Του Βασίλη Δημόπουλου,
Η σύσταση της Φιλικής Εταιρείας αποτελεί δικαιολογημένα ένα εκ των σημαντικότερων πολιτικών γεγονότων στην νεότερη ιστορία της χώρας, κυρίως εξαιτίας της αποτελεσματικότητας των δράσεών της, ειδικότερα κατά τα προεπαναστατικά χρόνια. Η οργάνωση διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στη διαδικασία προετοιμασίας του Αγώνα, ενώ παράλληλα συνέδραμε καθοριστικά στη ζύμωση των επαναστατικών φρονημάτων, τόσο στις παραδουνάβιες περιοχές της Μολδοβλαχίας και στις Ελληνικές αποικίες εκτός των συνόρων της χώρας, όσο και στις Ελληνικές περιοχές του Μοριά, της Ρούμελης και της Μακεδονίας. Η πορεία της Εταιρείας, κατά το πέρασμα των προεπαναστατικών και Επαναστατικών χρόνων, χρήζει επισταμένης προσοχής και διερεύνησης, καθώς η δράση της για την προετοιμασία του Αγώνα δεν μετουσιώθηκε σε ενεργή συμμετοχή της στη λήψη πολεμικών και πολιτικών αποφάσεων κατά τη δύστροπη περίοδο των πολεμικών διενέξεων.
Ωστόσο, τα χρόνια που ακολουθούν, παρατηρείται μία περίοδος εξέλιξης και ευελιξίας για τα ελληνικά δεδομένα, ιδιαίτερα στις Ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Η Εκκλησία, μάλιστα, πρωτοστατεί σε τούτο, ενθαρρύνοντας την ίδρυση σχολείων, σε μία προσπάθεια για ολική αποτίναξη του ζυγού της αμάθειας και αντικατάστασή της με ένα σύγχρονο για την εποχή εκπαιδευτικό σύστημα, θεωρώντας πως ένα τέτοιο γεγονός θα βοηθούσε σημαντικά στην αναγέννηση των ιδεών της ελευθερίας και της απελευθέρωσης. Τα ελληνικά βιβλία προωθούνται συνεχώς, οι εκδόσεις επιχορηγούνται και η παιδεία και τα γράμματα, που άλλοτε αποτελούσαν προνόμια των ολίγων, θεωρούνται ανάγκη και επιδίωξη των πολλών.
Απότοκο των προαναφερθέντων υπήρξε η εμφάνιση πολλών διανοούμενων και λογίων, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, από τον Ελλαδικό ή μη χώρο, που εν πολλοίς ανήλθαν στα κοινωνικά στρώματα, ένεκα της συσσωρευμένης γνώσης και κατανόησης που διέθεταν για τα ελληνικά δεδομένα. Πλέον, ένας ταλαιπωρημένος λαός, που διστακτικά είχε ξεκινήσει να έχει επαφές με τη Δύση και τα κατορθώματά της, αρχίζει να αποκαλύπτει και να φανερώνει στο προσκήνιο νέους ηγέτες, τους λεγόμενους Διαφωτιστές, που έμελλαν να προετοιμάσουν τις συνθήκες ενός επερχόμενου Αγώνα. Ο Ρήγας Φεραίος, ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Αθανάσιος Ψαλίδας κ.ά. αυτοανακηρύσσονται πρόδρομοι της ελευθερίας και χαίρουν πλήρης εμπιστοσύνης στην κατακτημένη χώρα. Παρόμοιου, αν όχι μεγαλύτερου, βεληνεκούς επίδραση, διαδραμάτισε και η σύσταση της Φιλικής Εταιρείας.
Ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας με εκείνη των άλλων οργανώσεων υπήρξε ο στόχος που η καθεμία προσπαθούσε να υλοποιήσει. Ενώ οι άλλες δύο πιο γνωστές εταιρείες, το «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο» και η «Φιλόμουσος Εταιρεία», προσπαθούσαν να επιτύχουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης των Ελληνικών αποικιών στο εξωτερικό, η Φιλική Εταιρεία εξαρχής στόχευε στη μετωπική σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την απελευθέρωση της Ελλάδας. Τούτο αναφερόταν αναλυτικά στους όρκους, που τα νέα της μέλη όφειλαν να αγορεύουν, προκειμένου να εισέλθουν στους κόλπους της οργάνωσης. Η εν λόγω ασάφεια και επιλεγμένη αοριστία στους στόχους της Εταιρείας αποτέλεσε εν πολλοίς το κύριο μέσο ενσωμάτωσης πολλών νέων μελών, ειδικότερα τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της.
