Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Ο Αλέξανδρος Γ΄ της Μακεδονίας, ο οποίος έλαβε το προσωνύμιο «Μέγας», ήταν αυτός που έθεσε τις βάσεις για τη μετέπειτα ανάπτυξη των ελληνιστικών βασιλείων και του πολιτισμού τους, μέσα από τα εδάφη που κατέκτησε στην Ανατολή. Ο ίδιος δεν πρόλαβε να διοικήσει για μεγάλο διάστημα το σύνολο των νέων περιοχών που κατέκτησε, καθώς το 323 π.Χ. πέθανε στη Βαβυλώνα. Η απουσία ενός απογόνου το έτος του θανάτου του περιπλέκει το ζήτημα της διαδοχής. Αν και η γυναίκα του Ρωξάνη ήταν έγκυος στο παιδί του, αυτό δεν είχε γεννηθεί για να μπορέσει να οριστεί ως διάδοχος. Ακόμη όμως και αν είχε γεννηθεί, η εξουσία δε θα ασκούνταν από το ίδιο το παιδί, αλλά από έναν επίτροπο ή αντιβασιλέα, καθώς δε θα ήταν σε θέση να διοικήσει πριν ενηλικιωθεί. Συνεπώς, δεν υπήρχε κάποιος άμεσος κληρονόμος του.
Από την άλλη ο ετεροθαλής του αδελφός του, Φίλιππος Αριδαίος, γιος του πατέρα του Φιλίππου Β΄ από μια άλλη γυναίκα, επίσης δεν ήταν σε θέση ν’ αναλάβει τα καθήκοντα αυτά, διότι υστερούσε νοητικά. Το ερώτημα που προκύπτει είναι «τελικά ποιος θ’ ασκήσει την εξουσία σε μια τόσο αχανή αυτοκρατορία;». Η λύση θα έρθει από τους αποκαλούμενους διαδόχους, δηλαδή τους ανώτερους αξιωματικούς και στρατιωτικούς της αυτοκρατορίας που ήταν στο πλευρό του Αλεξάνδρου.
Όμως, όπως ήταν φυσικό, οι μνηστήρες για αυτή τη θέση ήταν πολλοί. Έτσι για αρκετά χρόνια θα υπάρξουν μεγάλες διαμάχες για το ποιος θα επικρατήσει, οι οποίες είναι ευρύτερα γνωστές ως Πόλεμος των Διαδόχων. Από τους πιο σημαντικούς διεκδικητές ήταν ο Αντίπατρος, ο Αντίγονος, ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος και ο Πτολεμαίος. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων ήταν η κατάτμηση της αυτοκρατορίας σε μικρότερα βασίλεια. Η τελική μορφή τους εμφανίζεται το 301 π.Χ. μετά από τη μάχη της Ιψού. Ένα από τα βασίλεια που προέκυψε είναι αυτό της Αιγύπτου, με τον Πτολεμαίο να κερδίζει τα εδάφη αυτά και να δημιουργεί τη δική του δυναστεία. Πατέρας του ήταν ο Λάγος (γι’ αυτό η δυναστεία εκτός από Πτολεμαϊκή καλείται και δυναστεία των Λαγιδών), ένας ευγενής της Μακεδονίας, και μητέρα του η Αρσινόη.
Ο Πτολεμαίος άνηκε στο κύκλο των βασιλικών παίδων. Με τον όρο αυτό νοούνται τα παιδία των ευγενών που μεγάλωναν κοντά στον διάδοχο του Μακεδονικού Βασιλείου και λάμβαναν παρόμοια εγκύκλια και στρατιωτική εκπαίδευση, προκειμένου να πλαισιώσουν στο μέλλον τον εκκολαπτόμενο βασιλιά ως στρατηγοί. Με αυτό το ρόλο ακολούθησε τον Αλέξανδρο στη μακρά του εκστρατεία, γενόμενος ένας από τους σωματοφύλακές του.
