινδύνου που αναλαμβάνουν οι Τράπεζες παρέχοντας πιστώσεις καθώς και το κόστος που συνεπάγονται για αυτές η παροχή των διαφόρων τραπεζικών υπηρεσιών προς τους πελάτες τους. Αντίθετα, εξωτραπεζικά είναι τα επιτόκια η διαμόρφωση των οποίων γίνεται εκτός του πλαισίου των τραπεζικών κύκλων. Τελευταία διαφοροποίηση είναι εκείνη σε σταθερά και κυμαινόμενα. Σταθερά είναι εκείνα που, όπως υποδηλώνει και ο όρος τους, ισχύουν καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, γεγονός που εξασφαλίζει στα μέρη οικονομική ασφάλεια και σταθερότητα ως προς την οικονομική τους επιβάρυνση, ενώ κυμαινόμενα είναι εκείνα που σημειώνουν μεταβολή  ανάλογα με τη μεταβολή των εν γένει οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών παρέχοντας το πλεονέκτημα της εύκολης προσαρμοστικότητάς τους στις εξελίξεις των καιρών. Σε περίπτωση που ο πιστολήπτης δεν καταβάλλει τόκους, τότε δίνεται η δυνατότητα στην Τράπεζα να καταγγείλει τη σύμβαση δανείου, δεδομένου ότι η σύμβαση δανείου είναι μια διαρκής σύμβαση, προκαλώντας έτσι και τη λήξη της.

Πηγή Εικόνας: lekkakou.gr

Φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν το πιστωτικό ίδρυμα συνάπτει οποιαδήποτε μορφής σύμβαση δανείου με τους πιστολήπτες αναλαμβάνει και τον λεγόμενο πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο δηλαδή να μην του εξοφλήσουν τα δάνεια οι πιστολήπτες και να μη μπορεί το ίδιο με τη σειρά του να επιστρέψει τα χρήματα στους καταθέτες του. Σε περίπτωση που οι δανειολήπτες δεν μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τις απαιτήσεις των Τραπεζών γίνεται λόγος για τα «κόκκινα δάνεια», τα οποία ενέχουν σοβαρές επιπτώσεις για τη ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Για αυτό τον λόγο τέθηκε σε  ισχύ νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα διαχείρισης των απαιτήσεων των τραπεζών από μη εξυπηρετούμενα δάνεια από ανώνυμες εταιρίες μέσω κατάρτισης σύμβασης πώλησης (άρθ. 513 ΑΚ) αντικείμενο της οποίας αποτελεί η μεταβίβαση αυτών των απαιτήσεων από το πιστωτικό ίδρυμα σε αυτές τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων.

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι βασική υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος, προτού συνάψει μια σύμβαση δανείου με τους δανειολήπτες, είναι να ελέγχει ενδελεχώς την φερεγγυότητά τους μέσω διαφόρων μηχανισμών, όπως είναι ενδεικτικά ο Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών και τα κεντρικά ηλεκτρονικά συστήματα, όπως το «Τειρεσίας Α.Ε.», στα οποία καταχωρούνται δεδομένα που σχετίζονται με την πιστοληπτική ικανότητα των πελατών. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να προλάβει πιστωτικούς κινδύνους, να ενισχύσει τη φερεγγυότητά του και να εμφυσήσει εμπιστοσύνη σε επικείμενους πελάτες να καταθέσουν σε αυτό τα χρήματά τους προάγοντας, έτσι, την τραπεζική εργασία αποδοχής καταθέσεων ως απαραίτητο συμπλήρωμα της πιστωτικής λειτουργίας του.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Χρήστος Βλ. Γκόρτσος,  Νικόλαος Κ. Ρόκας, Αλεξάνδρα Π. Μικρουλέα, Χριστίνα Κ. Λιβαδά, “Στοιχεία τραπεζικού δικαίου” (3η αναθεωρημένη έκδοση), Νομική Βιβλιοθήκη, 2016
  • Απόστολος Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2014

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελένη-Μαρία Παναγή
Ελένη-Μαρία Παναγή
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000 και κατοικεί στον Πειραιά. Είναι τριτοετής φοιτήτρια Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλά την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα. Την γοητεύουν ιδιαίτερα τα ταξίδια, η ενασχόληση με τον χορό και τον εθελοντισμό και η παρακολούθηση σεμιναρίων συναφών με το αντικείμενο των σπουδών της. Πιστεύει πως κάθε άνθρωπος πρέπει να θέτει υψηλούς στόχους επιστρατεύοντας κάθε θεμιτό μέσο και κάθε ψυχική του δύναμη για την επίτευξή τους.