13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ τομή του νέου νόμου για τα εμπορικά σήματα

Η τομή του νέου νόμου για τα εμπορικά σήματα


Του Βασίλη Χουρσανίδη,

Τα εμπορικά σήματα αποτελούν την κορωνίδα των διακριτικών γνωρισμάτων των διαφόρων προϊόντων και υπηρεσιών, που προσφέρονται στην αγορά ανά τον κόσμο και επιτελούν πολλαπλή ευεργετική λειτουργία χωρίς, βεβαίως, να παραγνωρίζεται και η αρνητική επίδρασή τους στις αγοραστικές συνήθειες του καταναλωτικού κοινού. Μειώνουν το κόστος έρευνας και αγοράς και, αντίστοιχα, το κόστος διαφήμισης για τις επιχειρήσεις, οι οποίες διοχετεύουν τους πόρους, που εξοικονομούν, στην ανάπτυξη καλύτερων προϊόντων, με σκοπό την καθιέρωση ενός ισχυρού σήματος συνώνυμου της ποιότητας των αγαθών που το φέρουν. Με αυτό τον τρόπο, επιδιώκουν την μέσω των σημάτων τους ενίσχυση του μεριδίου αγοράς τους και την επικράτησή τους έναντι των ανταγωνιστών τους, ενώ, συγχρόνως, το κοινό απολαμβάνει καλύτερης ποιότητας αγαθά, των οποίων εγγύηση αποτελεί το γνωστό σήμα.

Όλα αυτά έχουν αναλυθεί στη θεωρία της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου και, ειδικότερα, της ενδογενούς ανάπτυξης (endogenous growth). Κατέστη, μάλιστα, από παλιά αντιληπτό, σε διεθνές επίπεδο, ότι τα εμπορικά σήματα χρήζουν ιδιαίτερης νομοθετικής ρύθμισης, που θα εξασφαλίζει επ’ αυτών αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης ενός προσώπου (σηματούχος), επαρκή προστασία έναντι προσβολών τους από τρίτα πρόσωπα (πειρατικά προϊόντα κτλ.), χάριν προστασίας του συμφέροντος του σηματούχου αλλά και του καταναλωτικού κοινού, από παραπλανητική χρήση του σήματος σε αγαθά, που δεν έχουν την ποιότητα, της οποίας συνώνυμο είναι ένα σήμα και την οποία, ευλόγως, αναμένει ο μέσος καταναλωτής ότι θα έχει κάθε αγαθό με το εν λόγω σήμα κτλ.

Στο πλαίσιο αυτό, τέθηκε σε ισχύ πρόσφατα ο νόμος 4679/2020, προς μεταφορά της ενωσιακής Οδηγίας 2436/2015, για την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί εθνικών σημάτων. Βασικό χαρακτηριστικό της νέας ρύθμισης (που αντικατέστησε το νόμο 4072/2012) είναι ότι, πέρα από τις διατάξεις της Οδηγίας, υιοθέτησε και αρκετά στοιχεία από τον Κανονισμό 1001/2017 για το ενωσιακό σήμα, ώστε, πλέον, έπαυσαν να υφίστανται οι υπό το νόμο 4072/2012 διαφορές μεταξύ εθνικού και ενωσιακού σήματος. Πλέον οι επιχειρήσεις γνωρίζουν ότι στην Ελλάδα τόσο το εθνικό όσο και το ενωσιακό σήμα προστατεύονται με τον ίδιο τρόπο και αυτό, σε κάθε περίπτωση, ενισχύει την ασφάλεια δικαίου.

Πηγή Εικόνας: mechanicus.gr

Η σημαντικότερη καινοτομία προς αυτή την κατεύθυνση εντοπίζεται στο ζήτημα του ελέγχου της ακυρότητας καταχωρισμένου εθνικού σήματος. Ήδη πριν το νόμο 4679/2020, η ακυρότητα ή η έκπτωση από ενωσιακό σήμα μπορούσε να προβληθεί τόσο αυτοτελώς στο πλαίσιο μίας ιδιαίτερης διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του EUIPO με αίτηση ακυρότητας ή έκπτωσης όσο και παρεμπιπτόντως με ανταγωγή στο πλαίσιο μίας αστικής δίκης στην Ελλάδα για την προσβολή καταχωρισμένου ενωσιακού σήματος, εφόσον, βεβαίως, αυτή συντελέσθηκε στην Ελλάδα ή από Έλληνα, ώστε να υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Αντίθετα, υπό το νόμο 4072/2012 παρεμπίπτων έλεγχος του κύρους ή τυχόν έκπτωσης από καταχωρισμένο εθνικό σήμα από τα πολιτικά δικαστήρια ήταν ανεπίτρεπτος, κατά το άρθρο 158 παρ.2, και μόνο στο πλαίσιο μίας αυτοτελούς διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων ήταν δυνατόν να προβληθούν τέτοιοι λόγοι.

