Της Αναστασίας Τσερμενίδου,
Πρόσφατα, ήμουν παρούσα σε μια κουβέντα μεταξύ μεσηλίκων που συζητούσαν για τη νεολαία που βγαίνει από το σπίτι της για να διασκεδάσει, αψηφώντας τους κινδύνους και δημιουργώντας εστίες μετάδοσης του γνωστού σε όλους μας κορωνοϊού. Η τελευταία φράση που ειπώθηκε ήταν: «αχ αυτοί οι νέοι θα μας κάψουν». Εκείνη τη στιγμή, αφήνοντας πλέον στο πίσω μέρος του μυαλού μου τη δυσανασχέτηση για τη συζήτηση που προηγήθηκε, ανέτρεξα και θυμήθηκα πως τούτη η φράση ήταν χιλιοειπωμένη. Αχ αυτοί οι νέοι, λοιπόν…
Αχ αυτοί οι νέοι καλοζωισμένοι που είναι. Έζησαν ήσυχα και ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια, με μια αγκαλιά παιχνίδια, με διακοπές και εκδρομές, με φροντιστήρια ξένων γλωσσών σαφώς, με μπαλέτο, ποδόσφαιρο ή μπάσκετ, με τυχόν μουσικό όργανο, με όλες τις ανέσεις. Αχ αυτοί οι νέοι μπροστά σε μια δυσκολία, το βάζουν στα πόδια. Φεύγουν σωρηδόν στο εξωτερικό, αντί να παραμείνουν εντός της χώρας τους και να παλέψουν για την καθημερινότητα τους. Αχ αυτοί οι νέοι συνεχώς υπό την αιγίδα της προστασίας των γονιών τους, δεν έχουν ζήσει τις δυσκολίες που εμείς αντιμετωπίσαμε. Κρίσιμα, δηλαδή, κοινωνικοπολιτικά χρόνια πριν τη μεταπολιτευτική περίοδο και ακόμη παλαιότερα, κατά τη διάρκεια των πολέμων. Αχ αυτοί οι νέοι δεν δίνουν σημασία για τα κοινά της πολιτείας τους. Αχ αυτοί οι νέοι δεν έχουν τις αξίες και τα ήθη που εμείς είχαμε κάποτε.
Όλες οι παραπάνω «μομφές», σύμφωνα πάντα με τη δική μου παρατήρηση, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ίσα ίσα, θα τολμούσα να πω πως η σημερινή νεολαία αποτελεί μια «χαμένη γενιά».
Καταρχάς, ας τονιστεί ευθύς αμέσως πως η κάθε εποχή γνωρίζει τις δικές τις δυσκολίες και αντιξοότητες. Πράγματι, οι προ-παππούδες και παππούδες μας βίωσαν πολέμους, διωγμούς και κατοχή. Οι γονείς μας βίωσαν στρατιωτική δικτατορία και κοινωνικές κρίσεις. Ωστόσο, η σημερινή νεολαία, θα τολμούσα να πω, πως απλώς ΕΠΙΒΙΩΝΕΙ.
Δυστυχώς, οι νέοι έτυχε να βρεθούν εν μέσω μίας οικονομικής κρίσης που οι παλαιότεροι «δημιούργησαν», μη έχοντας λάβει ποτέ την ευκαιρία να εξελιχθούν και να ανελιχθούν όπως θα ονειρεύονταν, εντός τη ελληνικής κοινωνίας.
Οι νέοι σήμερα προσπαθούν να ορθοποδήσουν επαγγελματικά και οικονομικά. Διαθέτουν μια ατελείωτη λίστα προσόντων -πτυχίο, μεταπτυχιακό, δεύτερο μεταπτυχιακό, διδακτορικό, επιπλέον εκπαιδευτικές επιμορφώσεις και καταρτίσεις, ξένες γλώσσες, εξειδικεύσεις- και, παρ’ όλ’ αυτά, λαμβάνουν σαν ανταποδοτικές αποδοχές πενιχρά, τριψήφια ποσά.
