Του Γιώργου Γιαρμά,
Στα μέσα του χειμώνα του 2021 σημειώθηκε ένα σχεδόν ιστορικό γεγονός. Για πρώτη φορά μέσα σε ένα διάστημα 11 μηνών, ο αριθμός των ημερησίων κρουσμάτων και ο εμβολιασμός κατά της πανδημίας COVID-19 δεν ήταν πρώτη είδηση σε όλα τα κανάλια. Για πρώτη φορά αυτός ο απεχθής αόρατος εχθρός αναγκάστηκε να «δανείσει» λίγη από την διασημότητα του σε ένα άλλο θέμα, κοινωνικής και, κατά την ταπεινή μου γνώμη, κυρίως πολιτικής φύσεως. Το κίνημα #MeToo είχε φτάσει και στην μικρή μας Ελλάδα. Και τα κανάλια δεν μπορούσαν να το συγκαλύψουν πλέον (όσο και αν προσπάθησαν). Οι καταγγελίες κατά ανδρών που, εκμεταλλευόμενοι τη θέση ισχύος τους, κακοποίησαν ψυχολογικά, λεκτικά, σωματικά ή ακόμα και σεξουαλικά έπεφταν βροχή, με αποκορύφωμα την σύλληψη του γνωστού σκηνοθέτη Δημήτρη Λιγνάδη. Οι μάσκες έπεσαν. Πολλοί «βασιλιάδες» κηρύχθηκαν έκπτωτοι και πολλά θεοποιημένα είδωλα έχασαν την αίγλη τους. Όλος ο Φεβρουάριος βάφτηκε ροζ και όλοι εμείς, οι απλοί τηλεθεατές, παρακολουθούσαμε καθηλωμένοι τις εξελίξεις, ελπίζοντας, ίσως, πως αυτό το πνεύμα αλλαγής θα κρατήσει. Σήμερα όμως, μόλις μερικούς μήνες από το μεγάλο ξέσπασμα, η επιρροή του κινήματος αμφισβητείται. «Ήτανε μπόρα και πέρασε», διάβασα χαρακτηριστικά και, ομολογώ, προς μεγάλη μου έκπληξη στο twitter. Τι συμβαίνει, όμως, στην πραγματικότητα με το ελληνικό #ΜeToo και γιατί όλη η συζήτηση γύρω από αυτό το ζήτημα έχει εξασθενίσει; Ήταν η όλη προσπάθεια βασισμένη σε ξενόφερτα ερεθίσματα που οι Έλληνες αθλητές και καλλιτέχνες εκμεταλλεύτηκαν για λίγη φθηνή αναγνωσιμότητα, αλλά η ελληνική κοινωνία στάθηκε αδύνατο να δεχτεί και να αγκαλιάσει, όπως πολλοί τόλμησαν να ισχυριστούν; Έφερε αυτή η «μπόρα» κάποιο επαρκές αποτέλεσμα; Ήταν η κυβερνητική αντίδραση η πρέπουσα δεδομένης της κατάστασης;
Για να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα, ας ξεκινήσουμε από την παραδοχή μιας φαινομενικά πολύ απλοϊκής αλήθειας: οι γυναίκες (και οι άνδρες) που βρήκαν το κουράγιο να μιλήσουν, ρίσκαραν. Κλήθηκαν να τα βάλουν με άτομα που διέθεταν πολύ μεγαλύτερη εξουσία και επιρροή στην κοινή γνώμη από ό, τι οι ίδιοι. Ρίσκαραν τις καριέρες τους, ρίσκαραν να χλευαστούν, ρίσκαραν να βρεθούν ενώπιον δικαστηρίου, ρίσκαραν να αντιμετωπίσουν και πάλι βία σε οποιαδήποτε μορφή της. Θυσίασαν την ηρεμία τους, θυσίασαν όποια πρόοδο είχαν καταφέρει να σημειώσουν στο να ξεπεράσουν το οδυνηρό τους παρελθόν και αναγκάστηκαν, μάλιστα, να το αναβιώσουν. Βάζοντάς τα σε μια ζυγαριά, άξιζε λίγη τηλεοπτική προβολή και δύο-τρεις συνεντεύξεις ένα τέτοιο τίμημα; Ποιος λογικός άνθρωπος, όσο απεγνωσμένος και αν ήταν για δημοσιότητα, θα έπαιρνε μια τόσο τολμηρή απόφαση; Ίσως, λοιπόν, το κίνητρο αυτών των γενναίων ανθρώπων δεν ήταν η δημοσιότητα. Ας ψάξουμε εν τέλει ποιο ήταν.
