Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Η φορολόγηση των πολιτών από την κεντρική εξουσία, όποια και να είναι αυτή, έχει βαθιές ρίζες στην ανθρώπινη ιστορία. Κάθε σύστημα διακυβέρνησης αναζητά τους απαραίτητους πόρους για να μπορέσει να οργανώσει τις λειτουργίες του. Έτσι λοιπόν και η Οθωμανική Αυτοκρατορία διέθετε το δικό της σύστημα φορολόγησης που χαρακτηριζόταν από μια πολυπλοκότητα και πληθώρα διατάξεων. Εδώ θα μας απασχολήσει κατά βάση ο θεσμός της υπενοικίασης των φόρων, μια αρκετά ενδιαφέρουσα τακτική που διήρκεσε για αρκετά χρόνια.
Πριν όμως εξετάσουμε αυτό το σύστημα, αξίζει να δούμε μερικά βασικά και γενικά πράματα για τη φορολογία των Οθωμανών. Για αρχή πρέπει ν’ αναφέρουμε πως υπήρχαν φόροι που καταβάλλονταν με χρήματα και φόροι που αποδίδονταν με αγαθά. Ενδεικτικά ένα είδος εγχρήματου φόρου ήταν το zekat που έπρεπε να το καταβάλουν οι μουσουλμάνοι ως ένα είδος ελεημοσύνης, με το ποσό να κατευθύνεται προς τους ομόθρησκους κατοίκους, όπως προβλέπεται από το κοράνι. Αντίστοιχα, οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί όφειλαν να πληρώνουν τον κεφαλικό φόρο που κατέληγε στο αυτοκρατορικό ταμείο και μέσα από αυτόν είχαν το δικαίωμα να διαβιούν σε μουσουλμανικό έδαφος, ενώ παράλληλα προστατευόταν η ζωή, η τιμή και η περιουσία τους.
Ο πιο γνωστός φόρος που εισπράττονταν μέσα από αγαθά ήταν αυτός της δεκάτης (αν και σε κάποιες περιπτώσεις αποπληρωνόταν με χρήματα). Πρόκειται για φόρο επί της γεωργικής ή ζωικής παραγωγής και ισοδυναμούσε με το ένα δέκατο των παραγόμενων προϊόντων, εξ ου και η ονομασία “δεκάτη”. Αυτή κατευθυνόταν προς τον τιμαριώτη ή τον κύριο της γης. Φόροι υπήρχαν και επί των εμπορικών συναλλαγών, σε έκτακτες περιπτώσεις –πόλεμος, ελλείψεις στο κρατικό ταμείο κ.α.- και γενικότερα σε ένα ευρύ φάσμα της ζωής των ανθρώπων της αυτοκρατορίας, ενώ όπως είναι φυσικό συναντάμε και διαφορετικές φορολογικές κλίμακες ανάλογα με τις δυνατότητες των υπηκόων.
Λόγω της μεγάλης έκτασης της αυτοκρατορίας, η συλλογή των φόρων θα φάνταζε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, ωστόσο, είχαν αναπτυχθεί οι μηχανισμοί για την είσπραξή τους. Έτσι κάθε κοινότητα πολιτών ήταν υπεύθυνη για να συλλέξει τους φόρους της και μετά να τους αποδώσει στον εκπρόσωπο του Σουλτάνου που κατέγραφε το φορολογήσιμο πληθυσμό και την παραγωγική δυνατότητα της περιοχής. Το σύστημα αυτό της απογραφής έδινε μια ικανοποιητική εικόνα για τα οικονομικά δεδομένα των κοινοτήτων. Οι κοινότητες που διέθεταν αρκετούς κατοίκους, βρίσκονταν σε καλύτερη θέση, διότι ο επιμερισμός των φόρων ήταν μεγαλύτερος.
