Του Χριστόφορου Σωτηρίου,
Μετά τη μάχη του Γρανικού και το κόψιμο του Γόρδιου Δεσμού, ο Αλέξανδρος, ακολουθώντας την στρατηγική του, δηλαδή να κατανικήσει τον περσικό στόλο από την ξηρά καταλαμβάνοντας τις βάσεις του, έφτασε μέχρι την Κιλικία. Αφού καθυστέρησε λίγο εξαιτίας ενός πυρετού, πληροφορήθηκε ότι ο Μέγας Βασιλεύς Δαρείος είχε παραταχθεί με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα σκοπεύοντας να κρίνει την έκβαση του πολέμου σε ανοιχτή μάχη περί τα τέλη Οκτωβρίου/αρχές Νοεμβρίου του 333 π.Χ., σύμφωνα με τους ιστορικούς.
Φυσικά, οι Πέρσες είχαν κάνει μεγάλες πολεμικές προετοιμασίες. Στην ηγεσία τους είχε επικρατήσει, οριστικά, η «κλασική» στρατηγική, ήθελαν, δηλαδή, να χτυπήσουν τον επιτιθέμενο απευθείας, όπως το επέβαλλε όχι μόνο η ιρανοπερσική πολεμική νοοτροπία αλλά και η αντίληψη που είχαν για τα καθήκοντα ενός Μεγάλου Βασιλέως. Ο Δαρείος διοικούσε αυτοπροσώπως τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, τα οποία λόγω του περιορισμένου χρόνου προέρχονταν στην ουσία μόνο από τις δυτικές περιοχές, τις κάτω σατραπείες. Τα στρατεύματα αυτά ήταν πιο ετερόκλητα από τα μακεδονικά, αριθμητικώς δε πολύ ανώτερα (οι πηγές μιλούν για 400.000 άνδρες, που είναι μεγάλη υπερβολή, μπορεί εντούτοις, κάλλιστα, να ήταν υπερδιπλάσιοι των περίπου 30,000 Μακεδόνων και συμμάχων), ενώ η ποιότητα των διάφορων μονάδων ήταν πολύ άνιση. Οι σημαντικότερες -και, από στρατιωτική άποψη, οι μόνες πραγματικά αποτελεσματικές μονάδες- ήταν: οι Έλληνες μισθοφόροι (15.000 – 20.000 άνδρες), το περσικό επίλεκτο ιππικό των Καρδάκων (σύμφωνα με τις πηγές 30.000 – 60.000 άνδρες) και το περσικό ιππικό με 30.000 άνδρες.
Ο περσικός στρατός κινήθηκε δυτικά, στην πεδιάδα των Σώχων, στη νότια Ασσυρία, όπου και τελικά στρατοπέδευσε, αναμένοντας την άφιξη του Αλέξανδρου. Ο Δαρείος υπέθεσε μαζί με το επιτελείο του πως ο Αλέξανδρος είχε δειλιάσει, γι’ αυτό και δεν εμφανιζόταν, για να τον αντιμετωπίσει. Γι’ αυτό αποφάσισε, λοιπόν, να μετακινηθεί από την άνετη πεδιάδα στα στενά περάσματα της Κιλικίας και να τον παγιδέψει. Ο Δαρείος πίστεψε ότι με το ιππικό του θα μπορούσε να διαλύσει το στράτευμα του Αλεξάνδρου με μια αιφνιδιαστική επίθεση. Ο Αλέξανδρος προχώρησε, όμως, κι αυτός, για να συναντήσει τον εχθρό προς την κατεύθυνση του όρους Αμανός, από τα περάσματα του οποίου έφτανε κανείς στη Συρία. Ο εχθρός, όμως, προχώρησε από την άλλη πλευρά του όρους προσπερνώντας τον Αλέξανδρο και βρέθηκε, ξαφνικά, στα νώτα του, κοντά στην Ισσό. Λόγω αυτής της κίνησης, οι Πέρσες διαμόρφωσαν και την ανάγκη διαφορετικής στρατηγικής, καθώς αν γινόταν μάχη, οι ίδιοι θα ήταν αναγκασμένοι να πολεμήσουν στη στενή πεδιάδα της Ισσού, ανάμεσα στη θάλασσα και τα Αμανικά όρη. Έτσι, άθελα τους, έδωσαν ένα μεγάλο πλεονέκτημα στον Αλέξανδρο.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ιστορικού Αρριανού, οι Μακεδόνες δεν θα είχαν μειονέκτημα απέναντι στους Πέρσες: «Γιατί θα αντιμετωπίσουν οι Μακεδόνες, που από πολύ καιρό έχουν ασκηθεί να κινδυνεύουν στους πολεμικούς αγώνες, τους Πέρσες και τους Μήδους, που από πολύ παλιά ζουν στη χλιδή· με άλλα λόγια είναι σαν να πολεμούν ελεύθεροι άνδρες με δούλους· και όσοι Έλληνες αντιμετωπίσουν Έλληνες, δεν θα πολεμήσουν για τον ίδιο σκοπό, αλλά όσοι από αυτούς είναι με τον Δαρείο θα διακινδυνεύσουν για ένα μισθό και, μάλιστα, όχι πολύ μεγάλο, ενώ όσοι είναι μαζί τους θα αγωνιστούν με τη θέλησή τους υπερασπίζοντας την Ελλάδα. Από τους βαρβάρους πάλι, οι Θράκες, οι Παίονες, οι Ιλλυριοί και οι Αγριάνες, δηλαδή οι πιο δυνατοί και οι πιο πολεμικοί λαοί της Ευρώπης, θα αντιμετωπίσουν τα πιο οκνηρά και μαλθακά έθνη της Ασίας· και ακόμα, ο Αλέξανδρος θα ηγηθεί στον αγώνα εναντίον του Δαρείου. Αυτά τους ανέφερε διεξοδικά για να τους δείξει την υπεροχή τους στον αγώνα. Τους έδειχνε, επίσης, ότι και τα έπαθλα του επικίνδυνου αυτού αγώνα θα ήταν γι’ αυτούς μεγάλα.».