Ας εξετάσουμε λίγο ένα συγκεκριμένο περιστατικό. Αυτό της Σοφίας Μπεκατώρου, της γυναίκας που γέννησε το ελληνικό #MeToo. Tον Δεκέμβριο του 2020, η ολυμπιονίκης μίλησε ανοιχτά για την σεξουαλική κακοποίηση που η ίδια δέχτηκε το 1998, ταρακουνώντας την ελληνική κοινωνία και μισοξυπνώντας την από τον βαθύ λήθαργο στον οποίο είχε πέσει. Ποιο όμως ήταν το κίνητρο για αυτή της την αδιαμφισβήτητα θαρραλέα πράξη; Δεν μπορεί να αποζητούσε δικαστική δικαιοσύνη, γιατί, ως γνωστόν, ένα έγκλημα που συνέβη τόσο παλιά έχει παραγραφεί. Δεν μπορεί να αποζητούσε δημοσιότητα, αφού αυτήν την κατακτά μέσω των αθλητικών της επιτευγμάτων. Δεν μπορεί να ξύπνησε εκείνο το χειμωνιάτικο πρωί σκεπτόμενη «σήμερα βαριέμαι, ας μιλήσω λεπτομερώς και δημόσια για την σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών στον χώρο του αθλητισμού». Όχι. Η Σοφία είχε έναν ξεκάθαρο στόχο: να μας δείξει τον δρόμο. Να αποδείξει έμπρακτα σε κάθε καταπιεσμένο άνθρωπο πως η εμπειρία του δεν τον καθιστά αιώνιο θύμα, πως η ιστορία του μπορεί να ακουστεί και να εμπνεύσει, πως μπορεί και ο ίδιος να συμβάλλει στην μελλοντική αποτροπή περιστατικών βίας, αν την μοιραστεί. Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως, αν όντως αυτός ήταν ο στόχος της, τον πέτυχε και με το παραπάνω. Γιατί με την ώθηση που έδωσε στο κίνημα, ένας γλυκός αέρας δικαιοσύνης φύσηξε σε όλη την χώρα, αφού κάποιοι από αυτούς, που ως τώρα τον μόλυναν, βρέθηκαν εκεί που ανήκουν, πίσω από τα σίδερα της φυλακής.
Ακόμα και η πολιτεία, που, αρχικά, επέδειξε μια τάση συγκάλυψης ορισμένων περιστατικών που συγκλόνισαν τον κόσμο του θεάτρου, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα, έθεσε τελικά προς εξέταση ορισμένες δέσμες μέτρων και τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα σχετικά με τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης στον χώρο της εργασίας και του θεάματος καθώς και την παραγραφή περιστατικών βιασμών ανηλίκων. Στόχος φαίνεται να είναι η αυστηροποίηση των ποινών για εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας και η δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος εργασίας. Η σημαντικότερη και, πιθανώς, εξυπνότερη κίνηση της κυβέρνησης ήταν η ίδρυση της πλατφόρμας metoo.gr, μιας κυβερνητικής πύλης στην οποία κάθε άνθρωπος θα μπορεί να υποβάλλει σε πραγματικό χρόνο τις καταγγελίες του σχετικά με επιθέσεις σεξουαλικής φύσεως και να ενημερώνεται. Και εκεί βρίσκεται ίσως η αποτελεσματικότερη «θεραπεία» για το νοσηρό κοινωνικό φαινόμενο της κακοποίησης. Οι αυστηρότερες ποινές, δυστυχώς, δεν φάνηκαν ουδέποτε να τρομοκρατούν τους θύτες και να τους αποτρέπουν από τις χυδαίες εγκληματικές τους πράξεις. Ίσως, λοιπόν, μοναδική λύση στο πρόβλημα είναι να αρχίσουμε να ακούμε τα θύματα. Να τα αγκαλιάζουμε αντί να προσπαθούμε να τους αποδώσουμε ευθύνες. Να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές περιβάλλον στο οποίο θα μπορούν ελεύθερα να μοιράζονται την ιστορία τους χωρίς τον κίνδυνο κοινωνικού στίγματος. Να ενημερωνόμαστε. Άλλη μια μεγάλη νίκη του κινήματος αυτή η πλατφόρμα. Βέβαια, το γεγονός ότι ουδέποτε αποδόθηκε η πραγματική πολιτική ευθύνη για την υπόθεση Λιγνάδη, δεν μπορεί παρά να επισκιάζει την όποια κυβερνητική προσπάθεια.
