Του Παναγιώτη Χριστοδούλου,
Το happy ending κάθε αμερικανικής αστυνομικής σειράς ή ταινίας είναι σχεδόν το ίδιο. Ύστερα από ένα εντυπωσιακό μοντάζ καταδίωξης και αγωνιώδους μουσικής, οι πρωταγωνιστές καταφέρνουν και συλλαμβάνουν τον δράστη, συχνά με δραματικό τρόπο. Αφού τον ακινητοποιήσουν και την ώρα που του φοράνε χειροπέδες, αρχίζει τότε κάποιος να λέει το γνώριμο στιχάκι “You have the right to remain silent!” με τον ήχο να φθίνει και το πλάνο να εστιάζει πάλι πίσω στους ήρωες.
Παρά την γεμάτη κοινοτυπίες αποτύπωση της εικόνας αυτής στον κόσμο του Hollywood, η πραγματικότητα δεν βρίσκεται πολύ μακριά· στον πυρήνα κάθε σύλληψης βρίσκεται πράγματι η ανάγνωση στον ύποπτο ενός καταλόγου δικαιωμάτων που αρχίζει με την παραπάνω -πιασάρικη κινηματογραφικά- φράση. Πρόκειται για τα ονομαζόμενα “Miranda Rights” κάθε συλληφθέντος, η ανάγνωση των οποίων αποτελεί την θεμελιωδέστερη προϋπόθεση για τη νομιμότητα οποιασδήποτε ανάκρισης.
Η γένεση της πρακτικής αυτής, η οποία συνιστά πλέον τη δικονομική πεπατημένη του αμερικανικού ποινικού δικαίου, εντοπίζεται στο 1966· λίγο νωρίτερα, ο Ernesto Miranda συνελήφθη από την αστυνομία της Arizona για κατηγορίες απαγωγής και βιασμού. Στην δίκη που ακολούθησε, και παρά την έλλειψη άλλων στοιχείων, κύριο αποδεικτικό μέσο εναντίον του αποτέλεσε η έγγραφη ομολογία που έδωσε στις ανακριτικές αρχές, στην οποία μάλιστα συμπεριλήφθηκε η δήλωση ότι είχε λάβει γνώση των δικαιωμάτων του ως κατηγορούμενος. Ωστόσο, όπως προέκυψε από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, σε κανένα στάδιο της ανάκρισης του δεν πληροφορήθηκε ο Miranda για το δικαίωμα σιωπής και μη αυτενοχοποίησης που του παρείχε η 5η τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος. Παράλληλα, αντίστοιχη ήταν η απουσία ενημέρωσης τους για το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, όπως προβλέπει η 6η τροπολογία.
Και πράγματι, μολονότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε η θεμελίωση των ανωτέρω δικαιωμάτων του υπόπτου, μέχρι τότε στην δικαστηριακή πρακτική δεν προέκυπτε από πουθενά ότι οι αρχές υποχρεούνται να ενημερώνουν τους συλληφθέντες για την δυνατότητα άσκησης τους. Η καταδίκη του Miranda από τα δικαστήρια της Arizona έδωσε την αφορμή στο Supreme Court να θέσει ορισμένες βάσεις για τη νομιμότητα της ανακριτικής διαδικασίας. Στην ομότιτλη απόφαση του ίδιου έτους (Miranda v. Arizona), το δικαστήριο διατύπωσε έναν γενικό κανόνα, κηρύσσοντας απαράδεκτα τα αποδεικτικά μέσα που λαμβάνονται στο πλαίσιο της κράτησης υπόπτων και κατηγορουμένων εφόσον δεν έχει απαγγελθεί σε αυτούς ένας βασικός κατάλογος με τα δικαιώματα τους.
