Της Εμμανουέλας Μπουλταδάκη,
Η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ένα ζήτημα που απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια τους ευρωπαίους ηγέτες, καθώς τίθεται το ερώτημα αν η Τουρκία έχει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά κράτους-μέλους, έτσι ώστε να μπορέσει να αποτελέσει κομμάτι της ευρωπαϊκής οικογένειας. Επίσης, υπάρχει αμφιβολία κατά πόσο η Τουρκία είναι ευρωπαϊκό κράτος και αν η ένταξή της θα έχει αρνητικές συνέπειες τόσο στη συνοχή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος όσο και στην ίδια. Δεν πρέπει να λησμονείται και το γεγονός ότι επιπρόσθετος λόγος γι’ αυτή την αρνητική στάση των ευρωπαϊκών κρατών στο ενδεχόμενο μιας τουρκικής ένταξης είναι οι μνήμες των οθωμανικών πολέμων καθώς και το θρήσκευμά της, δηλαδή το Ισλάμ.
Αφετηρία των ευρωτουρκικών σχέσεων αποτέλεσε η αίτηση σύνδεσης, που επέβαλε η Τουρκία στις 31 Ιουλίου 1959 λίγο καιρό μετά την αίτηση ένταξης της Ελλάδας στις 15 Ιουλίου. Η υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης καθυστέρησε, καθώς η τουρκική οικονομία ήταν αδύναμη και το πραξικόπημα του 1960 ανέβαλε τις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, η Συμφωνία Σύνδεσης ή αλλιώς γνωστή ως Συμφωνία της Άγκυρας υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1963. Αποτελούνταν από την προπαρασκευαστική φάση, κατά την οποία θα επιτυγχανόταν η ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας και, στη συνέχεια, θα λάμβανε χώρα η μεταβατική φάση, κατά την οποία θα επιτυγχανόταν μια τελωνειακή ένωση με κατάργηση των δασμών και ελεύθερη κίνηση των εργαζομένων. Οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις κατά τη δεκαετία του ’70, η ύφεση που επικρατούσε στην τουρκική οικονομία και η επιβολή δικτατορίας το 1980 εμπόδισαν την επίτευξη αυτών των στόχων.
Οι ευρωτουρκικές σχέσεις ξαναέρχονται στο προσκήνιο το 1987 με την εκ νέου αίτηση της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ. Η Τουρκία ήδη αποτελούσε σημαντικό εταίρο της ΕΕ και ήταν η μόνη χώρα που εντάχθηκε στην Τελωνειακή Ένωση, πριν ενταχθεί στην ίδια την ΕΕ. Το 1999 απέκτησε το καθεστώς «υποψήφιας για ένταξη χώρας» με τη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι. Τον Δεκέμβριο του 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανακοίνωσε ότι η Τουρκία πληροί τα κριτήρια για την έναρξη διαπραγματεύσεων. Οι λόγοι για τους οποίους η Τουρκία επιθυμεί την ένταξή της στην ΕΕ είναι, σαφώς, πολιτικοί, καθώς θα είναι μέλος ενός ισχυρού οργανισμού και κατά συνέπεια θα αναβαθμιστεί η θέση της στο διεθνές σύστημα, ενώ θα αυξηθεί και η διαπραγματευτική της ισχύς. Επίσης, η ένταξή της θα οδηγήσει και στον περαιτέρω εκσυγχρονισμό της, εφόσον πρέπει να συμβαδίσει με τις ευρωπαϊκές αξίες.
Ωστόσο, υπάρχουν μες στην Τουρκία πολλοί αντιευρωπαϊστές, οι οποίοι θεωρούν ότι η Τουρκία δεν μπορεί να έχει μέλλον εντός της ΕΕ εξαιτίας θρησκευτικών και πολιτισμικών διαφορών. Από τη πλευρά της, η ΕΕ έχει μεταβάλλει ανά καιρούς την άποψή της πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ένα πλεονέκτημα που θα μπορούσε να αποφέρει αυτή η ένταξη είναι, καταρχάς, το γεγονός ότι η γεωπολιτική θέση της Τουρκίας θα αναβαθμίσει την θέση της ίδιας της ΕΕ. Επιπλέον, η πληθώρα ενεργειακών πόρων, όπως φυσικού αερίου, θα οδηγούσε στο να ανεξαρτητοποιηθεί η Ένωση από τη Ρωσία. Επιπλέον, ο θεσμός της δημοκρατίας θα εξαπλωνόταν προς τη Μέση Ανατολή – γεγονός ευνοϊκό για την Ένωση και τις γειτονικές με την Τουρκία χώρες, όπως η Ελλάδα.
Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι ανασταλτικοί παράγοντες που εμποδίζουν την προσχώρηση της. Αρχικά, πρόβλημα δημιουργεί το δημοκρατικό έλλειμμα που χαρακτηρίζει την τουρκική πολιτική ζωή. Τα πραξικοπήματα που έχουν γίνει μέχρι και σήμερα είναι ουκ ολίγα. Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, πως η Ένωση δεν μπορεί υποδεχτεί ένα κράτος το οποίο δεν πληροί ένα από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, δηλαδή την ύπαρξη δημοκρατικών θεσμών, πράγμα που οφείλεται στην παρεμβατικότητα του στρατού στην πολιτική ζωή. Επίσης, υπάρχουν και τα προβλήματα της έλλειψης κράτους δικαίου και της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα με τις συλλήψεις ακαδημαϊκών και δημοσιογράφων που είναι αντίθετοι με το καθεστώς. Ένας σοβαρός παράγοντας που εμποδίζει τις διαδικασίες ένταξης είναι και το Κυπριακό ζήτημα. Η Ελλάδα μπλόκαρε πολλάκις την ένταξη της Τουρκίας, καθώς οι δύο χώρες δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν σχετικά με το Κυπριακό. Η στάση της Ελλάδας αμβλύνθηκε το 1995 και το 1999, όταν ενέκρινε την Τελωνειακή Ένωση μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας έναντι της κυπριακής ένταξης στην ΕΕ. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει ακόμα μια συμβιβαστική λύση για το ζήτημα της Κύπρου, γεγονός που μαζί με άλλα διμερή ζητήματα συνεχίζει να οξύνει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μάλιστα, το 2006 η Ένωση αποφάσισε να παγώσει τις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, καθώς η τελευταία δεν είχε εφαρμόσει το Πρόσθετο Πρωτόκολλο σχετικά με το Κυπριακό.
Μετά από κάποια περίοδο στασιμότητας, το 2012 η Επιτροπή έκανε μια προσπάθεια να αναθερμανθούν οι σχέσεις τους, όμως, η Τουρκία συνέχιζε να μην διευθετεί διάφορα ζητήματα. Οι διεθνείς εξελίξεις, όπως τα τεράστια ρεύματα προσφύγων που συνέρρεαν στην ΕΕ, η τρομοκρατική απειλή και η εμπόλεμη κατάσταση στη Συρία, ήταν αυτές που έφεραν πάλι κοντά την Τουρκία με την ΕΕ. Η σύμπραξή της ήταν απαραίτητη για την επίλυση της προσφυγικής κρίσης. Το 2015 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε την εκ νέου ενεργοποίηση της ενταξιακής διαδικασίας και στη Σύνοδο Κορυφής του Νοεμβρίου δόθηκε προτεραιότητα στην συνεργασία με την ΕΕ στα παραπάνω ζητήματα. Στη Σύνοδο του Μαρτίου του 2016 συμφωνήθηκε να επιταχυνθεί η ελευθέρωση των θεωρήσεων όπως και η διαδικασία προσχώρησης. Ωστόσο, η απόπειρα πραξικοπήματος και οι διώξεις σε βάρος δημοσιογράφων έκαναν φανερό ότι δεν υφίστατο στην Τουρκία κράτος δικαίου ούτε μέριμνα για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πράγματα τα οποία την απομάκρυναν από την ενταξιακή προοπτική.
Όσον αφορά τις πιο πρόσφατες εξελίξεις, το 2019 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε την αναστολή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων λόγω των παραβιάσεων της Τουρκίας στα χωρικά ύδατα και τον εναέριο χώρο της Ελλάδας, ενώ έκαναν γνωστή και την αντίθεσή τους ως προς τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Το Μάιο του 2021, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαπίστωσε ότι οι σχέσεις με την Τουρκία βρίσκονται, από ιστορικής απόψεως, σε πολύ χαμηλό σημείο λόγω του αυταρχικού καθεστώτος του Ερντογάν και της όλο και περισσότερης απομάκρυνσης της χώρας από τις ευρωπαϊκές αξίες και ιδεώδη. Μάλιστα, η πρόσφατη αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία έχει ως στόχο την ισότητα και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, αποδεικνύει, ακόμα μια φορά, τη συστηματική ανικανότητα του καθεστώτος της Τουρκίας να συμβαδίσει με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Καταληκτικά, η Τουρκία αποτελεί έναν σημαντικό και συνάμα αναγκαίο συνεργάτη στα φλέγοντα ζητήματα της μετανάστευσης και της τρομοκρατίας. Παρόλα αυτά, αν η Τουρκία δεν προσαρμοστεί και δεν ενστερνιστεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από ένα κράτος-μέλος της ΕΕ δε θα μπορέσει ποτέ να αποτελέσει μέρος της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τουρκία, Consilium (europa.eu), διαθέσιμο εδώ
- EU-Turkey relations at ‘historic low point,’ MEPs warn, Euronews, διαθέσιμο εδώ
- Turkey ‘cannot become a member of the EU’, says EPP leader Manfred Weber, Euronews, διαθέσιμο εδώ