Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Μετά την αποτρόπαιη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, η χώρα περιήλθε στο χάος της ακυβερνησίας και του εμφύλιου σπαραγμού, για μια ακόμη φορά. Την κατάσταση αυτή κλήθηκε να εξομαλύνει, μετά από δαιδαλώδεις διαβουλεύσεις και συζητήσεις, ο δευτερότοκος γιος του Λουδοβίκου Α΄, βασιλιά της Βαυαρίας και ένθερμού Φιλέλληνα. Ο τελευταίος είχε βοηθήσει έμπρακτα την Επανάσταση, τόσο με την αποστολή βοήθειας όσο και με την επιμόρφωση ελληνόπουλων στο Μόναχο. Η επίσημη επιλογή του δεκαεπτάχρονου βασιλιά Όθωνα έγινε με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, στις 7 Μαΐου 1832, τόσο από τις Μεγάλες Δυνάμεις όσο και από την Βαυαρία. Αν και στην υπογραφή δεν υπήρξε ελληνική παρουσία, στην παράδοση του στέμματος του Όθωνα παρευρέθηκαν ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Κίτσος Μπότσαρης και ο Δημήτριος Πλαπούτας.
Όμως, ο νεαρός Όθωνας δεν μπορούσε να κυβερνήσει ο ίδιος το «Βασίλειο της Ελλάδος» μέχρι το 1835, οπότε θα ενηλικιωνόταν, εισερχόμενος στο 20ο έτος της ηλικίας του. Έτσι, τα άρθρα 9 και 10 της Συνθήκης του Λονδίνου εξουσιοδοτούσαν τον Λουδοβίκο Α΄ να ορίσει μια τριμελή Αντιβασιλεία, η οποία θα αναλάμβανε την εξουσία έως την ενηλικίωση του νεαρού βασιλιά. Με διάταγμά του, στις 5 Οκτωβρίου 1832, ο Βαυαρός βασιλιάς όρισε τα μέλη της Αντιβασιλείας, 5 στον αριθμό.
Ως πρόεδρος της Αντιβασιλείας, primus inter pares, και εκπρόσωπος αυτής ορίστηκε ο Κόμης Joseph Ludwig von Armansberg (1787-1853). Διετέλεσε υπουργός οικονομικών της Βαυαρίας και κρατικός Σύμβουλος, όμως οι φιλελεύθερες ιδέες του έγιναν η αιτία να παραιτηθεί από τη θέση του, ιδέες όμως που δεν έγιναν εμφανείς στη διάρκεια της θητείας του στο ελληνικό βασίλειο. Παρά τις προστριβές του με τον ηγέτη του κράτους, η οικονομία ανορθώθηκε επί των ημερών του, με την ποιότητα ζωής των κατοίκων και την πίστη τους να βελτιώνεται σημαντικά. Η θητεία σε ένα τόσο νευραλγικό πόστο έκανε τον χαρακτήρα του σκληρό και άκαμπτο, ανεπηρέαστο από οποιαδήποτε άποψη δεν τον εύρισκε σύμφωνο. Το χαρακτηριστικό του αυτό, σε συνδυασμό με την έντονη τάση του για αυτοπροβολή και ικανοποίηση των προσωπικών του φιλοδοξιών, τον κατέστησαν αντιπαθή στα λαϊκά στρώματα. Αξίζει να σημειωθεί, πως η Αγγλία στήριζε έντονα τον Κόμη μέχρι την αντικατάστασή του, το 1837.
Ως υπεύθυνος οργάνωσης της Παιδείας, της Εκκλησίας και της Δικαιοσύνης ορίστηκε ο Georg Ludwig von Maurer (1790-1872). Πρώην βασιλικός σύμβουλος της Βαυαρικής Επικράτειας, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Μονάχου και διακεκριμένος Νομικός, ήταν ο πιο μορφωμένος από τα μέλη της Αντιβασιλείας. Γραφειοκράτης σε μεγάλο βαθμό, άφησε το στίγμα του στην οργάνωση του κρατικού μηχανισμού, ένα στίγμα που ταλαιπωρεί το κράτος έως σήμερα. Πνευματικό του τέκνο είναι το έργο «Ελληνικός Λαός», το οποίο σκιαγραφεί την εποχή και παρέχει σημαντικές πληροφορίες για πολλές πτυχές αυτής. Επηρεασμένος από το πνεύμα της Ιεράς Συμμαχίας, που κυριάρχησε στην Ευρώπη για μεγάλο διάστημα, φέρει μεγάλη ευθύνη για την επονείδιστη δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημήτριου Πλαπούτα. Βέβαια, παρά τα μελανά σημεία, που παρατηρούνται στην πορεία του, υπήρξε λάτρης του ελληνικού πολιτισμού και της λαογραφίας, βάσει της οποίας ξεκίνησε να συντάσσει τον Ελληνικό Αστικό Κώδικα. Η ανάκλησή του από την Ελλάδα εμπόδισε την ολοκλήρωσή του.