Αυτό, κατά τη γνώμη μου, δημιουργούσε ζητήματα ισότητας και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Και αυτό, διότι όποιος εναγόταν στην Ελλάδα για προσβολή ενωσιακού σήματος είχε τη δυνατότητα να ασκήσει ανταγωγή ακυρότητας ή έκπτωσης από το ενωσιακό σήμα, που αποτελούσε τη βάση της κατ’ αυτού στρεφόμενης αγωγής, και να επιτύχει την έκπτωση ή την κήρυξη της ακυρότητας και, συνακόλουθα, την απόρριψη της αγωγής σε μια ενιαία διαδικασία. Αντίθετα, όποιος εναγόταν για προσβολή καταχωρισμένου εθνικού σήματος δεν μπορούσε, κατά το άρθρο 158 παρ.2 του νόμου 4072/2012, να αμφισβητήσει το κύρος του ή να προβάλλει λόγους έκπτωσης με ένσταση ή ανταγωγή αλλά όφειλε να κινήσει την ειδική διοικητική διαδικασία ενώπιον της ΔΕΣ (άρθρα 160 και 161) και να ζητήσει την αναβολή της συζήτησης της αγωγής, μέχρις ότου αποφανθεί «αμετάκλητα» η ΔΕΣ, σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ. Δύο παράλληλες διαδικασίες, πολύ περισσότερος χρόνος και δαπάνες για την επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος χωρίς προφανή λόγο διάκρισης μεταξύ εθνικού και ενωσιακού σήματος.

Με το νόμο 4679/2020 όλα αυτά άλλαξαν. Πλέον, η αμφισβήτηση του κύρους ή η προβολή λόγων έκπτωσης από καταχωρισμένο εθνικό σήμα είναι δυνατή τόσο με αυτοτελή αίτηση στη ΔΕΣ (άρθρα 51 και 52) όσο και με ανταγωγή ακυρότητας ή έκπτωσης στο πλαίσιο αστικής δίκης για προσβολή εθνικού σήματος (άρθρο 38), όπως ίσχυε από παλιά για το ενωσιακό σήμα. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση για το άρθρο 38, αυτή η δυνατότητα εισήχθη για την εναρμόνιση των δύο συστημάτων και την άρση του ως άνω περιγραφόμενου παραδόξου, συγχρόνως, δε διατηρήθηκε η δυνατότητα αυτοτελούς αίτησης ενώπιον της ΔΕΣ, καθώς η Οδηγία 2436/2017, προς μεταφορά της οποίας θεσπίζεται ο νόμος 4679/2020, επιτάσσει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν και διοικητικές διαδικασίες ελέγχου του κύρους ή τυχόν έκπτωσης από το σήμα. Το παλαιό άρθρο 158 παρ.2 είναι οριστικά παρελθόν.

Μέσα σε όλη αυτή την καινοτομία, εμφανίζεται και ένα άλλο ενδιαφέρον νομικό ζήτημα. Υπό το παλαιό καθεστώς όλες οι αποφάσεις της ΔΕΣ, μεταξύ αυτών και οι επί των αιτήσεων ακυρότητας ή έκπτωσης από εθνικό σήμα, ως ατομικές διοικητικές πράξεις, δημιουργούσαν διαφορές ουσίας και προσβάλλονταν με προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου (άρθρο 146 ν.4072/2012 σε συνδυασμό με άρθρο 1 παρ.2 ν.1406/1983 και άρθρο 6 ΚΔΔικ). Με το νέο νόμο οι αποφάσεις της ΔΕΣ επί αιτήσεων ακυρότητας ή έκπτωσης από καταχωρισμένο εθνικό σήμα ναι μεν δημιουργούν διαφορές ουσίας ως διοικητικές πράξεις δεν υπόκεινται, όμως, πλέον στη δικαιοδοσία των τ.δ.δ. αλλά των πολιτικών δικαστηρίων με το βοήθημα της ανακοπής του άρθρου 586 του ΚΠολΔ. Αυτή η μεταφορά δικαιοδοσίας στηρίζεται στο άρθρο 94 παρ.3 του Συντάγματος και κρίθηκε συνταγματική από τις διοικητικές ολομέλειες του Α.Π. και του Σ.τ.Ε. με τις γνωμοδοτήσεις υπ’ αριθμ.27/2019 κα 11/2019, αντιστοίχως.

