12 C
Athens
Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΣκέψεις για την ελληνική πολιτική σκηνή μετά τις εκλογές στο Περού

Σκέψεις για την ελληνική πολιτική σκηνή μετά τις εκλογές στο Περού


Του Δημήτρη Τόλια, 

Παρατηρώντας τα όσα συμβαίνουν στις προεδρικές εκλογές του Περού, κάνω ορισμένες σκέψεις για την ελληνική πολιτική σκηνή. Πολλές φορές, υποτιμάμε την ποιότητα της εγχώριας αντιπαράθεσης. Όντως, σε πολλές περιπτώσεις, οι τόνοι ανεβαίνουν και η πολιτική συζήτηση, κατά καιρούς, εκτροχιάζεται σε «επιχειρηματίες», «κότερα», «χούντες», «καθεστώτα» και άλλες υπερβολικές διατυπώσεις που εκκινούν είτε από τη Νέα Δημοκρατία είτε τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε σχέση, όμως, με όσα συμβαίνουν στο Περού, η ποιότητα του διαλόγου είναι αξιοπρεπέστατη. Ακόμη και η πόλωση που προκλήθηκε το 2015 στην Ελλάδα δεν μοιάζει σε τίποτα με το πολωτικό κλίμα που επικρατεί στο Περού αυτές τις ημέρες. Στο παρόν άρθρο, θα μελετήσουμε συγκριτικά ορισμένα σημεία της πολιτικής αντιπαράθεσης σε Ελλάδα και Περού.

Πηγή εικόνας: The Saxons

Μέχρι την ώρα που το άρθρο γράφεται, ο Pedro Castillo έχει ανατρέψει το Exit Poll και έχει αποκτήσει μικρό προβάδισμα έναντι της Keiko Fujimori, στον δεύτερο γύρο των Προεδρικών εκλογών του Περού. Η πόλωση στο Περού μεταξύ των δύο είναι πολύ μεγάλη. Το Προεδρικό σύστημα έχει διαμορφώσει ένα πεδίο έντονης πόλωσης, η οποία, όποιος και αν είναι ο νικητής, δεν θα έχει διεξόδους εκτόνωσης. Στην Ελλάδα υπήρξαν στιγμές μεγάλης πόλωσης. Είτε δούμε τον Ιούλιο του 2015 είτε τον Ιούνιο του 1989, μπορούμε να βρούμε στιγμές που ο πολιτικός λόγος είχε δυναμιτίσει το κλίμα. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις ο κοινοβουλευτισμός παρείχε την απαραίτητη συναίνεση, προκειμένου να προστατευτεί η δημοκρατία.

Οι νέες εκλογές και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος και στις δύο περιπτώσεις εκτόνωσαν το κλίμα άμεσα. Αντίθετα, στο Περού η ένταση θα εγκλωβιστεί εντός των ορίων της θητείας του νέου Προέδρου. Ο Πρόεδρος θα δρα ανεπηρέαστος από το κοινοβούλιο και το κλίμα θα αναζωπυρώνεται διαρκώς. Σίγουρα, τα εργαλεία που παρέχει το κοινοβουλευτικό σύστημα επιτρέπουν την ερμηνεία μεγάλου μέρους της κατάστασης. Ωστόσο, δεν είναι μόνον τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο διαφορετικών συστημάτων διακυβέρνησης των δύο κρατών που επηρεάζουν το αποτέλεσμα.

Η Keiko Fujimori είναι η κόρη του Alberto Fujimori, πρώην Προέδρου του Περού, ο οποίος είναι καταδικασμένος σε φυλάκιση για διαφθορά και παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όχι μόνο από την αντιπολίτευση αλλά και από πολιτικούς αναλυτές χαρακτηρίζεται στη βιβλιογραφία ως δικτάτορας, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη θητεία του ως Πρόεδρος. Η κόρη του, Keiko, έχει υποσχεθεί πως σε περίπτωση εκλογής της θα του δώσει χάρη. Και στις εκλογές του 2011 αλλά και στις εκλογές του 2016 η Fujimori είχε καταφέρει να περάσει στον δεύτερο γύρο, αλλά ηττήθηκε. Ο αντίπαλός της το 2021, Pedro Castillo, είναι ένας δάσκαλος που ήρθε από το πουθενά. Παιδί μιας οικογένειας αγροτών χαμηλών στρωμάτων, εκπροσωπεί την αριστερά.

