Της Ερωφίλης Σμυρνιωτάκη,
Πρόσφατα, έγινε γνωστή η απόφαση της Γερμανίας να αναγνωριστεί η γενοκτονία που διέπραξε ως αποικιακό καθεστώς στη Ναμίμπια, μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις. «Ως μία χειρονομία αναγνώρισης των ανυπολόγιστων δεινών που υπέστησαν τα θύματα, η Γερμανία θα παράσχει αναπτυξιακή βοήθεια ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων ευρώ», δήλωσε ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, Heiko Maas. Ωστόσο, ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή.
Η πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα
Κατά τον διαβόητο διαμελισμό της αφρικανικής ηπείρου από τους Ευρωπαίους ηγέτες, η Γερμανία προσδιόρισε την αποικία της, Deutsch-Südwestafrika (μτφ. Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική), περίπου στα σύνορα της σημερινής Ναμίμπια. Το 1886 δημιουργήθηκε με νόμο το νομικό σύστημα της αποικίας, με άλλους κανόνες δικαίου να ισχύουν για τους Ευρωπαίους και άλλους για τους αυτόχθονες. Αναπόφευκτα, οι σχέσεις μεταξύ αποίκων και αυτοχθόνων επιδεινώθηκαν τα επόμενα χρόνια, ενώ τα γερμανικά στρατεύματα στην περιοχή, όπως και οι άποικοι, συνέχιζαν να αυξάνονται. Οι αυτόχθονες, συχνά, χρησιμοποιούνταν από τους αποίκους ως σκλάβοι και θεωρούνταν ζώα, ενώ η γη και τα κοπάδια τους κατάσχονταν και παραχωρούνταν σε αποίκους. Οι πρακτικές εποικιστικής αποικιοκρατίας που ακολουθήθηκαν, ιδίως σε βάρος των εθνοτικών ομάδων Nama και Herero, οδήγησαν σε πολλαπλές εξεγέρσεις των αυτοχθόνων, ήδη από το 1893, με αποκορύφωμα το 1904, όταν μία από τις αντιαποικιακές δράσεις των Herero αποδείχθηκε ιδιαίτερα απειλητική για το καθεστώς.
Στα κεντρικά της χώρας, όπου τα αποικιακά στρατεύματα ήταν περιορισμένα εξαιτίας μίας άλλης εξέγερσης των Nama η οποία εκτυλισσόταν στα νότια, οι Herero, σκοτώνοντας 123 Γερμανούς άνδρες και λεηλατώντας τις περιουσίες τους, κατάφεραν να πάρουν υπό τον έλεγχό τους ένα σημαντικό μέρος της κεντρικής Γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής. Άμεσα, η Γερμανία έστειλε στρατεύματα για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Επικεφαλής των στρατευμάτων αυτών ήταν ο στρατηγός Lothar von Trotha, βετεράνος και διαβόητος για την βαρβαρότητά του στη Γερμανική Ανατολική Αφρική και την Κίνα. Παρόλο που ο τότε κυβερνήτης της αποικίας, Leutwein σκόπευε να καταπνίξει πολιτικά τους Herero, εντούτοις το όραμα του von Trotha διέφερε. Στο μυαλό του η λύση ήταν ένας παρατεταμένος φυλετικός πόλεμος, λευκοί εναντίον μαύρων, με μόνο τέλος την ολοκληρωτική καταστροφή της μίας από τις δύο πλευρές, μέσω της χρήσης ωμής βίας.