Ως βασιλιάς της Αιγύπτου –αυτοανακηρύχθηκε το 305 π.Χ.- είχε υπό την εξουσία του την Κοίλη Συρία και Παλαιστίνη, την Κύπρο, τη νότια ακτή της Μικράς Ασίας και την Κυρήνη. Ανάλογα την εποχή, κάποιες από τις περιοχές αυτές άλλαζαν χέρια λόγω των πολέμων. Για να μπορέσει να εδραιώσει την εξουσία του, ο Πτολεμαίος προσπάθησε όσο περισσότερο μπορούσε να συνδεθεί με τον Αλέξανδρο, που ήδη από τότε είχε λάβει θεϊκή υπόσταση. Έτσι, πήρε τη σορό του Αλεξάνδρου και την έθαψε στη Μέμφιδα, πιστεύοντας πως με αυτόν τον τρόπο θα περνούσε στη συνείδηση των υπηκόων του ως ο μόνος διάδοχός του. Επίσης, εισήγαγε στον εμπροσθότυπο του αργυρού νομίσματός του την κεφαλή του Αλεξάνδρου, η οποία φέρει μια δορά ελέφαντα, ως μια αναφορά στη νίκη που είχε ο νεκρός πια βασιλιάς ενάντια στο Βασιλιά Πώρο και των ελεφάντων του, το 326 π.Χ. στη βόρεια Ινδία, θέλοντας να δείξει πως αυτός είναι ο πνευματικός κληρονόμος και συνεχιστής του. Μια ακόμα τακτική που χρησιμοποίησε ο Πτολεμαίος και οι συνεχιστές του ήταν η συγγενική σύνδεση της οικογένειας με έναν θεό, εν προκειμένω με τον Διόνυσο, προβάλλοντας παράλληλα πως είχαν και κάποιους δεσμούς με τον μυθικό ήρωα Ηρακλή. Στην ουσία ολόκληρη η δυναστεία αποκτούσε μια θεϊκή καταγωγή.
Μια ακόμη παράμετρος που συνέβαλλε στην εδραίωση και επικράτηση των Πτολεμαίων ήταν και η παρουσία του στρατού, που καλούνταν να υπερασπιστεί το βασίλειο απέναντι στις επιβουλές των γειτόνων. Ο στρατός αποτελούνταν τόσο από μόνιμα σώματα όσο και από μισθοφορικά, που ήταν στη διάθεση του βασιλιά, ενώ σε περιόδους που δεν υπήρχαν πολεμικές συγκρούσεις χρησιμοποιούνταν ως αστυνομικοί και φρουροί των πόλεων. Η ανταμοιβή τους δεν ήταν χρηματική, αλλά τους παρέχονταν εκτάσεις γης για καλλιέργεια. Επίσης, σημαντικό ρόλο για τη διατήρηση της δυναστείας έπαιζε και η διοίκηση, η οποία είχε έναν συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό χαρακτήρα. Το βασίλειο είχε χωριστεί σε 40 νομούς (οι μισοί στην Άνω Αίγυπτο και οι άλλοι μισοί στην Κάτω) που με τη σειρά τους είχαν μικρότερες επαρχίες, ενώ καθένας από αυτούς τους νομούς διέθετε τους δικούς του διοικητές. Αξιώματα ιδιαίτερης σημασίας που υπήρχαν στους νομούς ήταν αυτό του Νομάρχη, που ήταν αρμόδιος για την οικονομική παραγωγή, του Οικονόμου, που μεριμνούσε για τη δημοσιονομική διαχείριση και του Βασιλικού Γραμματέα, που φρόντιζε τα λογιστικά θέματα. Τα αξιώματα αυτά βρίσκονταν συνήθως στα χέρια Ελλήνων. Όλοι αυτοί ήταν υφιστάμενοι του κεντρικού διοικητή στην Αλεξάνδρεια, που ήταν και η πρωτεύουσα από το 311 π.Χ. με απόφαση του Πτολεμαίου, και λεγόταν Διοικητής. Οι πληροφορίες αυτές και άλλες πολλές μας έχουν σωθεί από τα αρχεία που διέθεταν οι υπάλληλοι αυτοί σε πάπυρο, οι οποίοι λόγω των κλιματολογικών συνθηκών της περιοχής μπόρεσαν να διατηρηθούν. Ένα τέτοιο αρχείο, το σημαντικότερο και παλαιότερο της ελληνιστικής περιόδου, είναι αυτό του Ζήνωνα, το οποίο χρονολογείται τον 3ο αιώνα π.Χ.
Μέσα από αυτά τα χαρακτηριστικά η δυναστεία μπόρεσε να διατηρηθεί για αρκετούς αιώνες, μέχρι το 31 π.Χ. οπότε πέφτει στα χέρια των Ρωμαίων, βάζοντας ένα τέλος στην ελληνιστική εποχή, καθώς ήταν το μόνο βασίλειο που είχε απομείνει εκείνη την περίοδο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Δ΄ «Μέγας Αλέξανδρος Ελληνιστικοί Χρόνοι», Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 1973.
- Hans-Joachim Gehrke, Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, μετάφραση Άγγελος Χανιώτης, Αθήνα:Εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2009.
- Claude Mosse, Annie Schnapp-Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2.000-31 π.Χ.), μετάφραση Λύντια Στεφάνου, Εκδόσεις Δ.Ν. Παπαδήμα, 2015.