Της Κατερίνας Μακράκη,
Ανισότητες και διακρίσεις με βάση το φύλο συναντώνται σε όλους τους κοινωνικούς κύκλους, όπως είναι ο χώρος εργασίας, η πολιτική ζωή, η εκπαίδευση, ο αθλητισμός κ.α. Η συνήθης αιτία αυτών είναι τα στερεότυπα που δημιουργεί και διαιωνίζει η κοινωνία σε κάθε γενιά και τα οποία οδηγούν στην κατηγοριοποίηση των ατόμων. Εμείς θα μιλήσουμε, πιο συγκεκριμένα, για τις ανισότητες που έχουν να αντιμετωπίσουν οι γυναίκες στον αθλητισμό, κάνοντας πρώτα μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν για τη συμμετοχή τους στη μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση, τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Η αθλητική δραστηριότητα της γυναίκας προχωρούσε δειλά ανά τα χρόνια, συμπορευόμενη με την κοινωνική της θέση στη ζωή. Θυμόμαστε, πως, ήδη από την αρχαία Ελλάδα, η γυναίκα ήταν αποκλεισμένη από τους Ολυμπιακούς Αγώνες είτε επρόκειτο για τη συμμετοχή της σε αυτούς είτε για απλή θέαση. Υπάρχουν αναφορές, αν και ελάχιστες, που κάνουν λόγο για τεχνάσματα γυναικών, ώστε να καταφέρουν να εισβάλλουν κρυφά στο στάδιο, που πραγματοποιούνταν οι αγώνες. Η πρώτη φορά που κατάφερε αυτός ο «κρυφός πόθος» των γυναικών να γίνει πραγματικότητα ήταν στους Ολυμπιακούς Aγώνες του Παρισιού, το 1900. Εκείνη τη χρονιά, οι συμμετοχές των γυναικών ήταν 22 ανάμεσα σε 997 αθλητές, δηλαδή μόλις το 2,2%. Έναν αιώνα αργότερα, από το βάπτισμα του πυρός στο Παρίσι, το 2000, στο Σίδνεϋ, οι γυναίκες -περίπου 4000 στον αριθμό- κατέλαβαν το 38% από τους συνολικά 10.650 αθλητές. Μπορεί τα βήματα να είναι αργά, αλλά είναι σίγουρα σταθερά, δομώντας και δημιουργώντας μια ισχυρή βάση ισότητας για τις επόμενες γενιές.
Η άνιση αντιμετώπιση των δύο φύλων, σε αυτό το πεδίο, ξεκινά από τη στιγμή που διαχωρίζουμε τα αθλήματα σε ανδρικά και γυναικεία. Το πρόβλημα, βέβαια, είναι γενικό, καθώς σχεδόν σε όλους τους τομείς έχουμε την τάση να κάνουμε αυτόν τον διαχωρισμό. Όμως, από πού προήλθε η ανάγκη να δώσουμε φύλο σε μια φυσική δραστηριότητα; Οι περισσότεροι αποδίδουν αυτή τη διάκριση σε λόγους σωματοδομής και δύναμης, οριοθετώντας -κατά τη γνώμη μου λανθασμένα- μέχρι το πού μπορεί να φτάσει το σώμα του κάθε φύλου. Αθλήτριες, σε ανδροκρατούμενα αθλήματα, κυρίως, νιώθουν το βλέμμα της υποτίμησης και της απαξίωσης, ακούν συνεχώς αρνητικά σχόλια και όλο αυτό συμβαίνει, διότι έχουν το θάρρος και τη θέληση, να κάνουν αυτό που τους αρέσει κόντρα στα πρότυπα.
Ίσως σε κάποιους φαντάζει σαν μια υπερβολική διατύπωση, όμως αν σκεφτούμε ότι αυτό καταπατά την ελευθερία της έκφρασης ενός ανθρώπου, γίνεται πιο αντιληπτό. Το πνεύμα είναι αυτό το οποίο κινεί το σώμα και το θέτει σε πλήρη λειτουργία, βάζοντας δεύτερο τον παράγοντα της μυϊκής δύναμης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οφείλουμε να έχουμε ως γνώμονα το αρχαίο ρητό «νοῦς ὑγιής ἐν σώματι ὑγιεῖ», που μας μαθαίνει ότι το πνεύμα επηρεάζει το σώμα και το αντίστροφο. Το πνεύμα είναι κάτι που σίγουρα δεν έχει φύλο, όπως αντίστοιχα είναι η θέληση, το πείσμα και ο χαρακτήρας. Επομένως, η θεωρία διαχωρισμού των αθλημάτων λόγω γυναικείας και ανδρικής σωματοδομής, κατ’ εμέ, δεν υφίσταται, όπως το έχει δείξει και η ιστορία άλλωστε.