Πηγή Εικόνας: economytoday.sigmalive.com

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, η εν λόγω μεταφορά κρίθηκε σκόπιμη για την ενιαία εφαρμογή της ίδιας νομοθεσίας (εν προκειμένω του ν. 4679/2020) από τα πολιτικά δικαστήρια και την αποτροπή του φαινομένου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων επί των ιδίων υποθέσεων και διαφορετικής ερμηνείας των ίδιων διατάξεων από τα πολιτικά και τα διοικητικά δικαστήρια, που θα οδηγούσε σε διαφορετική νομολογιακή τους προσέγγιση και ανασφάλεια δικαίου. Μάλιστα, προς αυτή την κατεύθυνση κινείται το απαράδεκτο ανταγωγής ακυρότητας ή έκπτωσης λόγω δεδικασμένου τελεσίδικης απόφασης που έχει, ήδη, κρίνει τους προβαλλόμενους λόγους (άρθρο 38 παρ.17) και η απαγόρευση προβολής λόγων ακυρότητας ή έκπτωσης με αίτηση ή ανταγωγή, εφόσον αυτοί έχουν ήδη προβληθεί με προηγούμενη ανταγωγή ή αίτηση αντιστοίχως.

Επίσης, από τη συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 38 παρ.17 από τη μία και των άρθρων 51 παρ.3 και 52 παρ.11, συνάγεται ότι η ανταγωγή ακυρότητας ή έκπτωσης κηρύσσεται στο σύνολό της απαράδεκτη, αν έστω και κατά το χρόνο της διάσκεψης του δικαστηρίου (βλ. άρθρο 72 ΚΠολΔ) υπάρχει τελεσίδικη απόφαση που έχει αποφανθεί επί των ιδίων λόγων μεταξύ των ιδίων διαδίκων αλλά ακόμα κι αν δεν έχουν κριθεί τελεσίδικα, αφού τα άρθρα 51 παρ.3 και 52 παρ.11 ορίζουν ρητά ότι οι λόγοι που έχουν ήδη προβληθεί με αίτηση δεν επιτρέπεται να προβληθούν εκ νέου με ανταγωγή. Άρα, αν έστω και κατά τον χρόνο άσκησης της ανταγωγής υπάρχει εκκρεμής αίτηση του εναγομένου στη ΔΕΣ για τους ίδιους λόγους, η ανταγωγή θα απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς να είναι απαραίτητο προηγουμένως αυτοί να έχουν κριθεί τελεσιδίκως, διότι ρητά ορίζουν τα δύο αυτά άρθρα ότι για το απαράδεκτο της προβολής λόγων με ανταγωγή αρκεί η απλή προηγούμενη προβολή τους με αίτηση και όχι απαραιτήτως η τελεσίδικη κρίση τους. Το άρθρο 38 παρ.17 παρίσταται υπό αυτή την εκδοχή ως νομοθετικός πλεονασμός ή ως νομοθετική αστοχία. Μένει να ξεκαθαριστεί νομολογιακά ποια είναι η αληθής έννοια των ως άνω διατάξεων.

Συμπερασματικά, ο νέος νόμος περί εμπορικών σημάτων φιλοδοξεί να εναρμονίσει την ελληνική νομοθεσία με αυτές των λοιπών κρατών της Ε.Ε. και με το παράλληλο σύστημα του ενωσιακού σήματος, που τυγχάνει το μέχρι τώρα πιο επιτυχημένο παγκοσμίως, κατά γενική ομολογία. Μένει να αποδειχθεί στην πράξη, αν θα επιτύχει τον πολυπόθητο στόχο του.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Χρήστος Χρυσάνθης, Το νέο δίκαιο των ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ (Ν. 4679/2020), ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Αθήνα 2020
  • Νικόλαος Ρόκας, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Αθήνα 2016

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασίλης Χουρσανίδης
Βασίλης Χουρσανίδης
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 2000. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τρίτο έτος της Νομικής του ΕΚΠΑ και έχει άριστη γνώση της αγγλικής και καλή γνώση της γαλλικής γλώσσας. Έχει συμμετάσχει σε αρκετά σεμινάρια και επιμορφωτικές εκδηλώσεις επί του αντικειμένου των σπουδών του και του αρέσει η ενασχόληση με το δημόσιο και το ιδιωτικό δίκαιο. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με το ποδόσφαιρο και την αρθρογραφία.