Της Θεώνης – Μαρίας Σιμιτζή,
Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης αποτελεί ένα από τα καλύτερα μουσεία στην Ελλάδα. Για την ίδρυση και την αρχιτεκτονική του έχει γραφτεί παλαιότερα άρθρο, το οποίο μπορείτε να βρείτε εδώ.
Στο παρόν άρθρο θα γίνει αναφορά στα εκθέματα του μουσείου. Οι μόνιμες συλλογές του μουσείου αποτελούνται από 46.000 εκθέματα, τα οποία χρονολογούνται από τον 2ο ως τον 20ο αιώνα. Οι συλλογές είναι κατανεμημένες στις 11 αίθουσες του μουσείου.
Η πρώτη αίθουσα προσεγγίζει την αρχιτεκτονική, τον διάκοσμο, τα λειτουργικά σκεύη και τα αντικείμενα ενός παλαιοχριστιανικού ναού. Ενδιαφέρον προκαλούν τα μαρμαροθετήματα, οι πλάκες ορθομαρμάρωσης και τα ψηφιδωτά από τους ναούς του Αγίου Δημητρίου και της Αχειροποιήτου, οι διακοσμήσεις ενθετικής τέχνης από μάργαρο, οι υαλοπίνακες, οι τοιχογραφίες, τα αρχιτεκτονικά μέλη (θωράκια, κιονόκρανα, επίκρανα) και τα λειτουργικά σκεύη. Η δεύτερη αίθουσα έχει ως σημείο αναφοράς τον χώρο υποδοχής ενός πλούσιου σπιτιού της Θεσσαλονίκης, το τρικλίνιο. Τα εκθέματα της αίθουσας αποτυπώνουν την οικονομική και κοινωνική ζωή των βυζαντινών. Στην τρίτη αίθουσα βλέπουμε την ταφική διαδικασία των βυζαντινών, τις επιτύμβιες επιγραφές, τα αντικείμενα νεκρικής λατρείας ή αυτά που συνόδευαν το νεκρό, καθώς επίσης και το σύνολο ταφικής ζωγραφικής, που εικονογραφεί περίτεχνα την μετάβαση από την αντίληψη για τη μεταθανάτια ζωή της ύστερης αρχαιότητας σε μια ουτοπία υλικής ευημερίας, τις επιβιώσεις από τον αρχαίο κόσμο στα ταφικά έθιμα, όπως και τη διακόσμηση έως τον τελικό θρίαμβο του Σταυρού με την επικράτηση της νέας θρησκείας και κοσμοθεωρίας για την τελική κρίση και την ανάσταση των νεκρών. Η τέταρτη αίθουσα αναφέρεται στην περίοδο της εικονομαχίας από τον 8ο ως τον 12ο αιώνα και περιλαμβάνει εκθέματα, όπως ταφικά μνημεία, κεραμικά, νομίσματα, μολυβδόβουλα, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ένδυσης και καλλωπισμού.
Η πέμπτη αίθουσα αφορά τις δυναστείες των βυζαντινών αυτοκρατόρων από την ανάρρηση του Ηρακλείου το 610 έως την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, μέσω νομισμάτων, σφραγίδων κ.ά. Στην έκτη αίθουσα του μουσείου παρουσιάζεται το βυζαντινό κάστρο ως σύστημα οργάνωσης των βυζαντινών πόλεων, καθώς και ως αμυντικό σύστημα. Τα εκθέματα προέρχονται από τα κάστρα της Μακεδονίας και κυρίως το κάστρο της Ρεντίνας. Η έβδομη αίθουσα αφορά την υστεροβυζαντινή περίοδο, κατά την οποία η Θεσσαλονίκη γνώρισε σημαντική πνευματική ανάπτυξη, γι’ αυτό και τα εκθέματα είναι έργα της τέχνης (συμπεριλαμβανομένων και των ταφικών μνημείων) της συγκεκριμένης εποχής.