Ωστόσο, πραγματικά μόλις έκλεισε ο πρώτος κύκλος καταγγελιών και ξεπεράστηκε το αρχικό σοκ, το θέμα έμοιαζε πάλι να «μαζεύει». Η γυναικεία φωνή, όμως, δεν είχε σωπάσει οριστικά αλλά σιγοέβραζε. Και αυτό αποδείχτηκε, όταν λίγους μήνες αργότερα μια συντριπτική και σχεδόν συγκινητική πλειοψηφία ξαναξύπνησε απότομα, για να καταδικάσει το περιστατικό με τον επιδειξία της Νέας Σμύρνης, που φαίνεται τελικά να είναι και ύποπτος για βιασμό. Φυσικά, δεν έλειψαν και αυτοί που για ακόμα μια φορά έτρεξαν να κατηγορήσουν το θύμα, εστιάζοντας στο ντύσιμο της, την ώρα που κυκλοφορούσε, το ερωτικό της παρελθόν. Αλλά αυτές οι φωνές σχεδόν δεν ακούγονταν καν μπροστά στο ηχηρό μήνυμα για δικαστική δικαιοσύνη και υποστήριξη προς το θύμα που ομόφωνα η ελληνική κοινωνία βροντοφώναζε. Κάτι είχε αλλάξει και αυτό το σκηνικό δεν πέρασε για ακόμα μια φορά «κάτω από την μύτη μας», όπως περνούν τόσα άλλα. Ο μέσος Έλληνας ήταν πλέον λίγο πιο ευαισθητοποιημένος απέναντι σε ζητήματα γυναικείας κακοποίησης και δεν το παρακολούθησε σιωπηλά από τον καναπέ του. Ίσως ακόμα μπορούμε να θεωρήσουμε πως η μετρημένη με το κουτάλι κυβερνητική μέριμνα έφερε κάποιο αποτέλεσμα. Να, λοιπόν, γιατί είναι φαιδρό να υποθέτουμε πως το ελληνικό #MeToo μπήκε σαν μικρόβιο αλλά δεν κατάφερε να επιβιώσει στο αφιλόξενο ελληνικό περιβάλλον: γιατί το ελληνικό #MeToo ζει και βασιλεύει. Και έχει πετύχει τον στόχο του. Ευαισθητοποίησε. Όχι όλους, προφανώς. Πάντα θα υπάρχουν επαγγελματίες χλευαστές θυμάτων και αρνητές της δυσάρεστης πραγματικότητας. Αλλά είναι θετικό που τουλάχιστον ευαισθητοποίησε την ελληνική κυβέρνηση αρκετά, ώστε αυτή να λάβει κάποια μέτρα που πολύ είχαν καθυστερήσει. Και αν έστω και ένας Έλληνας ταρακουνήθηκε από την θέση του και επένδυσε έστω και ένα λεπτό από την καθημερινότητά του, για να αναθεωρήσει την ενδεδειγμένη στάση αντιμετώπισης ορισμένων ζητημάτων με τέτοια βαρύτητα, τότε σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να θεωρήσουμε την όλη προσπάθεια αποτυχημένη.