Σταδιακά, κάνει την εμφάνισή της η τακτική της φοροενοικίασης (iltizam) αρχικά το 15ο αιώνα σε έναν περιορισμένο αριθμό φόρων (συλλογή προσόδων, δασμών κ.α.), έπειτα το 17ο αιώνα εντείνεται και το 18ο κυριαρχεί σχεδόν σε όλους τους φόρους. Το σκεπτικό πίσω από τη φοροενοικίαση ήταν πως ο Σουλτάνος έδινε το δικαίωμα είσπραξης των φόρων για λογαριασμό του σε κάποιους υψηλούς αξιωματούχους –υπολογίζονται περίπου στους 1.000 οι φοροενοικιαστές του 18ου αιώνα που με τη σειρά τους υπενοικίαζαν την περιοχή τους σε άλλους, όπως θα δούμε στη συνέχεια- (με μεγάλη οικονομική επιφάνεια) που λάμβαναν αυτή τη δυνατότητα μέσα από μια πλειοδοτική διαδικασία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αξιωματούχοι αυτοί δεν κατοικούσαν στις περιοχές που έπαιρναν. Το ερώτημα που γεννάται απευθείας είναι το εξής: «τι κέρδιζαν οι αξιωματούχοι αυτοί από την όλη διαδικασία;». Από τη στιγμή που κάποιος γινόταν υπεύθυνος για τη συλλογή των φόρων μιας κοινότητας, μπορούσε ν’ αυξήσει το ποσό των φόρων και να κρατήσει το πλεονάζον ποσό. Η επόμενη ερώτηση που ενδεχομένως να σκεφτόταν κάποιος είναι «τι κέρδιζε η αυτοκρατορία από τη φοροενοικίαση;». Μέσα από το σύστημα αυτό, η κεντρική διοίκηση εξασφάλιζε ότι θα λάμβανε το ποσό που αναλογούσε σε μια κοινότητα, καθώς θα το κατέβαλε ο αξιωματούχος που ήταν υπεύθυνος για αυτή, ενώ μέσα από τον πλειοδοτικό διαγωνισμό το πόσο που θα έμπαινε στο θησαυροφυλάκιο θα ήταν μεγαλύτερο, διότι η τιμή εκκίνησης βασιζόταν στο πόσο που εισπράχθηκε τα προηγούμενα χρόνια σύμφωνα με τις απογραφές που γίνονταν και είδαμε παραπάνω. Πρόκειται στην ουσία για ένα είδος δημοπρασίας που αφορούσε μια κοινότητα, όποιος κατέβαλε τη μεγαλύτερη τιμή γινόταν κύριός της και έπειτα μπορούσε να αυξήσει του φόρους.
Ωστόσο υπήρχαν και κάποιες δικλείδες ασφαλείας στην όλη διαδικασία, όπως το ότι έπρεπε ο υποψήφιος φοροενοικιαστής να έχει την υποστήριξη ενός άλλου οικονομικά φερέγγυου ατόμου που θα πιστοποιούσε την οικονομική ευρωστία του πρώτου. Επίσης, εάν οι τοπικοί φορολογούμενοι ραγιάδες έκαναν παράπονα στην Υψηλή Πύλη κατά του φοροενοικιαστή για υπέρογκη φορολογία ή για καταχρηστική συμπεριφορά μπορούσε να ακυρωθεί η παραχώρηση αν όντως διαπιστώνονταν αυτές οι κατηγορίες. Τέλος, ήταν αναγκαία η ύπαρξη λογιστικών αρχείων που θα αποστέλλονταν στα αρμόδια όργανα του παλατιού για δημοσιονομικό έλεγχο.
Στην αρχή η παραχώρηση γινόταν για τρία χρόνια, ενώ για ένα διάστημα μετατράπηκε σε ισόβια ιδιοκτησία, κάτι που όμως δε μακροημέρευσε, διότι με το μέτρο αυτό το θησαυροφυλάκιο ζημιωνόταν, καθώς δε γινόταν προσαρμογή του ενοικίου στις πληθωριστικές και νομισματικές ανάγκες. Κατά βάση πλειοδοτούνταν αγροτικές περιοχές, συνεπώς η αρχή της ενοικίασης πραγματοποιούνταν το Μάρτιο και η καταβολή του ποσού προς την Πύλη γινόταν σε δυο δόσεις, την πρώτη Αυγούστου και στα τέλη Οκτωβρίου. Ο φοροενοικιαστής ανάγονταν κάτι σα διοικητής της περιοχής που λάμβανε, ενώ είχε το δικαίωμα να διορίσει δικά του διοικητικά μέλη. Επιπροσθέτως, μπορούσε να νοικιάσει ένα μέρος της περιοχής του σε άλλων. Με αυτόν τον τρόπο, εμφανίζονται οι υπενοικιαστές. Κατά βάση οι υπενοικιαστές προέρχονταν από την περιφέρεια αυτή, σε αντίθεση με τους φοροενοικιαστές, που όπως είδαμε ως υψηλοί αξιωματούχοι μπορεί να μην κατοικούσαν στο τόπο που λάμβαναν. Με τη σειρά τους και οι υπενοικιαστές μπορούσαν να αυξήσουν τους φόρους κρατώντας το πλεόνασμα που δημιουργούνταν. Έτσι κατασκευαζόταν μια πυραμίδα υπενοικιάσεων.
Όλο αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων προς τους υπόδουλους λαούς της Αυτοκρατορίας. Με αυτόν τον τρόπο, άρχισε να διαμορφώνεται ένα αρνητικό κλίμα κατά των οθωμανικών αρχών και ο θεσμός της υπενοικίασης θα μπορούσαμε να πούμε πως συνέτεινε στη δημιουργία της οργάνωσης ενός επαναστατικού κινήματος. Κλείνοντας, αξίζει να αναφέρουμε πως το σύστημα της υπενοικίασης εμφανίζεται και κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, ως ένα μέτρο που θα μπορούσε να αποφέρει οικονομικά οφέλη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
Δημήτριος Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης (2015), «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού κατά τη διάρκεια της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας», Εκδόσεις Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών
-
Σίμος Μποζίκης (2010), «Δυναμικές και Αδράνειες στη φορολογία και στο φορολογικό μηχανισμό κατά την Επανάσταση του 1821» στον Μνήμων τόμος 31, Εκδόσεις Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού