Tης Εύας Τσακίρη,
Οδυσσέας Ελύτης, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής ποίησης. Δεν έχει την ανάγκη να προσδιοριστεί ως Έλληνας, παρ’ όλο που είναι ένας χαρακτηρισμός που τον συνδέει με το ποιητικό του έργο. Ο Ελύτης αφήνει το στίγμα του στην ποίηση δίνοντας μια καινούργια γλώσσα, για να ερμηνεύσει τον κόσμο με τον τρόπο που εκείνος τον έβλεπε. Διεισδύει, έτσι, μέσα στο «συλλογικό φαντασιακό». Κάθε αναφορά στον Ελύτη συνδέεται με μια από τις βασικότερες προσωπικότητες του ελληνικού Μοντερνισμού στην ποίηση. Σηματοδοτεί τη γενιά του, αλλά και τις επόμενες, που ακουμπούν πάνω στο έργο του, για να δημιουργήσουν τις δικές τους ποιητικές μορφές. Ο Ελύτης αποτελεί το παράδειγμα του ανθρώπου που γεννιέται για να κάνει ποίηση.
Η γραφή του Ελύτη είναι μοναδική. Ο αυθόρμητος ενθουσιασμός του θυμίζει τον πρώιμο Σικελιανό. Λαμβάνει, βέβαια, ποιητικά στοιχεία και από ξένους ποιητές, όπως ο Ελυάρ ή ο Λόρκα, όπου κοντά στον Λόρκα έρχεται πάλι μέσα από τη γαλλική γλώσσα. Μέσα σε όλη την γκάμα της ποιητικής του παραγωγής γίνονται διακριτές άφθονες θεματικές ενότητες. Όσον αφορά την πρόσληψή του στην ιστορία της λογοτεχνίας, μπορούμε να πούμε ότι το έργο του Ελύτη συνομιλεί με τρεις γενιές. Η πρώτη είναι αυτή του 1930. Ο Ελύτης ανήκει σε αυτήν την ποιητική γενιά. Δεν μπορεί, όμως, να ταυτιστεί με το έργο των υπόλοιπων ποιητών της γενιάς του ’30, καθώς είναι πολύ διαφορετική η ποίησή του. Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα, όμως, κατανοούμε το έργο του. Η δεύτερη γενιά που συνδιαλέγεται με τον Ελύτη και τον βλέπει κριτικά είναι η Πρώτη Μεταπολεμική. Εκείνοι οι ποιητές έχουν πολιτικά και ιδεολογικά αιτήματα, τα οποία δεν μπορούν να ενωθούν με την ποίηση του Ελύτη. Εκείνη την εποχή ο Ελύτης επιλέγει να σωπάσει ποιητικά. Ακολουθεί η γενιά της Μεταπολίτευσης, όπου αναδύεται ο Ελύτης στα χρόνια της Δικτατορίας. Ιδιαίτερα μέσα από τη μελοποίηση του Θεοδωράκη, το έργο του γίνεται αντιστασιακός λόγος. Εκεί είναι, κιόλας, που βρίσκει τη μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου. Είναι αυτή η γενιά που κατανόησε πλήρως τα μυθικά σύμβολα του Ελύτη. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που υψώνουν ανάστημα με το «Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ», που ερωτεύονται με Το Μονόγραμμα, που ταξιδεύουν με την ποίησή του στα νησιά του Αιγαίου.
Μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ, το 1979, ο Ελύτης εντάσσεται στον Κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνεχίζει να είναι παραγωγικός, χωρίς να επαναλαμβάνεται. Μπορεί να ακολουθεί ορισμένα μοτίβα, αλλά καταφέρνει να ξαφνιάσει. Μπαίνει κι αυτός στο βάθρο της λογοτεχνίας. Η Γενιά του 1930 βάζει θεμέλια για να δημιουργήσει μια εθνική ποίηση, όχι με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται ο Σολωμός, αλλά εξαιτίας της ανάγκης συγκρότησης της «ελληνικότητας». Ο Ελύτης γεννήθηκε για να είναι ποιητής και έζησε για να είναι ποιητής. Δίνεται ολοκληρωτικά στην τέχνη του και είναι ο άνθρωπος που φροντίζει με ιδιαίτερη επιμέλεια κάθε του δημιούργημα. Η ποίηση ήταν η αποκλειστική του ενασχόληση. Έτσι, φτιάχνει τη δική του γλώσσα, κανείς άλλος δεν γράφει σαν τον Ελύτη.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Οδυσσέας Αλεπουδέλης, αλλά γίνεται γνωστός στα ελληνικά γράμματα και καθιερώνεται με το όνομα Ελύτης. Στο ποιητικό του έργο φαίνεται η ιδιαίτερη αγάπη του για τη φύση, καθώς την περιλαμβάνει με κάθε τρόπο στα ποιήματά του. Ζει, όμως, στην πόλη της Αθήνας. Δεν γράφει για να αναδείξει το άστυ, αλλά μόνο τη μοναδικότητα της επαρχίας. Δημιουργεί έναν δικό του τόπο και χρόνο με βάση την ελληνικότητα, το ελληνικό τοπίο.
