Του Βασίλη Πλαΐτη,
Το Παρίσι αποτελεί την πόλη με τα περισσότερα κινήματα, που επηρέασαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την παγκόσμια ιστορία. Η Γαλλική Επανάσταση του 1789, το πραξικόπημα του Ναπολέοντα το 1799 κατά του Διευθυντηρίου, η ολοκληρωτική ανατροπή του μοναρχικού πολιτεύματος το 1848, η Κομμούνα του 1870, ο Μάης του 1968, όλα αποτελούν σημαντικά γεγονότα που έγιναν στην γαλλική πρωτεύουσα. Ωστόσο, ένα «ξεχασμένο» κίνημα του Παρισιού είναι η επανάσταση του Ιουλίου του 1830 (γνωστή και ως Ιουλιανή). Παρακάτω, θα εξεταστεί ακριβώς αυτό το κίνημα.
Η αρχή της ιστορίας μας ξεκινά το 1815, με την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ και το Συνέδριο της Βιέννης. Οι πρωτεργάτες του Συνεδρίου (όπως ο Μέττερνιχ) θέλησαν να επιβάλλουν την κατάσταση πριν το 1789 και την Γαλλική Επανάσταση. Για την Γαλλία, αυτό σήμαινε την παλινόρθωση της αντιδημοφιλούς δυναστείας των Βουρβόνων στον μοναρχικό θρόνο. Ο νέος βασιλιάς, Λουδοβίκος ΙΗ΄, αδελφός του εκτελεσμένου Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, ήταν άβουλος και έδωσε το ελεύθερο στην συντηρητική Βουλή να λάβει εκδικητικά μέτρα υπέρ των ξεπεσμένων ευγενών και να ξεκινήσει την «Λευκή Τρομοκρατία» το 1815, που οδήγησε στον εκτοπισμό και στην απόλυση χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών. Αργότερα, υιοθέτησε μια πιο μετριοπαθή πολιτική, αλλά δεν ήταν αρκετή για να πλησιάσει την μεσαία και εργατική τάξη. Πέθανε το 1824, και τον διαδέχτηκε ο αδελφός του, Κάρολος Ι΄.
Όμως, ο Κάρολος Ι΄ επρόκειτο να φέρει μια πολύ πιο ακραία μοναρχική πολιτική από τον αδελφό του. Εξτρεμιστής και ο ίδιος, προσπάθησε από την αρχή να εφαρμόσει εκδικητικές πολιτικές, ώστε να αποκαταστήσει τα προεπαναστατικά δικαιώματα των ευγενών, καταπάτησε τον Συνταγματικό Χάρτη της χώρας και επέβαλε συντηρητικές πολιτικές. Συγκεκριμένα, ψηφίστηκε νόμος που προέβλεπε την αποζημίωση των ευγενών, «δισεκατομμύριο των εκπατρισμένων», ενώ το πανεπιστήμιο περιήλθε στα χέρια της Εκκλησίας. Ο Κάρολος Ι΄ διόρισε ιδιαίτερα συντηρητικούς πολιτικούς στις κυβερνήσεις του, και μετά από ένα μικρό διάστημα μετριοπάθειας, διόρισε ως πρωθυπουργό τον αντιδημοφιλή συντηρητικό κόμη ντε Πολινιάκ, τον Απρίλιο του 1829. Ταυτόχρονα, την εποχή αυτή είχε ξεσπάσει μια έντονη οικονομική κρίση, που τραυμάτισε ιδιαίτερα την εργατική τάξη (μείωση μισθών, αύξηση τιμών) και συνδυάστηκε με κακές σοδειές στα βασικότατα αγροτικά προϊόντα της πατάτας και του σιταριού.
