Της Μαρίας – Ελένης Κασαπάκη,
Μετά την εκλογή του ως Κυβερνήτη του Νέου Ελληνικού Κράτους στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ο Ιωάννης Καποδίστριας κατέφθασε στην Ελλάδα με πρωταρχικό μέλημα την ανεξαρτησία και τον καθορισμό των συνόρων της χώρας. Αφού προηγήθηκαν επίπονες διπλωματικές διεργασίες, στις 3 Φεβρουαρίου 1830 υπογράφηκε στο Λονδίνο το Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδας μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία), μέσω του οποίου αναγνωριζόταν η αυτονομία του Ελληνικού Κράτους, το οποίο απαλλασσόταν από οποιαδήποτε σχέση υποτέλειας προς την Οθωμανική Πύλη. Το όνειρο της ελευθερίας των Ελλήνων είχε εκπληρωθεί, ωστόσο η συμφωνία περιλάμβανε κάποιους όρους.
Αρχικά, η συνθήκη όριζε, μεταξύ άλλων, ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα ήταν μοναρχική και κληρονομική κατά τάξη πρωτοτοκίας, ενώ «Ηγεμών Κυριάρχης της Ελλάδος» θα εκλεγόταν κατόπιν συμφωνίας κάποιος γόνος βασιλικής οικογένειας που δεν ανήκε στις χώρες που υπέγραψαν τη Συμφωνία του Λονδίνου (1827). Το ζήτημα της επιλογής του ηγεμόνα της Ελλάδας απασχολούσε από το 1825 τους στρατιωτικούς και πολιτικούς παράγοντες του Ναυπλίου. Καθεμία από τις Δυνάμεις, που υπέγραψαν το Πρωτόκολλο, είχε τη δυνατότητα να προτείνει έναν με δύο υποψήφιους. Οι Γάλλοι θεώρησαν ότι ο πρίγκιπας Κάρολος της Βαυαρίας και ο Ιωάννης της Σαξονίας ήταν κατάλληλες επιλογές, οι Βρετανοί πρότειναν τον Φίλιππο του Έσσεν, ενώ οι Ρώσοι τον Βερνάρδο της Βαϊμάρης.
Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη αναπτύξει επαφές μέσω του Άγγλου πολιτικού Τζωρτζ Κάνινγκ με τον πρίγκιπα της Σαξονίας-Κόμπουρκ, Λεοπόλδο, γιο του δούκα Φραγκίσκου της Σαξονίας-Κόμπουρκ-Ζάαλφελτ. Ο Λεοπόλδος είχε παντρευτεί την Καρλόττα, κόρη του Γεωργίου Δ΄ της Βρετανίας, όμως, καθώς η πριγκίπισσα είχε πεθάνει, ο ίδιος δεν αποτελούσε πλέον μέλος της βρετανικής βασιλικής οικογένειας και ήταν δυνατόν να εκλεγεί. Οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν στον Λεοπόλδο, αφού απέκλεισαν όλους τους υπόλοιπους υποψηφίους. Η επιλογή του έγινε δεκτή από τον Ιωάννη Καποδίστρια χωρίς ενδοιασμούς, καθώς είχε προσωπική γνωριμία μαζί του λόγω της παραμονής τους στη Γενεύη. Έτσι, εξελέγη ομόφωνα Ηγεμόνας της Ελλάδας.
