11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΚρήτη: Ο ανακτορικός πολιτισμός κατά την εποχή του Χαλκού

Κρήτη: Ο ανακτορικός πολιτισμός κατά την εποχή του Χαλκού


Της Σοφίας Τάνα,

Η Κρήτη, πέρα από το μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο νησί της Ελλάδας, αποτελεί και το πέμπτο σε έκταση μεγαλύτερο της Μεσογείου, μετά τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Κύπρο και την Κορσική. Για κάποιους, όμως, η Κρήτη είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό νησί. Η Κρήτη έχει μια πλούσια ιστορία, που ατέρμονα ταξιδεύει στο χρόνο, υπογράφοντας, έτσι, τη σπουδαιότητά της. Ακολουθώντας τα μονοπάτια της πολυσχιδούς αυτής ιστορίας, συναντάμε αμέσως τον μυθικό βασιλιά Μίνωα, ο οποίος αποτέλεσε σύμβολο ενός ολόκληρου πολιτισμού, του οποίου το ιδεολογικό σύστημα, εκ θεμελίων περιστρεφόταν, γύρω, από την ιδεατή αρχή της αριστοκρατίας. Ο πολιτισμός αυτός, άνθισε στην Κρήτη κατά την εποχή του Χαλκού και δεν είναι άλλος από τον Μινωικό. Τα πρώτα βήματα αποκάλυψης του πολιτισμού αυτού έγιναν από τον Άγγλο αρχαιολόγο, Σερ Άρθουρ Έβανς (1851-1941), όπου ξετύλιγε σιγά-σιγά το νήμα, φέρνοντας στο φως το παλάτι της Κνωσού. Στην Κρήτη, η εποχή του Χαλκού διαιρείται τυπικά σε τρεις, εκτενείς περιόδους που ονομάζονται: Πρώιμη, Μέση και Όψιμη Μινωική περίοδος, οι οποίες με τη σειρά τους χωρίζονται σε τρεις φάσεις (I, II, III).

Κατά τη Πρώιμη Μινωική περίοδο, όπου λαμβάνει χώρα από το 3500 έως και το 2000 π.Χ., παρατηρείται μια σημαντική δημογραφική αύξηση, βλέποντας να ιδρύονται ταυτόχρονα και καινοτόμοι οικισμοί, των οποίων η διαρρύθμιση αποκαλύπτει μια εμβρυακή μορφή οργάνωσης, ελέγχου και πόρων. Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα, των όσων έχουν λεχθεί, αποτελεί η Βασιλική στον ισθμό της Ιεράπετρας. Εκεί, μαρτυρείται εξ’ αρχής όχι μόνο μια μορφή διαχείρισης των πόρων σε έξω-οικογενειακή κλίμακα, αλλά και ένας συλλήβδην καθορισμός των κοινόχρηστων χώρων δημόσιας φύσης, οι οικισμοί οργανώνονται κυκλικά, γύρω από μια κεντρική αυλή και διαθέτουν δωμάτια, προορίζοντας τη χρήση τους σε χώρους αποθήκευσης γεωργικών προϊόντων. Στη Μύρτο, επίσης, κατά μήκος της νότιας ακτής, οι κάτοικοι επέλεξαν ως στοιχείο αναφοράς, διάρθρωσης των κατοικιών τους και των λειτουργικών τους χώρων, το ιερό που είχαν αφιερώσει, στη λατρεία κάποιας γυναικείας θεότητας. Εύλογα, οι αρχαιολόγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το ιερό είχε αφιερωθεί στη λεγόμενη «θεά της Μύρτου», στηρίζοντας την εικασία τους σε ένα ανάγλυφο βάζο που βρέθηκε στο εσωτερικό του.