Ο Δαρείος παράταξε τον στρατό του στην παράλια πεδιάδα, προστατευόμενος από τον ποταμό Πίναρο, από την ακτή ως τους πρόποδες του Αμανού σε μέτωπο περίπου 3,5 χιλιομέτρων. Στην μέση είχε παραταχθεί ο όγκος του πεζικού και πίσω του βρισκόταν ο ίδιος ο βασιλιάς πάνω στο πολεμικό άρμα του. Το πεζικό έφτανε έως το αριστερό κομμάτι, ενώ δεξιά προς την θάλασσα είχε τοποθετηθεί το επίλεκτο ιππικό. Ο Αλέξανδρος που είχε παρατάξει τα στρατεύματά του, ήδη, σε πορεία προς τον εχθρό, ανέπτυξε το στρατό επίσης σε όλο το πλάτος της πεδιάδας, μειώνοντας, έτσι, το βάθος της παράταξης. Στο αριστερό κομμάτι της παράταξης με ενισχυμένο ιππικό ανέθεσε την άμυνα στον Παρμενίωνα, ενώ ο ίδιος, σαν επικεφαλής του ιππικού, προχώρησε στην επίθεση.
Αντίθετα, από ό, τι αναμενόταν, διέσχισε το ποτάμι και προχώρησε στους πρόποδες τους όρους, σε εδάφη δύσβατα για το ιππικό. Επειδή, όμως, συγκεντρώθηκε κοντά στον ποταμό σημαντική περσική δύναμη, αξιόλογο τμήμα της οποίας συγκροτούσαν Έλληνες μισθοφόροι, η μάχη προαναγγελλόταν σπουδαία, αν και, παραδόξως, τελείωσε εύκολα και γρήγορα. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος διέσπασε το αριστερό κέρας, εκτελώντας μερική κυκλωτική κίνηση κατά του κέντρου, όπου βρισκόταν ο Δαρείος, και έφτασε πίσω από τα περσικά στρατεύματα. Όταν αντιλήφθηκε ο Δαρείος την τροπή που πήραν τα πράγματα, πίστεψε πως διέτρεχε και ο ίδιος κίνδυνο για την ζωή του και έτρεξε γεμάτος πανικό με το άρμα του πίσω από τους φυγάδες, πετώντας την ασπίδα, το τόξο και τον βασιλικό μανδύα.
Το αποτέλεσμα αυτής της οπισθοχώρησης ήταν προφανές. Στις απώλειες των Περσών συμπεριλαμβάνονταν οι στρατιωτικοί διοικητές Ατίζυης, Ρεομίθρης, ο πραίτορας της Αιγύπτου, Σαβάκης, και ο Βουβάκης, που ήταν ένας από τους ευγενείς Πέρσες. Κατά τον Κόιντο Κούρτιο Ρούφο, οι συνολικές απώλειες των Περσών άγγιζαν τους 110.000 νεκρούς, ενώ του Αλέξανδρου μόλις 172 νεκρούς. Με έφοδο κυριεύθηκε αμέσως το στρατόπεδο του Δαρείου και αιχμαλωτίστηκε η οικογένειά του, καθώς και οι γυναίκες των ευγενών Περσών, που βρίσκονταν στην ακολουθία του. Τα λάφυρα για τους στρατιώτες του Αλεξάνδρου ήταν τεράστια, αφού κατόρθωσαν να προφτάσουν το σώμα αποσκευών του περσικού στρατού, το οποίο είχε καταλύσει κοντά στη σημερινή Δαμασκό. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα της νίκης σε σχέση με την τότε εξέλιξη του πολέμου ήταν πως, τώρα, δεν θα μπορούσε ο περσικός στόλος να δράσει αποτελεσματικά και ο δρόμος ήταν ανοιχτός για τον Αλέξανδρο, ώστε να κατακτήσει τις φοινικικές πόλεις. Η μάχη της Ισσού θεωρούνταν η δεύτερη μεγάλη νίκη του Αλεξάνδρου επί των Περσών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μαλύ, Ζαν, Αλέξανδρος: Η πραγματική ιστορία, Εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2010, σελ. 119-131
- Hans-Joachim Gehrke, Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2η έκδοση, Αθήνα, 2017, Μτφ. ‘Άγγελος Χανιώτης, σελ. 36-37
- C. L. Murison, Darius III and the Battle of Issus, Historia, τόμ.21, τχ. 3, 1972, σελ. 399-423