Ο Λεοπόλδος, λόγω της επαφής του με τον Καποδίστρια και γνωρίζοντας την πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να του παραχωρήσει τον ελληνικό θρόνο, είχε ήδη αρχίσει να καλλιεργεί στο μυαλό του την προοπτική της ανάληψης των βασιλικών καθηκόντων της χώρας. Αποδέχτηκε την πρόταση ανάληψης της ηγεσίας του θρόνου, όμως γρήγορα συνειδητοποίησε ότι το έργο του θα ήταν κάθε άλλο παρά εύκολο, ίσως μάλιστα πολύ πιο απαιτητικό από ό,τι φανταζόταν. Καταρχάς, ένας από τους όρους του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου είχε προκαλέσει μεγάλη δυσαρέσκεια στους Έλληνες. Η συμφωνία προέβλεπε ότι δεν θα εντάσσονταν στην επικράτεια του Ελληνικού Κράτους τα νησιά της Κρήτης και της Σάμου, αλλά θα παρέμεναν υπό οθωμανική κατοχή. Ο Καποδίστριας, στον οποίο είχε μεγάλη εμπιστοσύνη και πάντα επιζητούσε την καθοδήγησή του, τον προέτρεπε σθεναρά να διεκδικήσει τις δύο νήσους για την ευημερία και το συμφέρον της Ελλάδας. Μια ακόμη δυσκολία, με την οποία επρόκειτο να έρθει αντιμέτωπος ο Λεοπόλδος, ήταν ότι οι Έλληνες βρίσκονταν σε δεινή οικονομική κατάσταση και ήταν ψυχικά και πνευματικά εξουθενωμένοι από τον δεκαετή επαναστατικό Αγώνα. Παράλληλα, ο εσωτερικός διχασμός και οι ταραχές ανάμεσά τους δεν είχαν υποχωρήσει. Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, θεωρούσαν ότι ο ίδιος ο ελληνικός λαός έπρεπε να επιλέξει τον μονάρχη του και αυτό προβλημάτισε αρκετά τον πρίγκιπα της Σαξονίας.
Την ίδια περίοδο, ο Λεοπόλδος κλήθηκε στο Λονδίνο από τη βρετανική βασιλική οικογένεια λόγω της επιδείνωσης της υγείας του βασιλιά Γεωργίου Δ΄. Εκεί βρέθηκε αντιμέτωπος με την πίεση του ανώτατου συμβουλίου για το ελληνικό ζήτημα, να μην τροποποιηθούν οι διατάξεις της συμφωνίας, όπως είχε υποδείξει ο Καποδίστριας. Εκείνος απάντησε, ότι, αν το συμβούλιο δεν προχωρούσε σε νέες αποφάσεις, θα υπέβαλε την παραίτησή του, γεγονός που είχε γνωστοποιήσει ήδη και στον Καποδίστρια. Ωστόσο, οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων δεν πτοήθηκαν από αυτή την απειλή και συνέχισαν να εμμένουν στις θέσεις τους. Ο Λεοπόλδος αντιλαμβανόμενος ότι δεν επρόκειτο ούτε ο ίδιος να λάβει βοήθεια στο εξαιρετικά δυσχερές έργο του, αλλά ούτε και οι εξαθλιωμένοι Έλληνες, έλαβε την τελική του απόφαση. Την 1η Ιουνίου 1830, ανακοίνωσε στον Ιωάννη Καποδίστρια μέσω επιστολής την παραίτησή του και τους λόγους αυτής σημειώνοντας ότι «ἤδη μὲ μένει ἡ παρηγορία ὅτι πιστῶς καὶ μὲ καθαράν συνείδησιν ὑπεράσπισα τὰ συμφέροντα τῆς Ἑλλάδος, κατόρθωσα νὰ ἀπολαύσηι διὰ τοῦ Πρωτοκόλλου τῆς 20ης Φεβρουαρίου πραγματικάς καὶ οὐσιώδεις ὠφέλειας τὰς ὁποίας δὲν τὴν έδιδε παντελῶς τὸ Πρωτόκολλον τῆς 3ης.».
Την επόμενη χρονιά, το νεοσύστατο κράτος του Βελγίου, που ανεξαρτητοποιήθηκε από την Ολλανδία τον Οκτώβριο του 1830, πρόσφερε τον θρόνο στον Λεοπόλδο και εκείνος τον αποδέχτηκε. Ως βασιλιάς παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Λουίζα της Ορλεάνης και παρέμεινε στην εξουσία για 34 χρόνια, μέχρι τον θάνατό του, το 1865. Με απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, το 1832, ορίστηκε μονάρχης των Ελλήνων ο Βαυαρός πρίγκιπας Όθωνας σε ηλικία μόλις 17 ετών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κ. Παπαρηγόπουλος (1932), Iστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 6ος Μέρος B΄, Αθήνα: Εκδοτ. Οίκος Ελευθερουδάκης.
- Δ. Α. Κόκκινος (1974) Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ Τόμος 6ος, Αθήνα: Εκδόσεις Μέλισσα.