Το τρίτο μέλος της Αντιβασιλείας, ο αντιστράτηγος Karl Willhelm von Heideck (1788-1861), ανέλαβε το δύσκολο έργο της οργάνωσης του στρατού και του ναυτικού. Από τα 5 μέλη, ήταν ο μοναδικός που είχε βρεθεί στην Ελλάδα, ως επικεφαλής στρατιωτικού σώματος Βαυαρών, το οποίο είχε σταλεί στην Ελλάδα το 1826, μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου. Είχε, επίσης, αναλάβει το αξίωμα του προέδρου στην Επιτροπή των Εράνων, θέση που προϋποθέτει αδαμάντινο χαρακτήρα, ενώ ορίστηκε από τον Καποδίστρια φρούραρχος Ναυπλίου. Επηρεαζόταν έντονα από τον Maurer, τον οποίο θαύμαζε, ενώ οι πρωτοβουλίες, που ανέλαβε πάνω στις αρμοδιότητές του, ήταν ελάχιστες.
Τα δύο έτερα μέλη της Αντιβασιλείας ήταν ο Karl von Abel και ο Johann Baptist Greiner. Ο πρώτος, πρώην σύμβουλος του βαυαρικού Υπουργείου Εξωτερικών, διορίστηκε αναπληρωματικό μέλος της Αντιβασιλείας, ενώ ο δεύτερος, κρατικός λειτουργός της Βαυαρίας, αποτέλεσε τον σύνδεσμο μεταξύ της Αντιβασιλείας και των Υπουργείων. Τα Υπουργεία, τα οποία είχαν ιδρυθεί κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, νομιμοποιήθηκαν και μετονομάστηκαν σε Γραμματείες, με τους Υπουργούς να ονομάζονται Γραμματείς της Επικρατείας, με διάταγμα, που υπεγράφη στις 3 Απριλίου 1833.
Πρόεδρος του κυβερνητικού σχηματισμού των Γραμματειών διατηρήθηκε ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο οποίος ανέλαβε και τη Γραμματεία Εξωτερικών. Ο Χριστόδουλος Κλωνάρης ανέλαβε τη Γραμματεία Δικαιοσύνης, ο Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός τη Γραμματεία Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαιδεύσεως, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ορίστηκε Γραμματέας Οικονομικών, ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος ανέλαβε τη Γραμματεία Πολέμου και ο Δημήτριος Βούλγαρης τη Γραμματεία Ναυτικών. Σε αυτό το σημείο, να τονιστεί το γεγονός, πως την πρωτοβουλία λήψης των αποφάσεων διέθετε η Αντιβασιλεία, με τις Γραμματείες να έχουν την ευθύνη της εφαρμογής τους. Ένας νέος θεσμός που εισήχθη και συμπλήρωνε την κεντρική διοίκηση ήταν το Ανακτοβούλιο, το οποίο αποτέλεσε συμβουλευτικό όργανο του βασιλιά, αποκτώντας ισχύ κυρίως μετά την ενηλικίωση του Όθωνα.
Η νομιμοποίηση και μετονομασία των Υπουργείων συνοδεύτηκε από τον καθορισμό του όρκου πίστεως προς τον βασιλιά, της βασιλικής σημαίας, τη δημιουργία των σφραγίδων του κράτους και των διοικητικών οργάνων, ενώ ορίστηκε η «Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος» ως όργανο της Κυβέρνησης. Παρά το γεγονός, ότι η Αντιβασιλεία δεν επιθυμούσε την εμπλοκή κομματικών εκπροσώπων στη διοίκηση, εντούτοις δεν το έκανε πράξη, με την παρουσία προσώπων του αγγλικού και του γαλλικού κόμματος να είναι έντονη. Η μειονεκτική θέση των στελεχών του ρωσικού κόμματος συνοδεύτηκε από αντιδράσεις της Ρωσίας.
Η πορεία της Αντιβασιλείας, με όλα τα αρνητικά της οργάνωσής της και των προσώπων του διοικητικού μηχανισμού, προβλεπόταν ανηφορική και δύσβατη. Οι προθέσεις των πρωταγωνιστών, όσο αγαθές και αν ήταν, αμβλύνονταν και διαστρεβλώνονταν από δυσεπίλυτα προβλήματα, τα οποία έκρυβαν παθογένειες και προσωπικές φιλοδοξίες, χαρακτηριστικά που ταλαιπωρούν το κράτος έως και τη 2η δεκαετία του 21ου αιώνα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Α. Σ. Σκανδάμη (1961), Η Τριακονταετία της Βασιλείας του Όθωνος: Σελίδες Πολιτικής Ιστορίας και Κριτικής, Τόμος Α΄, Μέρος Α΄, Αθήνα: χωρίς εκδότη.
- Συλλογικό Έργο (1977), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Νεότερος Ελληνισμός από 1833 ως 1881, Τόμος ΙΓ΄, (2η Έκδ.) Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
- A. J. Petropoulos (1997), Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), Αθήνα: Εκδόσεις 2τ.