Μη ανεχόμενοι τούτη την κρίση, μερικοί αποφασίζουν με βαριά καρδιά να φύγουν στο εξωτερικό, προκειμένου να αναζητήσουν μια καλύτερη, ευμενέστερη και δικαιότερη μεταχείριση. Κανένας άνθρωπος, ιδανικά, δεν θα επιθυμούσε να εγκαταλείψει τη χώρα του, τους ανθρώπους του και τη ζωή του. Ωστόσο, θέλοντας και μη, η «φυγή», όπως λένε πολλοί, αποτελεί τη μοναδική διέξοδο, ώστε κάποιος να κατακτήσει μία καλή ποιότητα ζωής και ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο.
Έπειτα, υπάρχει η γνωστή κατηγορία για τους “apolitique” νέους, η οποία επίσης δεν ευσταθεί λογικά. Οι νέοι όντως ενδιαφέρονται, προβληματίζονται και επιχειρούν, όσο περνά από το χέρι τους, να συμμετάσχουν ενεργά στα κοινά. Το να μεταφράζεται ως αδιαφορία η μη ύπαρξη κομματικής εγγύτητας εκ μέρους των νέων είναι τουλάχιστον άδικο. Ας τονίσω εδώ πως υπάρχει απογοήτευση και ανασφάλεια από τη μεριά των νέων ως προς τα κομματικά, πολιτικά φάσματα και για αυτόν τον λόγο, η συμμετοχή στη διακυβέρνηση γίνεται με τη μορφή κριτικής και ηχηρών αιτημάτων κοινωνικής αλλαγής, προκειμένου να διεκδικηθεί ένα καλύτερο αύριο.
Σε αντίθεση με τις παλαιότερες συντηρητικές γενιές, οι σημερινοί νέοι κατορθώνουν επιτυχώς να αναδείξουν κοινωνικές παθογένειες, να τροποποιήσουν κοινωνικές νόρμες, να ευαισθητοποιήσουν και να εκσυγχρονίσουν τη δομή της κοινωνίας. Πλέον, στοχοποιούν ανοιχτά οποιαδήποτε παραβίαση ή παρατυπία συμβαίνει, δημιουργώντας ολόκληρα κινήματα και επιφέροντας αλλαγές.
Την επόμενη φορά, λοιπόν, που κάποιος θα σπεύσει να πει «αχ αυτοί οι νέοι» ας πάρει μια στιγμή και ας αναλογιστεί όλα τα παραπάνω.
Δυστυχώς, οι νέες γενιές -το μέλλον της χώρας- είναι πραγματικά απογοητευμένες από πολιτικούς, μέσα μαζικής ενημέρωσης, θεσμούς και προοπτικές εντός της Πολιτείας. Είναι αδικημένες από τις συνεχείς επικρίσεις που διαδέχονται η μία την άλλη. Το να μεγαλώνεις μέσα σε ένα κλίμα οικονομικής κρίσης, να σπουδάζεις έχοντας από τη μία προσδοκίες και από την άλλη αβεβαιότητα, το να κάνεις δειλά-δειλά τα πρώτα επαγγελματικά σου βήματα εν μέσω μιας πανδημίας και υγειονομικής αγωνίας είναι τουλάχιστον βάρβαρο.
Όλοι οι νέοι, εάν ερωτηθούν, θα πουν πως πιστεύουν ότι η ελληνική κοινωνία μπορεί να καταστεί η ιδανικότερη και η καλύτερη, εάν και εφόσον υπάρξουν σημαντικές αλλαγές που θα ριζωθούν βαθιά. Για να υπάρξουν, όμως, οι πολυπόθητες αλλαγές, θεωρώ πως το ίδιο το κράτος πρέπει να αφουγκραστεί τις ανάγκες των νέων, να στηρίξει τους στόχους τους, να προσφέρει σταθερές, εργασιακές ευκαιρίες, κοινωνική δικαιοσύνη και εν γένει ένα υγιές ποιοτικά περιβάλλον.
Αυτοί, λοιπόν, είναι οι νέοι της Ελλάδας, από μία οπτική οι «ηττημένοι», από μια άλλη, με μία μικρή ώθηση εκ των έσω, η «κινητήρια δύναμη».