Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Τον προσεχή Νοέμβριο, κατά πάσα πιθανότητα, θα διεξαχθούν οι εκλογές ανάδειξης ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ. Διότι, ας είμαστε ειλικρινείς, στο τυπικά πολυκομματικό και πολυσυλλεκτικό Κίνημα Αλλαγής δεν υπάρχει άλλο κόμμα πλην του ΠΑΣΟΚ. Αυτή είναι η πραγματικότητα κι αν ένα κόμμα, μετά από τόσα που έχει περάσει, εξακολουθεί να εθελοτυφλεί, τότε δεν έχει σωτηρία κι ό,τι γράφεται από εδώ και πέρα είναι εκ του περισσού…
Εν πάση περιπτώσει και λόγω της αντιφατικής οργανωτικής κατάστασης, οι εσωκομματικές εκλογές του εν λόγω κόμματος δεν φαίνεται να απασχολούν, επί του παρόντος τουλάχιστον, τη συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται τόσο στις αντικειμενικές συνθήκες όσο και στην αδυναμία του πολιτικού χώρου να καταστεί θελκτικός για τα στρώματα εκείνα, που σε άλλες εποχές το είχαν ανακηρύξει ηγεμονική δύναμη της πολιτικής ζωής της χώρας. Αφενός, οι πολίτες παλεύουν να επιστρέψουν στους κανονικούς ρυθμούς ζωής τους μετά την άρση του τελευταίου lockdown. Ο μέσος άνθρωπος, που αγωνιούσε κι αγωνιά σφόδρα για τη ζωή και την υγεία της δική του και των αγαπημένων του ατόμων, που έχει έξι μήνες να ανοίξει το μαγαζί του, που επί μακρόν καταπιέστηκε, στερούμενος αυτονόητα δικαιώματά του και βλέπει πως μετά την πανδημία είναι πολύ πιθανό να εισέλθουμε σε μία νέα οικονομική κρίση, προφανώς, έχει πολύ σοβαρότερα ζητήματα να τον απασχολούν από το ποιος θα ηγηθεί της τρίτης πολιτικής δύναμης της χώρας. Αφετέρου, οι περιορισμένες δημοκοπικές πτήσεις του Κινήματος Αλλαγής δεν δημιουργούν βάσιμες προσδοκίες ανάκαμψης, πολλώ δε μάλλον προοπτική εξουσίας. Είναι, επίσης, γεγονός ότι ουδεμία από τις μέχρι σήμερα υποψηφιότητες, που έχουν δει το φως της δημοσιότητας επισήμως ή μη, έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια δυναμική, η οποία να υπερβαίνει τα στενά όρια του μονοψήφιου ποσοστού. Σίγουρα δε, τα κινήματα προκύπτουν και συντηρούνται μέσα από κινηματικές διαδικασίες.
Το ΠΑΣΟΚ γεννήθηκε μέσα από τεκτονικές πολιτικές αλλαγές και θυελλώδεις κοινωνικές διεργασίες, αλλά σήμερα δεν βρίσκεται «καβάλα στο κύμα τους». Οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολλοί και χιλιογραμμένοι, έστω κι αν οι συγγραφείς ξεκινούν από διαφορετική αφετηρία και προσεγγίζουν διαφορετικά τα γεγονότα που οδήγησαν το Κίνημα του 45% σε μονοψήφια ποσοστά. Η απάντηση σχετικά με το μέλλον του θα προκύψει από το ερώτημα σχετικά με τον λόγο της ύπαρξής του. Καλείται να υπηρετήσει κάποια ιστορική ανάγκη; Αν ναι, ποια είναι αυτή και πώς θα το κάνει; Θα πρέπει δε να ηγηθεί αυτού ο άνθρωπος εκείνος που θ’ απαντήσει πειστικότερα σε αυτές τις ερωτήσεις. Ο άνθρωπος που θα πείσει, πρώτα το εσωτερικό του κι εν συνεχεία την κοινή γνώμη, ότι η παρουσία του δεν είναι άνευ αντικειμένου. Ότι η μοίρα του δεν είναι ούτε αυτή του μαυσωλείου ούτε αυτή του «δεκανικιού» ούτε αυτή του «φτηνιάρικου μαγαζιού», που υπάρχει μέσα στο «βάλτο της μιζέριας» του μόνο και μόνο για να μπορούν οι ξεπεσμένοι «ιδιοκτήτες» του να συντηρούνται. Υπάρχει αυτός ο ηγέτης; Είναι κάποιος εκ των ήδη προβεβλημένων υποψηφίων; Θα εμφανιστεί αργότερα; Μένει ν’ απαντηθεί κι αυτό στο διάστημα που απομένει.
Όποιος πάντως αρνείται να εντάξει ένα κόμμα στο ιστορικό πλαίσιο, τότε, ούτε το παρελθόν του μπορεί να υπερασπιστεί ούτε μπορεί να έχει όραμα για το μέλλον του. Οι κοντόφθαλμες λογικές απλώς καθιστούν το ΠΑΣΟΚ άνευ αντικειμένου κι εμπεδώνουν την αίσθηση ότι η βλάβη που έχει υποστεί την τελευταία δεκαετία έχει καταστεί ανήκεστος. Διότι τα τέκνα της ιστορικής ανάγκης χάνονται μαζί με τη μητέρα τους…