Αυτό που παραμένει μετέωρο και συνιστά, κατά την γνώμη μου, το σημείο που πρέπει να εστιάσει από εδώ και στο εξής τόσο το κίνημα όσο και η κυβέρνηση είναι η διαπαιδαγώγηση των νέων σχετικά με τα ευαίσθητα ζητήματα σεξουαλικής συμπεριφοράς. Κρίνεται ζωτικής σημασίας το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής να ενταχθεί στο ωρολόγιο σχολικό πρόγραμμα, ώστε οι νέοι να διδαχτούν από μικρή ηλικία το δικαίωμα στην σεξουαλική αυτοδιάθεση και την σημασία του «ΟΧΙ» και αυτές οι αρχές να τους γίνουν, μεγαλώνοντας, τρόπος ζωής. Ταυτόχρονα, επιμορφωτικά σεμινάρια και εκπαιδευτικές επισκέψεις, ίσως, είναι πολιτικές που θα βοηθήσουν στο να διαδοθούν τα παραπάνω μηνύματα με τρόπο πιο άμεσο και διαδραστικό. Δεν θέλουμε cheerleaders, κυρία Κεραμέως. Θέλουμε αγόρια που διδάσκονται τον σεβασμό, νέους που διδάσκονται την ισότητα. Όσες πλατφόρμες καταγγελιών και αν ανοίξουμε δεν αρκούν, αν δεν κάνουμε αυτό το απαραίτητο βήμα στον χώρο της εκπαίδευσης. Αρκετά δεν έχουμε καθυστερήσει να κάνουμε το αυτονόητο; Και αναρωτιέμαι γιατί. Ίσως είμαστε υπερβολικά συντηρητική κοινωνία, για να δεχτούμε πως τα ανήλικα παιδιά μας θα διδάσκονται για το σεξ. Δεν υπάρχει, όμως, τίποτα πρόστυχο στην ανάπτυξη μιας υγιούς σεξουαλικής συμπεριφοράς και την ομαλή διαμόρφωση μιας σεξουαλικής ταυτότητας από μικρή ηλικία.
Μπορεί, λοιπόν, το #MeToo να μην συζητείται πλέον στην τηλεόραση σε καθημερινή βάση, μπορεί να μην είναι νούμερο #1 στα trendings του Twitter, αλλά ζει πλέον μες στην συνείδησή μας και «ξυπνά» όποτε το χρειαζόμαστε. Ο Ελληνικός λαός ξέρει λίγο καλύτερα τώρα και αρχίζει να θέλει τους βιαστές στην φυλακή και τα θύματα προστατευμένα. Έχει, βέβαια, ακόμα πολλά να μάθει. Η εκπαίδευση, τα ΜΜΕ και η κυβερνητική πολιτική δεν είναι ακόμα ούτε καν κοντά εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται, ώστε καμία γυναίκα, κανένας άνθρωπος να μην αισθάνεται απροστάτευτος. Αλλά είναι αξιοθαύμαστο το ότι, επιτέλους, και μετά από αμέτρητες και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις διανύθηκε το πρώτο μικρό και διστακτικό βήμα μιας τεράστιας χιλιομετρικής απόστασης. Και αυτό το οφείλουμε στην Σοφία, στην Ζέτα, στην Αγγελική και σε όποιον άλλον έσπρωξε την μικρή και συντηρητική μας κοινωνία, για να μάθει πώς να περπατήσει έστω ένα βήμα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Καθημερινή, Μέτρα κατά της σεξουαλικής βίας, διαθέσιμο εδώ
- Συνέντευξη και Ρεπορτάζ Σοφίας Μπεκατώρου στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Ant1, διαθέσιμο εδώ
- metoogreece.gr, διαθέσιμο εδώ
- Συνέντευξη Σοφίας Μπεκατώρου στην εκπομπή «Ενώπιος Ενωπίω», διαθέσιμο εδώ
- Μέτρα κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία, nea.gr, διαθέσιμο εδώ
- Νέα Σμύρνη: Ως ύποπτος και για απόπειρα βιασμού καλείται ο 22χρονος επιδειξίας, cnn.gr, διαθέσιμο εδώ