Νωπογραφία Ταυροκαθαψίων από το ανάκτορο της Κνωσού. Πηγή εικόνας: pronews.gr

Κατά την αρχή της μέσης Μινωικής περιόδου, γύρω στο 1900 π.Χ., όπου βρίσκει τις απαρχές της και η φάση των πρώτων ανακτόρων, εγκαινιάζεται η λαμπρότερη φάση της ιστορίας του νησιού. Γνώρισμά της αποτελεί η γέννηση μεγάλων διοικητικών μονάδων σε περιφερειακό επίπεδο, με τη Κνωσό, τη Φαιστό και τα Μάλια, να τη στελεχώνουν επάξια, ως κέντρα δύναμης των ανακτόρων, που αναγείρονται παράκτια. Ως καινοτομία, επίσης, αναγνωρίζεται η τάση συγκέντρωσης του πληθυσμού ακριβώς γύρω από τα ανάκτορα, τα οποία, εμμέσως πλην σαφώς, μετατρέπονται σε καρδιά πραγματικών, αστικών οικισμών. Όμως, γύρω στο 1700 π.Χ., κατά τη διάρκεια της περιόδου των δεύτερων ανακτόρων, τα προαναφερθέντα υφίστανται βίαιη καταστροφή, κυρίως εξαιτίας πληθώρας σεισμών πρωτοφανούς έντασης. Ως φυσικό επακόλουθο της παραπάνω κατάστασης, επικράτησε μια γενικότερη σύγχυση, με τη γαλήνια περίοδο να δίνει τη θέση της σε ένα φαύλο κύκλο έντονης αποδιοργάνωσης, αλλά και αβεβαιότητας, σε μια σειρά από διαμάχες ανάμεσα στις διάφορες ομάδες εξουσίας.

Αν κάτι, φυσικά, μπορεί να θεωρηθεί ως σαφής καμπή στην πολιτική ιστορία του νησιού, αυτό θα ήταν η κατασκευή των δευτέρων ανακτόρων. Εύλογα καταλήγουμε σε αυτό το συμπέρασμα, αν φυσικά αναλογιστούμε το γεγονός ότι από τη μια πλευρά, ο έλεγχος του παλατιού στην επικράτεια παρουσιάζεται σταθερός και εκτεταμένος λόγω της μετακίνησης στην εξοχή μιας σειράς από «βίλλες», οι οποίες υποστήριζαν, σε μια κλίμακα ήσσονος σημασίας τη δομή των ανακτόρων. Από την άλλη, αναδείχθηκε ο εμφανώς ηγεμονικός ρόλος της Κνωσού, όπου αποτελούσε πηγή ακτινοβολίας των ιδεολογικών και πολιτισμικών προτύπων σε όλο το νησί. Η υπεροχή αυτή, μεταφραζόταν με μια γενική ομοιομορφία στην καλλιτεχνική παραγωγή και στον υλικό πολιτισμό της Κρήτης, όπου κατά αυτήν τη φάση (Όψιμη Μινωική Ι), άγγιζαν το απόγειο της λάμψης τους.

Η θεά των Όφεων (αγαλματίδιο), περί το 1600-1580 π.Χ.
Πηγή εικόνας: athenspath.com

Όμως, περίπου στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας (1450 π.Χ.), το νησί του Μινωικού πολιτισμού φαίνεται να πλήττεται από μια σειρά γεγονότων με συνακόλουθα καταστροφικά αποτελέσματα, που επιφέρουν όχι μόνο την οριστική εγκατάλειψη κάποιων ανακτόρων, αλλά και τη κατασκευή άλλων, μικρότερων και ταπεινότερων. Αιτία της παραπάνω κατάστασης θεωρήθηκε μια σειρά σεισμικών γεγονότων, που συνδεόταν με το ηφαίστειο της Θήρας, ωστόσο σήμερα αυτή η θεωρία τίθεται υπό έντονη αμφισβήτηση. Μόνο περί τα τέλη του 15ου αιώνα καταγράφονται κάποια αμελητέα βήματα στην Κνωσό, που μπορούν να χαρακτηριστούν ως στοιχεία ανάπτυξης. Το ομώνυμο ανάκτορο, μάλιστα, δεν έπαψε να τελεί χρέη διοικητικού κέντρου, αλλά με ορισμένες ριζικές αλλαγές στη ποιότητα ζωής των ενοίκων του, οι οποίοι υποπτεύονταν την άφιξη ξένων πληθυσμών. Η πλέον επικρατέστερη θεωρία υποστηρίζει πως το κενό εξουσίας που προκλήθηκε λόγω των εσωτερικών συγκρούσεων, άνοιξε το δρόμο για την άφιξη ένοπλων δυνάμεων προερχόμενων από την Ηπειρωτική Ελλάδα.