Η όγδοη αίθουσα απαρτίζεται από ένα τμήμα της συλλογής της Ντόρης Παπαστράτου, η οποία αποτελείται από 232 χαρακτικά 18ου και 19ου αι., 8 ξύλινες και χάλκινες μήτρες. Στην έκθεση περιλαμβάνονται: μια χαλκογραφημένη πλάκα και χαρακτικά, που προέρχονται από τη Βενετία, τη Βιέννη, το Άγιον Όρος, την Κωνσταντινούπολη. Ένα εκ των οποίων τυπώθηκε στη μακρινή Λεόπολη (Lviv) της σημερινής Ουκρανίας, παραγγελία της Μονής του Σινά. Τα χαρακτικά, που απεικόνιζαν πανοραμικές απόψεις μονών αλλά και επιμέρους παραστατικές λεπτομέρειες, αποτελούσαν το κύριο μέσο επικοινωνίας των μοναστηριών με τον έξω κόσμο. Μοιράζονταν στους πιστούς και θεωρούνταν «ευλογία», παρακινώντας τους να ενισχύσουν οικονομικά τα ιερά καθιδρύματα, πραγματοποιώντας ένα Προσκυνηματικό ταξίδι. Ορισμένα από αυτά είναι ανεκτίμητης αξίας, εφόσον είναι τα μοναδικά αντίτυπα που διασώθηκαν.
Η ένατη αίθουσα αποτελείται από τμήμα της συλλογής του Δημήτριου Οικονομόπουλου και περιλαμβάνει 1460 αντικείμενα, τα οποία χρονολογούνται από τους προϊστορικούς χρόνους έως και τον 19ο αι., με ποσοτική και ποιοτική υπεροχή των βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων, αποτυπώνοντας το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του συλλέκτη για το Βυζάντιο.
Προχωρώντας στην δέκατη αίθουσα εκτίθεται η βυζαντινή κληρονομιά στους χρόνους μετά την Άλωση. Τα έργα αυτά αντιπροσωπεύουν διαχρονικά τις ζωγραφικές σχολές τόσο στις τουρκοκρατούμενες όσο και στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές. Παρουσιάζονται, επίσης, χαρακτικά, εκπροσωπώντας το νέο είδος εικαστικής έκφρασης, που υιοθέτησε η ορθόδοξη Εκκλησία τον 17ο αιώνα, ενώ εκτίθενται και μερικά εξαιρετικά δείγματα εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής, λειτουργικά βιβλία και δείγματα εκκλησιαστικής αργυροχοΐας. Στην έκθεση προσεγγίζεται, επίσης, το θέμα της λατρείας των νεομαρτύρων, καθώς και της άνθησης του μοναχισμού στην Μακεδονία κατά τον 16ο αιώνα. Επιχειρείται, ακόμη, μια προσέγγιση της επιβίωσης στοιχείων του βυζαντινού πολιτισμού στον ιδιωτικό βίο, με αναφορές στον τρόπο λατρείας και την καθημερινότητα.
Η τελευταία αίθουσα της διαδρομής είναι η ενδέκατη. Με πραγματικό αρχαιολογικό υλικό, αλλά και ψηφιακά μέσα ο επισκέπτης μπορεί να δει το ταξίδι ενός ευρήματος από τη στιγμή που ανασκάπτεται μέχρι τη στιγμή που συντηρείται και φτάνει στο μουσείο, στο οποίο και εκτίθεται. Επίσης, προβάλλεται βίντεο για την ιστορία του μουσείου.
Η αρχιτεκτονική και η μουσειολογική τεχνική, με την οποία είναι διαμορφωμένο το μουσείο, αποτελεί στολίδι για την Θεσσαλονίκη, αλλά και γενικότερα για την χώρα μας. Η επίσκεψη του είναι μια εμπειρία για όλους, ειδικά εκείνους με ενδιαφέρον για τον Βυζαντινό πολιτισμό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, mbp.gr, διαθέσιμο εδώ
- Είκοσι χρόνια από το «Ταξίδι της Επιστροφής», archaiologia.gr, διαθέσιμο εδώ