Έτσι, με έτος εκκίνησης εκείνο του 1814 και με επιλεγμένη έδρα έναρξης την Οδησσό της Ρωσίας, που αποτελούσε αποικία Ελλήνων του εξωτερικού, ιδρύεται από τους εμπόρους Σκουφά, Τσακάλωφ και Ξάνθο η «Εταιρεία των Φιλικών», όπως ονομαζόταν χαρακτηριστικά, καθιστώντας τους τρεις άνδρες κοινωνούς των Επαναστατικών ιδεών και του εταιρισμού. Κατά τα πρώιμα στάδια λειτουργίας της, η Εταιρεία προσιδίαζε αρκετά τη λειτουργία άλλων τεκτονικών και μυστικών οργανώσεων της Ευρώπης, όπως εκείνη των Καρμπονάρων, χωρίς κάτι τέτοιο να συνεπάγεται στείρα αντιγραφή του τρόπου λειτουργίας τους, αλλά να πραγματοποιείται μία προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα. Διάφορα στοιχεία που προδίδουν τον δανεισμό ορισμένων χαρακτηριστικών από άλλες Εταιρείες της υπόλοιπης Ευρώπης αποτελούν η ασάφεια που προσπαθούσαν να διατηρήσουν οι ιθύνοντες και η ανωνυμία αναφορικά με τα μέλη που απαρτίζουν την ιδρυτική ομάδα της Εταιρείας.
Κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της οργάνωσης, η δράση της Φιλικής Εταιρείας, που διευθυνόταν από έναν κλειστό ηγετικό κύκλο, δεν ήταν επιτυχής. Δεν στρατολόγησε πολλά νέα μέλη, δεν είχε μαζικές προσχωρήσεις, δεν εδραιώθηκε στα μεγάλα εμπορικά ή πνευματικά κέντρα του Ελληνισμού, καθώς τα απολυταρχικά καθεστώτα της εποχής αντιμετώπιζαν πολύ αποτελεσματικά τις υπόνοιες οιασδήποτε επαναστατικής δράσεως κι ακόμη σκληρότερα τις εξεγέρσεις. Ένεκα του τελευταίου, η Εταιρεία μπόρεσε να δραστηριοποιηθεί κυρίως στη Ρωσία και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στελεχωμένη από έναν μικρό αριθμό εμπόρων και όχι από προσωπικότητες της πολιτικής ζωής της Ρωσίας. Κάτι τέτοιο, μάλιστα, υπονοούταν έμμεσα από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας σε πιθανά νέα μέλη, ώστε να προσδώσουν ένα βαθύτερο νόημα στους στόχους της οργάνωσης, αλλά και να πείσουν τα νέα μέλη να εγκολπωθούν στις τάξεις της Εταιρείας. Ανέφεραν συχνά, δε, πως ορισμένοι ιδιαίτερα ισχυροί άνθρωποι, προερχόμενοι από τους κύκλους της πολιτικής ζωής της Ρωσίας, διέθεταν τον έλεγχο της οργάνωσης και αποτελούσαν την «Αόρατο Αρχή».
Το 1818, η Εταιρεία μετέφερε τη δραστηριότητά της στην Κωνσταντινούπολη και άρχισε να στρατολογεί μέλη και μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γεγονός που αποδείχθηκε μνημειώδους σημασίας για την εξέλιξη της οργάνωσης. Μολονότι είχε κατορθώσει να μυήσει ελάχιστα μέλη, κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της, και πιο συγκεκριμένα πέντε το 1814, ένα το 1815, δεκατρία το 1816, είκοσι τρία το 1817 και αριθμούσε συνολικά μόλις σαράντα επτά μέλη, η μύηση τριών οπλαρχηγών της Πελοποννήσου, του Χρήστου Αναγνωσταρά, του Ηλία Χρυσοσπάθη και του Παναγιώτη Δημητρόπουλου, καθώς και του Κωνσταντινοπολίτη μεγαλέμπορου, Παναγιώτη Σέκερη το 1818, ο οποίος ενίσχυσε αποφασιστικά και τα οικονομικά της, εγκαινίασαν τη μαζική ανάπτυξή της. Η Αόρατος Αρχή μετονομάστηκε σε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων» και κάθε Απόστολος επωμίστηκε την ευθύνη μιας μεγάλης περιφέρειας.
Το εν λόγω χρονικό διάστημα, η Εταιρεία εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς και στον Ελλαδικό χώρο. Το 1819, μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία πρόκριτοι της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου, ενώ ακολούθησαν και αρκετοί οπλαρχηγοί, κατορθώνοντας το 1820 τα μέλη της Εταιρείας να ξεπερνούν τις 3.000. Κομβική για τις επιδιώξεις, την ανάπτυξη και τη δράση της εταιρείας, μάλιστα, υπήρξε η προσχώρηση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που μυήθηκε στις 2 Αυγούστου 1818, στην περιοχή της Μάνης. Αναμφισβήτητα βοηθητικό ρόλο στη ραγδαία εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας θεωρήθηκε πως διαδραμάτισε το γεγονός, ότι τα μέλη της καλλιεργούσαν την ιδέα πως η κίνησή τους υποστηριζόταν από τη Ρωσία και ότι είχαν την ευλογία του Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, κάτι που ποτέ δεν μπόρεσε να αποδειχθεί και να υποστηριχθεί.