Πηγή εικόνας: cnn.gr/ AP Photo/Guadalupe Pardo

Εν μέσω, λοιπόν, πανδημίας στο Περού παρατηρούμε μια κορύφωση της πόλωσης πάνω σε μεγάλα σχίσματα. Για τους οπαδούς της Fujimori, ο Castillo είναι ένας επικίνδυνος κομμουνιστής, που θα προκαλέσει αναταραχή στην χώρα, ενώ για τους οπαδούς του Castillo η Fujimori σημαίνει την επιστροφή στον ακροδεξιό αυταρχισμό. Τα μεγάλα αυτά σχίσματα δεν τα έχουμε στην Ελλάδα. Μπορεί ο Κ. Μητσοτάκης να μιλούσε από το βήμα της βουλής για «ανοχή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ σε αναρχικές παρακρατικές ομάδες» ή ο Α. Τσίπρας να αναφέρθηκε σε «πολιτική αστυνομικής βίας και καταστολής», ωστόσο, σε κανένα σημείο η συζήτηση δεν δυναμίτισε το πολιτικό κλίμα. Η κατάληξη αυτής της ρητορικής τους στη Νέα Σμύρνη δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα με όσα συμβαίνουν στο Περού τα τελευταία χρόνια. Στην Ελλάδα επικρατεί μια ευρεία κομματική συναίνεση στην διαχείριση της πανδημίας. Ακόμη και κόμματα συνωμοσιολογικής νοοτροπίας, όπως για παράδειγμα η Ελληνική Λύση, έχουν αποφύγει να δηλητηριάσουν τον πολιτικό διάλογο, όπως έχει γίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στην Ουγγαρία ή ακόμη και την Ισπανία.

Τα μεγάλα σχίσματα που συναντάμε στο Περού δεν παρουσιάζονται στην Ελλάδα. Ακόμη και τα σχίσματα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» του 2015 ή το «Δεξιά-Αντιδεξιά» της δεκαετίας του 1980, εκφράστηκαν μέσω του πολιτικού διαλόγου με μικρές παραφωνίες. Όσο κι αν η συζήτηση ξέφευγε με χαρακτηρισμούς όπως «εφιάλτης», «αποστάτης», «ολιγαρχία», «γερμανοτσολιάδες» και «προδότες», ο διάλογος και οι θεσμικές διαδικασίες προσέφεραν την άμεση εκτόνωση.

Το 1992, συζητούσαμε για οποιοδήποτε άλλο θέμα πέραν του «βρώμικου 89’», όπως και το 2018 είχαμε πάψει να διακρίνουμε τους πολιτικούς σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς» κ.ο.κ. Το 1993, ολοκληρώθηκε με σεβασμό σε κάθε θεσμική δημοκρατική διαδικασία η εναλλαγή από ΠΑΣΟΚ σε ΝΔ και πάλι σε ΠΑΣΟΚ, όπως το 2019 με τον ίδιο τρόπο ολοκληρώθηκε μια εναλλαγή από ΝΔ-ΠΑΣΟΚ σε ΣΥΡΙΖΑ και από ΣΥΡΙΖΑ σε ΝΔ. Στο Περού, πριν μια εβδομάδα, 16 άνθρωποι έπεσαν νεκροί από επίθεση της οργάνωσης της άκρας Αριστεράς, «Φωτεινό Μονοπάτι», που καλούσε τους Περουβιανούς να μην ψηφίσουν στις εκλογές. Επιπλέον, σύμφωνα με το BBC, «7 από τους τελευταίους 10 ηγέτες της χώρας έχουν είτε καταδικαστεί είτε ερευνηθεί για διαφθορά».

