Της Μαρίας Κελεπούρη,
Μια Ουκρανή με εβραϊκές ρίζες ταξιδεύει μαζί με την οικογένειά της, μετά την επικήρυξη του πατέρα της λόγω της Οκτωβριανής επανάστασης, για να φτάσει τελικά σε μια μικρή πόλη της Γαλλίας. Η Ιρέν Νεμιρόβσκι είναι η ίδια ένα κράμα από κουλτούρες, παραδόσεις και διαφορετικούς τρόπους ζωής. Ίσως αυτό να ήταν το μυστικό για την επιτυχία που γνώρισαν τα μυθιστορήματά της.
Το τελευταίο της, όμως, έργο, τη μη ολοκλήρωση του οποίου οφείλει στην καταδίωξη από τους Ναζί, αποτελεί αναπαράσταση των εμπειριών της από την γαλλική κοινωνία, παρατηρώντας κάθε ανθρώπινη φιγούρα σαν να είναι μέρος ενός περίτεχνου και προκαθορισμένου παιχνιδιού. Η «Γαλλική Σουίτα» σώθηκε ως χειρόγραφο σε μια τσάντα που κουβαλούσε η κόρη της Νεμιρόβσκι μετά τον θάνατο και των δύο της γονιών στο Άουσβιτς. Υπό την προστασία μιας οικογενειακής τους φίλης, εκείνη και η αδερφή της άλλαζαν συνεχώς τόπους, ώστε να καταφέρουν τελικά να παραμείνουν σώες ως το πέρας των διωγμών. Την μεγαλύτερη κόρη, τη Ντενίζ, σ’ όλες αυτές τις διαδρομές συνόδευε το καλά φυλαγμένο γραπτό της μητέρας της, που παραδόξως δεν χάθηκε στις πολλαπλές μετακινήσεις, μάλλον επειδή προοριζόταν να διαβαστεί από χιλιάδες κόσμο και να χαρίσει στην δημιουργό του το βραβείο Renaudot, ως το δώρο αναγνώρισης της.
Ήταν δύσκολο για την Ντενίζ να διαβάσει το τελευταίο έργο της μητέρας της, γι’ αυτό και η πρώτη έκδοσή του έγινε μόλις το 2004, 62 χρόνια μετά τον θάνατο της Ιρέν. Η άνευ προσδοκιών απήχηση της «Γαλλικής Σουίτας» οδήγησε στην ιδέα παρουσίασης αυτής της ιστορίας στο κινηματογραφικό πανί. Εκεί όπου οι ήρωες θα αποκτούσαν πρόσωπα, η φαντασία συγκεκριμένο σκηνικό και τα συναισθήματα θα μοιράζονταν μεταξύ ηθοποιών και κοινού. Και πέτυχε. Η ταινία εστιάζει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, το επονομαζόμενο «Ντόλτσε», όταν στις 4 Ιουνίου 1940, οι Γερμανοί στρατιώτες εισέβαλαν σε μια μικρή πόλη της κεντρικής Γαλλίας, στο Βισύ και μετά την εγκαθίδρυσή τους, επιτάξαν τα σπίτια της περιοχής.
Το 2014, σ’ ένα δράμα εποχής η Μισέλ Γουίλιαμς υποδύθηκε την κεντρική ηρωίδα, Λουσίλ, που ζει με την πεθερά της κάτω από την ίδια στέγη, ενώ περιμένει τον νέο σύζυγό της να επιστρέψει ζωντανός από τον πόλεμο. Η μοίρα φέρνει στην πόρτα της τον Γερμανό αξιωματικό Μπρούνο, ο οποίος επιλέγει να μείνει μαζί με αυτές τις δύο γυναίκες. Η Λουσίλ νιώθει εγκλωβισμένη ανάμεσα στην αυστηρότητα της πεθεράς της, στη θέση που οφείλει να διατηρήσει μέχρι την επιστροφή του άντρα της αλλά και στην απόσταση που πρέπει να κρατήσει από τον Μπρούνο (Ματίας Σένερτς). Έτσι, δημιουργείται μια κατάσταση που αιωρείται πάνω από τα καχύποπτα βλέμματα, την αυταρχικότητα του νέου καθεστώτος και τον συγκρατημένο φόβο όλων των κατοίκων.
Η επικινδυνότητα της γερμανικής κατοχής δεν υπονομεύεται, αλλά η προσοχή στρέφεται στους ρόλους που επιλέγουν οι άνθρωποι να παίξουν. Άλλοι εναντιώνονται έμμεσα ή άμεσα στον εχθρό, κάποιοι επιλέγουν να σωπάσουν με την ελπίδα να σωθούν, ενώ οι επιφανείς κάτοικοι του Βισύ διατηρούν μια στάση που δεν συμβαδίζει με την υψηλή τους κοινωνική θέση. Η μικροπρέπεια είναι αυτή που θα προσθέσει και άλλα προβλήματα στην ήδη καταπιεσμένη κοινωνία. Η ανάγκη επιβίωσης οδηγεί από τη μια πλευρά σε προδοσίες και συκοφαντίες και από την άλλη σε ένα είδος ηρωισμού και ανθρωπιάς. Και αυτή, την αποδεικνύει συνεχώς με τις πράξεις του ο Μπρούνο, καταρρίπτοντας την εικόνα ενός ναζιστή. Τελικά, φαίνεται πως ο άνθρωπος είναι πάνω από ιδεολογίες ή φιλοδοξίες, παρόλο που μπορεί να αναγκάζεται να ενσαρκώσει έναν ρόλο που άλλοι του επιβάλλουν και εκείνος αδυνατεί να αρνηθεί. Ο Μπρούνο υπερβαίνει τα όρια του Γερμανού αξιωματικού, παρόλο που η σχέση του με τη Λουσίλ ήταν εθνικά και ηθικά «παράνομη». Και είναι πράγματι περίεργο πως μια εβραία, όπως η Ιρέν, που κυνηγήθηκε από τους Γερμανούς, επιλέγει να σκιαγραφήσει ως τον πιο συμπαθητικό χαρακτήρα της ιστορίας της, έναν άνθρωπο που αποτελεί εκπρόσωπο – ή ίσως υποχείριο του ναζισμού.
Η Νεμιρόβσκι κατηγορήθηκε για αντισημιτισμό παρά την εβραϊκή της καταγωγή, ενώ η κυκλοφορία των βιβλίων της απαγορεύτηκε. Παρόλα αυτά, η σκηνοθετική ματιά του Σολ Ντιπ δημιούργησε ένα ρομαντικό δράμα, παγιδευμένο σε μια κατοχική συνθήκη που δεν επέτρεπε προοπτικές εξέλιξης. Η κινηματογραφική μετουσίωση επομένως δεν απείχε πολύ από τον τρόπο που ήθελε η συγγραφέας να προβάλλει μια ιστορία, ίσως εμπλουτισμένη με καταστάσεις που ήταν οικείες σ’ αυτή και επηρεασμένες από τα αναγνώσματά της, αν σκεφτούμε πως πρότυπό της ήταν «Ο πόλεμος και ειρήνη» του Τολστόι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Irene Nemirovsky, biblionet.gr, διαθέσιμο εδώ
- Το χειρόγραφο μιας επώδυνης μνήμης, oanagnostis.gr, διαθέσιμο εδώ
- Γαλλική σουίτα, athinorama.gr, διαθέσιμο εδώ