Πράγματι, αντικείμενα που ανασύρθηκαν στις ανασκαφές με την ανακάλυψη της Κνωσού, (όπλα, επιτραπέζια σκεύη, κοσμήματα), ενώ αντιστοιχούν στην Όψιμη περίοδο III, μαρτυρούν την αφομοίωση, μερικών ιδιαίτερων μορφολογικών και διακοσμητικών μοντέλων, που έβρισκαν τις απαρχές τους και είχαν εδραιωθεί, κυρίως, στον ηπειρωτικό χώρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα και ταυτόχρονη απόδειξη των όσων έχουν λεχθεί αποτελεί στην κεραμική, ο λεγόμενος ανακτορικός ρυθμός. Ο τελευταίος αποτελείται από ευδιάκριτα στοιχεία υψηλής αυστηρότητας των νατουραλιστικών θεμάτων, με μορφές όλο και περισσότερο γραμμικές και οργανωμένες, σύμφωνα με μια αυστηρά συμμετρική σύνταξη, η οποία έθετε στο προσκήνιο τον διακοσμητικό χαρακτήρα τους, έναντι της αρμονικότητας.

Το Ανάκτορο της Κνωσού: Η αίθουσα του θρόνου. Πηγή εικόνας: cretazine.com

Οι δομές του ανακτόρου της Κνωσού δεν υπόκεινται, όμως, σε εκ θεμελίων αλλαγές, τουλάχιστον μέχρι το 1370 π.Χ. Τότε, προς μεγάλη έκπληξη όλων, μετά από μια ανεξήγητης αιτίας πυρκαγιά, το μεγαλοπρεπές ανάκτορο, που άλλοτε δέσποζε στη θέση εκείνη, τυλίχθηκε ολοσχερώς στις φλόγες, δίνοντας πλέον τα ηνία σε μια ατελείωτη ποσότητα στάχτης. Ορισμένοι ιστορικοί συνδέουν το γεγονός αυτό με μια στρατιωτική δράση, που υπογείως επιχειρήθηκε από κάποιον Μυκηναίο άρχοντα έναντι στο μονοπώλιο που ασκούσε η Κνωσός στις θαλάσσιες οδούς. Ασχέτως όμως αιτίας, η πυρκαγιά αυτή σηματοδότησε το τέλος ενός εξέχοντος για την ιστορία κεφαλαίου, του ανακτορικού πολιτισμού. Όλο το νησί, ανέπνεε πλέον έναν καινοτόμο αέρα όσον αφορά στη διοίκηση και την απασχόληση της επικράτειας, βασιζόμενοι πλέον σε μικρές τοπικές κυριαρχίες.

 


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Ου. Έκο (2018). Αρχαία Ελλάδα: Τέχνες και Λογοτεχνία (Μέρος Α’), Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά γράμματα.
  • Ου. Έκο (2018). Αρχαία Ελλάδα: Τέχνες και Λογοτεχνία (Μέρος Β’), Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά γράμματα.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Τάνα
Σοφία Τάνα
Γεννήθηκε το 2000 και ιδιαίτερη πατρίδα της η Λάρισα. Αποτελεί προπτυχιακή φοιτήτρια του παιδαγωγικού τμήματος δημοτικής εκπαίδευσης του Αριστοτελείου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στόχος της η βαθύτερη και πολύπλευρη κατανόηση της κοινωνίας μας και η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο μέσα από το κόσμο του εθελοντισμού. Όνειρο της η ενασχόληση με τα παιδιά με τη συνακόλουθη συμβολή της στο να αγγίζουν τα όνειρα τους.