Αν και είναι γόνος εύπορης αστικής οικογένειας, ακολουθεί την ιδεολογία που πιστεύει. Έχει μια ανοιχτή συνομιλία με τα κινήματα της Ευρώπης, αλλά πολύ επιλεκτικά, μπολιάζει όσα σημεία θεωρεί ότι ταιριάζουν στην ελληνική ποίηση. Έτσι, βλέπουμε στις πρώτες του συλλογές τις επιρροές από το κίνημα του υπερρεαλισμού. Ο Ελύτης είναι ποιητής της γενιάς του ’30. Εκεί οφείλει την ποιητική του βάση. Στα μέσα αυτής της δεκαετίας συναντά τον Εμπειρίκο, μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες στη ζωή του. Ήταν αυτός που έφερε στην ελληνική ποίηση το πνεύμα του υπερρεαλισμού. Ο Ελύτης δεν ήταν ποτέ ορθόδοξος υπερρεαλιστής. Δηλώνει τον θαυμασμό του για τον υπερρεαλισμό, αλλά δεν τον ακολουθεί. Εκμεταλλεύεται μόνο στοιχεία και τρόπους που περνά στη γραφή του, ιδιαίτερα στις πρώτες του συλλογές, φτιάχνοντας τις δικές του εικόνες.
Ο Ελύτης κατασκευάζει μέσα από την ποίησή του έναν δικό του χωροχρόνο, όπου κυριαρχεί ο ήλιος, η φύση και η ατέλειωτη αγάπη του για τη ζωή. Αν και δεν το παραδέχεται, πρότυπό του αποτελεί, με έναν τρόπο και ο Σεφέρης. Γράφοντας κάτω από τη σκιά του Σεφέρη, προσπάθησε να φύγει από αυτόν τον δρόμο, αλλά στο τέλος φάνηκε να τον συναγωνίζεται σιωπηρά. Βλέπουμε τον Ελύτη να γράφει δοκίμια, να μεταφράζει την «Αποκάλυψη», να μεταφράζει σημαντικούς ξένους ποιητές, όπως ακριβώς και ο Σεφέρης. Σκοπός του, άρα, ήταν να παρέμβει στα πολιτιστικά πράγματα και στην πνευματική ζωή της χώρας με έναν πολύ καθοριστικό τρόπο απ’ ότι μόνο με την ποίηση.
Βλέπουμε την ποίηση του Ελύτη να αλλάζει στην πορεία της από τους Προσανατολισμούς μέχρι τα Ελεγεία της Οξώπετρας. Οι πρώτες του συλλογές χαρακτηρίζονται από την ανεμελιά της φύσης, του ουρανού και της θάλασσας. Μεγάλη τομή αποτέλεσε το Άξιον Εστί, που γίνεται σύμβολο Αντίστασης, καταλήγοντας στα ποιήματα της ωριμότητάς του με τις τελευταίες του συλλογές.
Χαρακτηριστικό της ποίησης του Ελύτη αποτελεί αυτό που ο ίδιος ονομάζει «ηλιακή μεταφυσική». Δεν μπορεί να γράψει, αν δεν δώσει ένα μοναδικό νόημα στο τοπίο που βλέπει. Ένα ακόμη στοιχείο στον Ελύτη είναι η παράδοση, που δεν είναι παρελθόν, αλλά ένα διαρκές παρόν. Συνηθίσαμε να τον αποκαλούμε ως «ποιητή του Αιγαίου», αψηφώντας όλα τα υπόλοιπα θέματα με τα οποία έχει καταπιαστεί. Το Αιγαίο, ο Ελύτης το χρησιμοποιεί σαν έναν «μη τόπο», που φαίνεται ο ίδιος να επινοεί κι εκεί μέσα να γίνονται τα πάντα.
Η μεγάλη συνάντηση με τη συλλογική μυθολογία θα γίνει το 1959, με την έκδοση του Άξιον Εστί. Το έργο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας αποτελεί έναν πρόδρομο για το Άξιον Εστί. Ξεκινά να γράφει για την Αλβανία και βλέπει ότι έχει πολύ υλικό ακόμη. Μετά από μια σιωπή 14 χρόνων έρχεται ξανά στο προσκήνιο με το Άξιον Εστί, όπου αλλάζουν οι ποιητικοί του τρόποι. Δεν απουσιάζουν οι προηγούμενοι, της φύσης και της ανεμελιάς, αλλά είναι αφομοιωμένοι διαφορετικά πλέον. Εδώ απουσιάζει το ποιητικό «εγώ», που κυριαρχούσε και στρέφεται στο συλλογικό «εμείς».
Ο Ελύτης ξεχωρίζει για τη μοναδική αισθητική εμπειρία της ποιητικής του γλώσσας, μέσα από την οποία αναδεικνύεται ο λυρικός τόνος. Διακρίνεται για τη φυσιοκρατική του έξαρση, τη μυθολογία του Αιγαίου και του πνεύματος του ερωτισμού που αποπνέουν τα ποιήματά του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985
- Εποχές και Συγγραφείς – Οδυσσέας Ελύτης, archive.ert.gr, διαθέσιμο εδώ