Ήδη από τον Ιούνιο του 1904, είχε δοθεί εντολή να πυροβολούνται χωρίς δίκη όλοι όσοι διέπρατταν πράξεις προδοσίας σε βάρος των γερμανικών στρατευμάτων, αναφέροντας, συγκεκριμένα, ως παράδειγμα οπλισμένους επαναστάτες σε μάχες. Όταν οι Γερμανοί κατάφεραν να συνθλίψουν τους Herero στη μάχη του Waterberg, ο von Trotha φρόντισε να τοποθετήσει τα στρατεύματα με τρόπο τέτοιο που η μόνη διέξοδος για τους Herero ήταν η έρημος, με σαφή στόχο την εξολόθρευσή τους. Τον Οκτώβριο εξέδωσε ένα τελεσίγραφο προς τους Herero: έπρεπε να αποχωρήσουν από τη χώρα. Όσοι Herero βρίσκονταν εντός των συνόρων της αποικίας, ένοπλοι ή άοπλοι, με ή χωρίς κοπάδια, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, θα εκτελούνταν ή θα οδηγούνταν στην έρημο. Μετά από αντιδράσεις για τις τακτικές του στρατηγού, ο Καγκελάριος, με επιχειρήματα οικονομικά, ανθρωπιστικά και στρατηγικά, κυρίως όμως, με τα επιχειρήματα πως η εξολόθρευση ή η απομάκρυνση των αυτοχθόνων θα υποβάθμιζε τις αναπτυξιακές δυνατότητες της αποικίας και θα χρησιμοποιούταν ως προπαγάνδα στην Ευρώπη κατά της γερμανικής κυβέρνησης, κατάφερε να πείσει τον Kaiser Wilhelm να αποδεχτεί την υποταγή των Herero και να ακυρώσει τις εντολές του von Trotha. Έτσι, με βάση το βρετανικό παράδειγμα, υιοθετήθηκε το σύστημα των Konzentrationslager (μτφ. στρατόπεδα συγκέντρωσης) τον Δεκέμβριο του 1904. Το επίκεντρο ήταν οι μεγάλες πόλεις, όπου χρειάζονταν περισσότερα εργατικά χέρια. Κρατούμενοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά, ενοικιάζονταν σε επιχειρήσεις ή εξαναγκάζονταν να εργαστούν σε κυβερνητικά έργα υποδομών με συνθήκες εργασίας τόσο απάνθρωπες που οι περισσότεροι από τους μισούς κρατούμενους πέθαναν κατά τον πρώτο χρόνο κράτησης.
Οι Nama, παράλληλα, στα νότια συνέχιζαν να αντιστέκονται. Εκείνοι απέφευγαν κατά κανόνα τις μάχες μεγάλης κλίμακας, προτιμώντας τις τακτικές του ανταρτοπόλεμου. Έτσι, αντιμετωπίστηκαν διαφορετικά. Άμαχοι απομακρύνθηκαν βίαια από τις περιοχές όπου διεξάγονταν οι μάχες, ώστε να μην υποστηρίζονται οι αντάρτες. Συγχρόνως, τα γερμανικά στρατεύματα κατέστρεφαν πηγές τροφής και νερού, αποβλέποντας στην στέρηση των αναγκαίων μέσων διαβίωσης και την εξολόθρευση των Nama. Οι κρατούμενοι, επίσης, φυλακίζονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η πλειοψηφία, μάλιστα, εστάλη στο επονομαζόμενο «νησί του θανάτου», έξω από τις ακτές του Lüderitz, όπου εκτιμάται πως πέθανε περισσότερο από το 80% των κρατουμένων. Εκεί ένα από τα καθήκοντα των κρατουμένων ήταν να καθαρίζουν οστά θανόντων, τα οποία στη συνέχεια αποστέλλονταν σε γερμανικά πανεπιστήμια, αποτελώντας αντικείμενο ακαδημαϊκής έρευνας – σαν αυτή του Eugen Fischer που επεδίωκε να αποδείξει την ανωτερότητα της άριας φυλής.
Η Γερμανία μονομερώς ανακοίνωσε το τέλος του πολέμου τον Μάρτιο του 1907 με τους τελευταίους κρατουμένους να απελευθερώνονται στα γενέθλια του Κάιζερ το 1908. Συνολικά, περισσότερο από το 90% του πληθυσμού των Herero και το 65% του πληθυσμού των Nama δολοφονήθηκε, οδηγήθηκε στον θάνατο ή εξορίστηκε κατά το χρονικό διάστημα 1904-1908. Η συνέχεια ήταν ένα αυστηρό σύστημα ελέγχου και η επιβολή ενός ρατσιστικού συστήματος που περιόριζε σημαντικά τις ελευθερίες και τα δικαιώματά τους μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Γερμανία «έχασε» τις αποικίες της και η περιοχή δόθηκε στους Βρετανούς.
Η συζήτηση για τη γενοκτονία και τις αποζημιώσεις
Με την αναφορά Whitaker των Ηνωμένων Εθνών, το 1985, καταγράφηκαν για πρώτη φορά τα γεγονότα ως γενοκτονία. Το αίτημα για αποζημιώσεις φαίνεται να εκφράστηκε επισήμως από τον ανώτατο αρχηγό των Ovambanderu (υποομάδα των Herero), Munjuku Nguvauva, σε συνάντησή του με τον Γερμανό Πρόεδρο που επισκεπτόταν τη χώρα το 1998. Σε απάντηση, εκφράστηκε μετάνοια αλλά καμία απολογία. Μάλιστα, η γερμανική πλευρά υποστήριξε ότι δεν συνάδουν οι κατηγορίες, εφόσον ο όρος δεν υφίστατο τότε.
Στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, το 2001, οι Herero μήνυσαν τη γερμανική κυβέρνηση, την Deutsche Bank και άλλες γερμανικές εταιρίες, που συνδέονταν με το αποικιοκρατικό καθεστώς, για 2 δισεκατομμύρια, ώστε να αγοραστεί γη από λευκούς και να δοθεί πίσω σε μέλη των Herero. Το 2004, κατά την 100ή επέτειο της γενοκτονίας, ήταν η πρώτη φορά που μέλος της γερμανικής κυβέρνησης, η Heidemarie Wieczorek-Zeul, απολογήθηκε επισήμως για τη γενοκτονία και υποσχέθηκε συνεχιζόμενη οικονομική βοήθεια στη χώρα. Βέβαια, η απολογία αυτή αποτελούσε μία ανεξάρτητη κίνηση εκ μέρους της Υπουργού και, όπως φάνηκε, δεν αντιπροσώπευε τη γερμανική κυβέρνηση.
Το 2015, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των κυβερνήσεων της Ναμίμπια και της Γερμανίας, με στόχο μία συμφωνία που να περιλαμβάνει μία επίσημη απολογία και αναπτυξιακή βοήθεια από τη Γερμανία. Η επιλογή της διαπραγμάτευσης μεταξύ κυβερνήσεων εξαρχής δυσαρέστησε τους απογόνους των Herero και των Nama και αρκετούς ακτιβιστές, που θεωρούσαν πως η κυβέρνηση δεν τους αντιπροσώπευε πραγματικά, εμμένοντας στην αγορά γης από τους γερμανικής καταγωγής κατοίκους, οι οποίοι διαθέτουν δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό της, και την επιστροφή της στους απογόνους των πληγέντων εθνοτικών ομάδων. Τον Ιούλιο του 2015, ο τότε Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, Frank-Walter Steinmeier, εξέδωσε οδηγία, προκειμένου οι βιαιότητες των γερμανικών στρατευμάτων να αναφέρονται ως γενοκτονία και έγκλημα πολέμου. Το 2017, ήρθε ακόμη μία μήνυση από οργανωμένες κοινότητες των Ovaherero και Nama. Σε μία απόπειρα να βοηθηθούν οι διαπραγματεύσεις, το 2018, η Γερμανία επέστρεψε οστά των Herero και Nama, που βρίσκονταν στη χώρα. Τον Αύγουστο του 2020, ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν με τη Ναμίμπια να δηλώνει πως η γερμανική προσφορά ήταν απαράδεκτη. Έτσι, φτάνουμε στο 2021.