Επιδιώκοντας να ισχυροποιήσει τούτες τις φήμες, η ηγετική ομάδα της Εταιρείας, πράγματι, ήρθε σε επαφή με τον Ιωάννη Καποδίστρια, που εκτελούσε καθήκοντα υφυπουργού του Τσάρου της Ρωσίας, δίχως, όμως, ουσιώδες αποτέλεσμα. Έτσι, η Εταιρεία προσέγγισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, γόνο φαναριώτικης οικογένειας και υπασπιστή του τσάρου, ο οποίος, τον Απρίλιο του 1820, δέχθηκε να αποτελέσει τον ρόλο του Αρχηγού της οργάνωσης.
Η σταδιακή πτωτική τάση της οργάνωσης επήλθε λίγο καιρό αργότερα από την ανάληψη των καθηκόντων του Δημήτριου Υψηλάντη. Πιο συγκεκριμένα, κατά την περίοδο που ο Υψηλάντης αποφάσισε να στραφεί εναντίον των Οθωμανικών δυνάμεων στις Παραδουνάβιες περιοχές της Μολδοβλαχίας, συγκροτήθηκε το πρώτο επίσημο στράτευμα των Ελληνικών δυνάμεων, αποτελούμενο αποκλειστικά από νέους από όλη την Ευρώπη, το οποίο ονομάστηκε «Ιερός Λόχος». Αν και επισταμένως προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν τις δυσμενείς συνθήκες ενός πολέμου, οι άνδρες του Υψηλάντη δεν κατόρθωσαν να υπερκεράσουν το εμπόδιο των ανυπέρβλητων ποσοτικά Οθωμανικών δυνάμεων, χάνοντας στο Δραγατσάνι της Μολδοβλαχίας, τον Ιούνιο του 1821, ήττα που σηματοδότησε ουσιαστικά το τέλος της Εταιρείας. Μόλις λίγο καιρό νωρίτερα, είχε αφοριστεί από την Εκκλησία τόσο ο Υψηλάντης, όσο και οι υπόλοιποι επαναστάτες, δίχως, δηλαδή, να διαθέτουν και κάποιον σύμμαχο που μπορούσε δυνητικά να αποτρέψει το τέλος της μυστικής οργάνωσης.
Το επίσημο, βέβαια, τέλος της Εταιρείας επήλθε με τις αποφάσεις της Α΄ Εθνοσυνέλευσης, στην Επίδαυρο. Συγκεκριμένα, ως κοινή απόφαση εξήλθε η ολοκληρωτική άγνοια και σιωπηρή κατάργηση της σημαίας των Φιλικών, καθώς και ο επίσημος παραγκωνισμός του Δημήτριου Υψηλάντη. Σημαντικό ρόλο στη ριζική μεταστροφή της στάσης των Ελλήνων απέναντι στη Φιλική Εταιρεία διαδραμάτισε τόσο η απουσία της Ρωσίας, που η μυστική οργάνωση επανειλημμένα προσπαθούσε να υπονοήσει ως υπαρκτό γεγονός, καθώς και ο μυστηριώδης θάνατος του Νικόλαου Γαλάτη, ενός ανθρώπου που συνέδραμε σφόδρα στην εξάπλωση της δράσης της Εταιρείας από το 1819 και έπειτα, αλλά δολοφονήθηκε από τα ιδρυτικά της μέλη για λόγους που μέχρι και σήμερα παραμένουν ανεξιχνίαστοι.
Συνοψίζοντας, η ίδρυση και η μετέπειτα πτώση της Εταιρείας αποτελούν σημαντικά τεκμήρια στη διαμόρφωση των γεγονότων της Επανάστασης. Με την αρωγή της Εταιρείας, οργανώθηκε με επιτυχία η εθνική επανάσταση, τέθηκε το ζήτημα της εθνικής αποκαταστάσεως με νέους όρους και επετεύχθη η μετάδοση της αισιοδοξίας και του επαναστατικού ενθουσιασμού στη νέα γενιά των Ελλήνων. Η δράση της αποτελεί εύλογα το σημαντικότερο προεπαναστατικό γεγονός του Αγώνα, ενώ η πτώση της οφείλει να αναζητηθεί και να ερμηνευθεί εις βάθος, διότι έγινε αντικείμενο επιρροής αρκετών πολιτικών και πολεμικών γεγονότων και αποτελεσμάτων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Βασίλειος, Κρεμμυδάς (2016), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Αθήνα: Gutenberg.
- Συλλογικό έργο (1975), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΑ΄. Αθήνα: Εκδοτική
Αθηνών. - Συλλογικό έργο (2004), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 2000, τόμος Γ΄. Αθήνα:
Ελληνικά Γράμματα. - Φιλήμων, Ιωάννης (1834), Δοκίμιον Ιστορικό περί της Φιλικής Εταιρείας. Ναύπλιο.