Ξεπερνώντας τον παράγοντα της μυϊκής δύναμης και γενικά της εξωτερικής εμφάνισης, φτάνουμε στο θέμα του χαρακτήρα, όπως προαναφέραμε. Φυσικά, θα ξεκινήσουμε με το πιο κοινότυπο σχόλιο που έχουμε ακούσει όλοι: «Σαν γυναίκα είσαι ευαίσθητη και ευάλωτη, δεν κάνεις για τέτοιου είδους άθλημα, καλύτερα να βρεις κάτι πιο γυναικείο». Αν είσαι γυναίκα που το έχεις ακούσει αυτό ή ακόμα και αγόρι εννοείται αντίστοιχα, θα νιώθεις τον ίδιο στιγμιαίο εκνευρισμό με εμένα που το έγραψα μόλις και ανέσυρα μνήμες. Ας πάρουμε, πρώτα, το κλασικό στερεότυπο, ότι η γυναίκα είναι ευαίσθητη. Έστω ότι είναι, γιατί το κατατάσσουμε στα αρνητικά και κατευθείαν αποκλείουμε τον δυναμισμό, που ενδεχομένως να έχει, και γιατί πρέπει το ένα να αναιρεί το άλλο;
Πιστέψτε με, μπορούν να συνυπάρξουν και τα δύο ταυτόχρονα, κάνοντας ένα εκπληκτικό δίδυμο. Συνεχίζουμε με το «τέτοιου είδους άθλημα», το οποίο αδυνατώ ακόμη να καταλάβω. Αν μια γυναίκα θέλει, παραδείγματος χάριν, να ακολουθήσει ένα αμιγώς ανδροκρατούμενο άθλημα, όπως είναι η πυγμαχία, ποιος είναι αυτός που θα βρεθεί στο δρόμο της και θα της πει, ότι δεν κάνει για αυτό; Είναι προφανές, πως ούτε εκείνη, αλλά ούτε και αυτός θα έπρεπε να ξέρει αν κάνει ή όχι πριν καν το δοκιμάσει. Μπορεί στην τελική να μην της αρέσει και να το αφήσει ή να μην είναι καλή, αλλά το δικαίωμα να δοκιμάσει και να μην κριθεί για αυτό, δεν μπορεί να της το στερήσει κανείς. Δεν είναι δίκαιο να χαρακτηριστεί αυτομάτως κατώτερη ή ακόμα και ανίκανη για ένα άθλημα, επειδή αυτό έχει «καταταχθεί» στα ανδρικά.
Λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω στερεότυπα, πέρα από την αντιμετώπιση στην άμεση ενασχόληση των γυναικών με τα αθλήματα, μπορούμε να μιλήσουμε λίγο και για την έμμεση ανάμειξη που έχουν σε αυτά. Λέγοντας έμμεση ανάμειξη, εννοώ την ενασχόλησή τους με θέματα διοίκησης. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συλλέχθηκαν μέσα από έρευνα το 2015, οι γυναίκες κατέχουν πολύ μικρό ποσοστό σε θέσεις ευθύνης των αθλητικών συλλόγων, δηλαδή μόλις το 14%. Ξεκινώντας από την πιο υψηλή θέση –την προεδρεία– και καταλήγοντας σε θέσεις, όπως γενικού διευθυντή ή γραμματέα, βλέπουμε ότι εμπιστεύονται τις γυναίκες περισσότερο σε κατώτερα καθήκοντα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να παραγκωνίζονται από διαδικασίες λήψεις αποφάσεων, παρά τη σταδιακά αυξανόμενη συμμετοχή τους στον αθλητισμό.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο, θέλω να πιστεύω πως κάθε γυναίκα θα παλεύει για τον εαυτό της και για τα θέλω της, γιατί, αν συμβαίνει αυτό, θα πρέπει να ξέρει πόσες άλλες κοπέλες ενθαρρύνει και τι βάσεις βάζει για τις επόμενες γενιές. Δεν φταίει τόσο το τι βρήκαμε σαν γενιά από τους προηγούμενους, αλλά το τι κρατάμε εμείς από αυτά και δεν αφήνουμε να φύγει. Πρέπει, όμως, να αναφερθεί, πως δεν είναι ο άντρας που προωθεί και συντηρεί την ανισότητα, αλλά η κοινωνία, και η κοινωνία περιλαμβάνει και τα δύο φύλα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Οι γυναίκες στους Ολυμπιακούς Αγώνες, Χρονολόγιο της ΕΕ 1900, Γωνιά μάθησης, europa.eu, διαθέσιμο εδώ
- Σχετικά με το EIGE, Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων, eige.europa.eu, διαθέσιμο εδώ