Πηγή εικόνας: star.gr

Ένα τελευταίο σημαντικό σημείο που θέλω να αναδείξω είναι εκείνο της συνέχειας. Στην Ελλάδα παρουσιάζεται εδώ και πολλές δεκαετίες μια συνέχεια των πολιτικών κατευθύνσεων, ιδιαίτερα της εξωτερικής πολιτικής. Η ευρωπαϊκή προοπτική δεν αμφισβητήθηκε εμπράκτως από κανένα κόμμα. Παρά τις διακηρύξεις του ΠΑΣΟΚ το ’81: «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», η Ελλάδα εμβάθυνε τις δεκαετίες του 80’ και του 90’ τις σχέσεις της με την ΕΟΚ (αργότερα Ευρωπαϊκή Ένωση). Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τον ριζοσπαστισμό του πριν από το 2012, νωρίς αποκλιμάκωσε τον πολιτικό του λόγο σε θέσεις κριτικής συμπόρευσης με την ΕΕ. Γι’ αυτό και η άμεση εκκίνηση διαπραγματεύσεων, το δημοψήφισμα και η ψήφιση της συμφωνίας δίχως καμία πρόθεση εξόδου από το κοινό οικοδόμημα.

Στο Περού, υπό την απειλή της επανόδου του Φουχιμορισμού και υπό την πίεση του προεδρικού συστήματος 2 γύρων, οι αντίπαλοι της Keiko Fujimori από φιλελεύθεροι ως σοσιαλιστές έπρεπε να «κλείνουν το μάτι» ακόμα και σε ακραίες θέσεις, προκειμένου να συσπειρώνουν τους ψηφοφόρους. Οι διαφορετικών αντιλήψεων Πρόεδροι και ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας των εκλογών προκαλούν μια διαρκή ασυνέχεια μεταξύ των σημαντικών πολιτικών που ακολουθούνται στο Περού. Στην Ελλάδα, οι διαφορετικές κυβερνήσεις προφανώς και φέρνουν σημαντικές ιδεολογικές και διαχειριστικές αλλαγές, ωστόσο, στα ζητήματα υψηλής πολιτικής η κατεύθυνση είναι κοινή, ακόμη και αν χρειάζονται υποχωρήσεις (αποδοχή της ΕΟΚ από το ΠΑΣΟΚ το 1985, ψήφιση της συμφωνίας το 2015 από τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και η έμμεση αποδοχή της συμφωνίας των Πρεσπών από σημερινά κυβερνητικά στελέχη, ιδιαίτερα του Υπουργείου Εξωτερικών).

Καταλήγοντας, αν και πολλές φορές παραπονιόμαστε στην Ελλάδα πως η ποιότητα του πολιτικού διαλόγου είναι χαμηλή, συγκρίνοντας το πολιτικό κλίμα της ελληνικής πολιτικής σκηνής με το έντονα πολωμένο κλίμα στο Περού ή με τον διάλογο σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, έχω την εντύπωση πως η Ελλάδα, ιδιαίτερα μπροστά στην υγειονομική κρίση, παρουσίασε μια αξιοθαύμαστη -πλην παραφωνιών- συναίνεση στην αντιμετώπισή της, η οποία σε λίγα κράτη παρατηρήθηκε. Δεν είναι μόνον ότι αποφύγαμε συνωμοσιολογικές κομματικές ρητορικές περί «Σόρος» και «τσίπ» ή ρητορικές άρνησης του Lockdown και υποστήριξης της «ανοσίας της αγέλης». Η συναίνεση εμφανίστηκε στην δύσκολη στιγμή και συγκράτησε μια ολόκληρη κοινωνία, όπως συνέβη τελικά ακόμη και μετά το 2015, το 1989 και το 1981. Επομένως, θεωρώ πως δεν πρέπει να υποτιμάμε την αξία της συναινετικής κουλτούρας στην Ελλάδα με την πρώτη αμελητέα παραφωνία.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Τόλιας
Δημήτρης Τόλιας
Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στον Ωρωπό Αττικής. Είναι αριστούχος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ασχολείται με την πολιτική ανάλυση και την πολιτική επικοινωνία έχοντας εργασιακή και ερευνητική εμπειρία στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Ερευνητικά του ενδιαφέροντα αποτελούν τα πολιτικά κόμματα, τα πολιτικά και εκλογικά συστήματα και η πολιτική κοινωνιολογία.