Το κλίμα προοιώνιζε μια ενδεχόμενη επανάσταση. Οι φιλελεύθεροι ηγέτες της αντιπολίτευσης (όπως ο ιστορικός Θιέρσος, ο τραπεζίτης Καζιμίρ Περιέ) διακήρυτταν «Να μείνει το καθεστώς, να αλλάξει ο βασιλιάς». Από την άλλη, η εργατική τάξη, αποκλεισμένη από τον κοινωνικό ιστό και δακτυλοδεικτούμενη από τις υπόλοιπες τάξεις, είχε έντονα ρεπουμπλικανικά αισθήματα, θέλοντας να καταργήσει την μοναρχία, ενώ αρκετοί νοσταλγούσαν τον Ναπολέοντα και τις μεταρρυθμίσεις του. Αυτές οι δύο κοινωνικές ομάδες συσπειρώθηκαν από την αντίθεσή τους στον Κάρολο. Ο μονάρχης έλαβε, στις 19 Μαρτίου του 1830, ένα έγγραφο υπογεγραμμένο από 221 βουλευτές, το οποίο ζητούσε την απόρριψη της κυβέρνησης ντε Πολινιάκ. Ο Κάρολος ακολούθησε μια απόλυτη στάση, διάλυσε την Βουλή, κήρυξε εκλογές και, για να αυξήσει την δημοτικότητά του, κήρυξε πόλεμο στο Αλγέρι, αυτόνομη αποικία των Οθωμανών. Η επεκτατική αυτή κίνηση έληξε με την κατάκτηση του Αλγερίου στις αρχές Ιουλίου, με τις εκλογές να γίνονται στις 13-14 Ιουλίου. Ωστόσο, παρά τις προσδοκίες του Κάρολου για νίκη, η αντιπολίτευση νικά κατά κράτος, εκλέγοντας 274 βουλευτές, έναντι 143 βασιλικών.
Από την στιγμή αυτή, ο Κάρολος έδρασε σπασμωδικά, μπροστά στην απειλή ανατροπής του. Στις 25 Ιουλίου, επιβλήθηκε λογοκρισία, διαλύθηκε η νέα Βουλή, περιορίστηκαν τα εκλογικά δικαιώματα (τα οποία ήδη είχαν πολύ λίγοι κτήμονες) προς όφελος των πλουσιότερων και προκηρύχθηκαν εκλογές. Μετά την ευθεία πραξικοπηματική ενέργεια του βασιλέως, ο Θιέρσος και η αντιπολίτευση κάλεσε τα λαϊκά στρώματα να αντισταθούν. Φοιτητές, στρατιώτες του Ναπολέοντα, η εργατική τάξη και τυπογράφοι άρχισαν τις μαζικές συγκεντρώσεις, και στις 27 Ιουλίου στήθηκαν τα πρώτα οδοφράγματα. Την υπεράσπιση της πόλης ανέλαβε ο Μαρμόν, πρώην στρατιωτικός του Ναπολέοντα. Στις 28, ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ των εξεγερμένων και του στρατού, με αρκετούς νεκρούς. Την επόμενη ημέρα, οι επαναστάτες ήταν ακόμα ισχυρότεροι, ενώ το ηθικό των στρατιωτών είχε πρακτικά καταρρεύσει. Μάλιστα, αρκετοί ενώθηκαν με τους επαναστάτες, οι οποίοι κατέλαβαν εκείνη την μέρα το Λούβρο και το παλάτι του Κεραμεικού. Η επανάσταση είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί επιτυχώς, με τους εξεγερμένους να κραυγάζουν συνθήματα υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας και του Ναπολέοντα.
Αυτά τα συνθήματα τρόμαξαν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, που έβλεπαν την εποχή της σταθερότητας που είχαν εγκαθιδρύσει να καταρρέει και περίμεναν εξεγέρσεις σε όλη την Ευρώπη. Από την άλλη, οι φιλελεύθεροι ηγέτες της επανάστασης έδρασαν γρήγορα: Προσέγγισαν, για τη θέση του ηγεμόνα, τον Λουδοβίκο-Φίλιππο, δούκα της Ορλεάνης, άνθρωπο με γνωστά φιλελεύθερα αισθήματα, που ήταν γιος ενός επίσης φιλελεύθερου αριστοκράτη κατά τη Γαλλική Επανάσταση. Ήταν γνωστός ηγέτης της αντιπολίτευσης απέναντι στον Κάρολο Ι’ και οι φιλελεύθεροι τον προετοίμαζαν εδώ και καιρό για την θέση αυτή. Ο δούκας της Ορλεάνης δέχτηκε την πρόσκληση και στις 31 Ιουλίου παρουσιάστηκε στο Δημαρχείο του Παρισιού, μπροστά στον απλό λαό. Αν και αρχικά η υποδοχή του δεν ήταν ενθουσιώδης, ο εναγκαλισμός του με τον Λαφαγιέτ, ήρωα της Γαλλικής Επανάστασης, τον κατέστησε αποδεκτό ηγεμόνα. Οι επαρχίες δέχθηκαν σχετικά εύκολα το νέο ηγέτη. Ο Κάρολος προσπάθησε την τελευταία στιγμή να διαπραγματευθεί, αλλά, κατανοώντας την αδυναμία του, αποφάσισε να φύγει και να εγκατασταθεί στην Αγγλία.