Αυτά με τη σειρά τους εντάσσονται σε δύο διακριτούς άξονες· πρώτον, οι αρχές οφείλουν να διατυπώνουν απερίφραστα το δικαίωμα σιωπής του υπόπτου, με την ταυτόχρονη διευκρίνηση ότι τυχόν παραίτηση του από το δικαίωμα αυτό θα χρησιμοποιηθεί προς την κατάφαση της ενοχής του. Δεύτερον, εξίσου θεμελιώδης είναι η γνωστοποίηση σε κάθε κατηγορούμενο ότι δικαιούται να έχει πρόσβαση στον συνήγορο του, ενώ στην περίπτωση που δεν έχει συνήγορο, ότι μπορεί να ζητήσει να διοριστεί γι’ αυτόν ένας από τις αρχές.
Πάνω στη βάση αυτή, τυποποιήθηκε έτσι η απαγγελία αυτών των ουσιωδών δικαιωμάτων, τα οποία -κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου- αποτελούν το αναγκαίο αντιστάθμισμα στον κίνδυνο απόσπασης ψευδών ή βεβιασμένων ομολογιών, αλλά και στην ίδια την ψυχολογική πίεση των ανακριτικών διαδικασιών. Χάρη στην κατάλληλη ενημέρωση του κατηγορουμένου εξασφαλίζεται ότι οποιαδήποτε δήλωση ή πληροφορία ανακύπτει κατά τη διάρκεια της ανάκρισης θα είναι «προϊόν ελεύθερης βούλησης και όχι φόβου ή εξαναγκασμού». Διότι επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η κατοχύρωση του δικαιώματος σιωπής ή παράστασης με συνήγορο θα έμενε κενό γράμμα αν δεν δινόταν πραγματικά η δυνατότητα στον ύποπτο να ενεργοποιήσει την προστατευτική τους ισχύ.
Αξίζει να σημειωθεί δε ότι, αν και οι δυτικές έννομες τάξεις προστατεύουν πλέον με διάφορες θεσμικές και δικονομικές εγγυήσεις τη θέση των κατηγορουμένων, ο αντίκτυπος της Miranda v. Arizona ήταν τεράστιος, καθώς επέκτεινε σε πρωτόγνωρα για την εποχή εκείνη επίπεδα τη συνταγματική προστασία όσων βρίσκονται υπό το καθεστώς της αστυνομικής κράτησης. Χαρακτηριστικό είναι δε ότι και το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έχει μείνει πιστό στο δόγμα αυτό και συνολικά έχει διατηρήσει μέχρι σήμερα τον πυρήνα των “Miranda Rights”.
Όλες αυτές οι παραδοχές βρίσκονται, επιπλέον, και σε απόλυτη συμφωνία με τις ρυθμίσεις του Ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος -μολονότι δεν απαιτεί την χαρακτηριστική χολιγουντιανή διατύπωση- προβλέπει ρητώς το δικαίωμα σιωπής και παράστασης με δικηγόρο για τους υπόπτους και τους κατηγορουμένους. Αποτελώντας ίσως τον καθρέπτη της υπόθεσης Miranda, το άρθρο 95 του Κώδικα κατοχυρώνει ειδικότερα την υποχρέωση των αρχών να ενημερώνουν για τα προβλεπόμενα στο νόμο δικαιώματα τους συλληφθέντες, υποχρέωση που περιλαμβάνει μάλιστα και την χορήγηση σχετικού εγγράφου.
Εκτός από την υλοποίηση των επιταγών που επιτάσσει ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, με τον τρόπο αυτό το Supreme Court επιχείρησε να περιορίσει τα φαινόμενα αστυνομικών αυθαιρεσιών (όπως π.χ. η χρήση αθέμιτων και παραπλανητικών μεθόδων ανάκρισης) και αποτρέπεται μια τυχόν incommunicado ανάκριση που προσιδιάζει μόνο σε απολυταρχικά καθεστώτα. Από την άλλη, είναι φανερό ότι δεν πλήττεται η διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης, πράγμα που προκύπτει από το -ειρωνικό ίσως- γεγονός ότι ο ίδιος ο Ernesto Miranda, κατά την επανεκδίκαση της υπόθεσης του το 1967, κρίθηκε εκ νέου ένοχος και οδηγήθηκε και πάλι στη φυλακή, αφήνοντας όμως πίσω του μία σημαντική κληρονομιά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