Η Γερμανία, την Παρασκευή 28 Μαΐου, μέσω του Υπουργού Εξωτερικών της, Heiko Maas, αναγνώρισε επισήμως τη σφαγή ως γενοκτονία και υποσχέθηκε να καταβάλλει 1,1 δισεκατομμύριο ευρώ, σε βάθος 30 ετών, ως αναπτυξιακή βοήθεια, ενώ εκφράστηκε επίσημη απολογία για τα θύματα, αναφέροντας την ιστορική και ηθική ευθύνη της χώρας. Μάλιστα, διευκρινίστηκε πως τα χρήματα θα διατεθούν για αγροτική ανάπτυξη, έργα υποδομών, εκπαίδευση και κατάρτιση στις περιοχές όπου κατοικούν Herero και Nama. Εκκρεμεί ο Υπουργός να επισκεφθεί τη χώρα και να υπογράψει συμφωνία με την κυβέρνηση της Ναμίμπια, με τον Γερμανό Πρόεδρο, Frank-Walter Steinmeier, να αναμένεται να επισκεφθεί την πρωτεύουσα της Ναμίμπια, για να απολογηθεί με ομιλία του. Η κίνηση χαιρετίστηκε από την κυβέρνηση της Ναμίμπια ως ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, ο Mutjinde Katjiua, Γενικός Γραμματέας της Παραδοσιακής Αρχής των Ovaherero, δήλωσε πως ο Γερμανός Πρόεδρος δεν ήταν ευπρόσδεκτος ούτε και αυτή η συμφωνία. Για πολλοστή φορά, εκπρόσωποι των Herero και των Nama αντιτίθενται στις διακρατικές διαπραγματεύσεις αποκλείοντας, ουσιαστικά, τους απογόνους των επίμαχων εθνοτικών ομάδων. Επιπλέον, κατέκριναν τη Γερμανία για το ποσό, το οποίο κρίνεται αμελητέο ως αποζημίωση προς τις δύο πληγείσες κοινότητες, καθώς και για την επιλογή της να παράσχει αναπτυξιακή βοήθεια αντί αποζημιώσεων, όπως προβλέπεται στις περιπτώσεις γενοκτονιών. «Δεν έχει να κάνει με τα χρήματα, είναι θέμα αποκατάστασης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», δήλωσε η Sima Luipert, μέλος της εθνοτικής ομάδας των Nama.
Είναι αξιοσημείωτο πως, ενώ έχει παραδεχτεί και απολογηθεί για τα εγκλήματα που διέπραξε στο αποικιακό της παρελθόν, η Γερμανία έντεχνα αποφεύγει τον όρο «αποζημίωση». Ο ίδιος ο Υπουργός Εξωτερικών υπογράμμισε πως η βοήθεια αυτή δεν ανοίγει το δρόμο για αιτήσεις αποζημιώσεων. Και πώς, άλλωστε, να επιτρέψει η Γερμανία ένα τέτοιο παραθυράκι γνωρίζοντας πως πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, επιθυμούν αποζημίωση για τα δεινά που υπέστησαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τα γερμανικά στρατεύματα, όπως και άλλες χώρες επιθυμούν αποζημίωση για τα δεινά που υπέστησαν οι λαοί τους, όσο ήταν ευρωπαϊκές αποικίες;
Πολλοί λαοί ακόμα βιώνουν τις συνέπειες της αποικιοκρατίας στην οικονομία, την πολιτική, την κοινωνία, τον πολιτισμό, την ίδια την ιστορία, που σε πολλές περιπτώσεις επικεντρώνεται στην πλευρά των καταπιεστών τους, σβήνοντας ή αγνοώντας τη δική τους θέση. Οφείλουμε, πλέον, να ακούμε τη δική τους πλευρά, ιδίως όταν μεταφέρουν τα βιώματά τους και τις ανάγκες που έχουν προκύψει από τη δυσμενή τους κατάσταση, κάτι που δεν συνέβη πραγματικά σε αυτήν τη διαπραγμάτευση. Οι αποζημιώσεις, ίσως, να μην μπορούν να αποδώσουν δικαιοσύνη για μία γενοκτονία ούτε να αποκαταστήσουν το τραύμα γενεών, ωστόσο, μπορούν να ενισχύσουν τις πιθανότητες των απογόνων των θυμάτων για μία καλύτερη ποιότητα ζωής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- German bank accused of genocide, BBC, διαθέσιμο εδώ
- German-Herero conflict of 1904–07, Britannica, διαθέσιμο εδώ
- Germany apologises for colonial-era genocide in Namibia, Reuters, διαθέσιμο εδώ
- Germany officially refers to Herero massacre as genocide, Deutsche Welle, διαθέσιμο εδώ
- German recognition of Namibia genocide sees mixed reactions, Deutsche Welle, διαθέσιμο εδώ
- Has the relationship between Namibia and Germany sunk to a new low?, The Conversation, διαθέσιμο εδώ
- Germany recognises colonial ‘genocide’ in Namibia, commits €1bn in reparations, France24, διαθέσιμο εδώ