Για τα επόμενα χρόνια, η Γαλλία θα είχε ένα καθεστώς συνταγματικής μοναρχίας. Ο Λουδοβίκος-Φίλιππος έλαβε τον τίτλο «Βασιλιάς των Γάλλων», αντί για τον πιο αριστοκρατικό «Βασιλιάς της Γαλλίας». Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ανακουφίστηκαν με το αποτέλεσμα αυτής της «μετριοπαθούς» επανάστασης και σχετικά γρήγορα αναγνώρισαν τον Λουδοβίκο-Φίλιππο ως ηγεμόνα της Γαλλίας. Αυτό είχε να κάνει εν μέρει και με την λιγότερο επεκτατική πολιτική που προώθησε ο νέος μονάρχης και οι κυβερνήσεις του. Ωστόσο, ένα άλλο (δυσάρεστο για τους στυλοβάτες της συντηρητικής πολιτικής στην Ευρώπη) επακόλουθο της Ιουλιανής Επανάστασης αποτέλεσε το ξέσπασμα επαναστάσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, με κάποιες εξ αυτών να καταπνίγονται (πχ η επανάσταση στην Βαρσοβία για την πολωνική ανεξαρτησία) και με κάποιες άλλες να πετυχαίνουν τον σκοπό τους (η επανάσταση στις Βρυξέλλες για τη βελγική ανεξαρτησία).
Όσον αφορά την κατάσταση στο εσωτερικό της Γαλλίας, επήλθαν ορισμένες σημαντικές αλλαγές. Η κυριότερη ήταν η επέκταση του εκλογικού δικαιώματος (αν και μόλις το 5% των αρρένων κατοίκων το είχε). Ο βασιλιάς σεβόταν τις επιθυμίες της Βουλής όταν συγκροτούσε κυβερνήσεις, οι οποίες αρκετές φορές είχαν φιλελεύθερο χαρακτήρα. Επίσης, η σύνθεση της αυτοδιοίκησης και του κρατικού μηχανισμού μεταβλήθηκε, καθώς απομακρύνθηκαν από την θέση τους χιλιάδες δήμαρχοι, νομάρχες και δημόσιοι υπάλληλοι του παλαιού καθεστώτος και αντικαταστάθηκαν από οικογένειες που έπαιζαν σημαντικό ρόλο κατά τα χρόνια του Ναπολέοντα. Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές δεν ήταν ριζικές και δεν βελτίωσαν καθόλου την οικονομική κατάσταση των φτωχότερων. Η οικονομική κρίση συνεχίστηκε μέχρι το 1832, κάτι που προκάλεσε την βίαια αντίδραση των εργατών στη Λυών το 1831. Εξεγέρσεις δημοκρατών έγιναν το 1832 και το 1834, ενώ σημειώθηκαν πολλές απόπειρες δολοφονίας κατά του Λουδοβίκου-Φιλίππου. Η πολιτική αστάθεια συνεχίστηκε σε όλη την δεκαετία του 1830, και το 1848, το «έτος των επαναστάσεων», ο Λουδοβίκος-Φίλιππος ανετράπη, και εγκαθιδρύθηκε ένα ρεπουμπλικανικό καθεστώς. Άλλωστε, η επανάσταση του 1830 θεωρήθηκε από τους περισσότερους μελετητές ένα ανολοκλήρωτο κίνημα, του οποίου η ολοκλήρωση πραγματοποιήθηκε το 1848.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Serge Berstein and Pierre Milza (1997), Ιστορία της Ευρώπης, τόμος 2 (1815-1914), Αθήνα: εκδόσεις Αλεξάνδρεια (μετάφραση: Αναστάσιος Δημητρακόπουλος), σελ. 37-42
- Richard Evans (2018), Η Επιδίωξη της Ισχύος: Ευρώπη 1815-1914, Αθήνα: εκδόσεις Αλεξάνδρεια (μετάφραση: Ελένη Αστερίου), σελ. 73-78
- Pinkney, D. (1961) “A New Look at the French Revolution of 1830.” The Review of Politics, 23(4), σελ. 490-506. Διαθέσιμο εδώ