Του Κωνσταντίνου Δήμου,
Μετά την αποτυχία της ιταλικής επίθεσης στα αλβανικά βουνά το φθινόπωρο του 1940, το θάνατο του δικτάτορα Ι. Μεταξά και την εμπλοκή του βρετανικού παράγοντα στα ελληνικά πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα, ο Χίτλερ αποφάσισε να παρέμβει οργανώνοντας την «επιχείρηση Μαρίτα», δηλαδή την κάθοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Βαλκανική Χερσόνησο μέσω της Βουλγαρίας, προκειμένου να επιτεθεί στα βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα. Έπρεπε να διασφαλιστεί ότι ο γερμανικός στρατός δε θα δεχτεί καμία επίθεση από τα νότια κατά τη διάρκεια του «αστραπιαίου πολέμου» (blitzkrieg), που ο Χίτλερ σχεδίαζε να διεξάγει κατά της Σοβιετικής Ένωσης (Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα) τον Ιούνιο του 1941.
Συγκεκριμένα, κομβικής σημασίας ήταν η κατάληψη της Κρήτης, έτσι ώστε τα ναζιστικά στρατεύματα να αποκτήσουν μια βάση ανεφοδιασμού και ένα ορμητήριο για τις επιχειρήσεις τους στη Β. Αφρική (Afrika Korps) από ξηράς, θαλάσσης και αέρος. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, οι Βρετανοί αναγνωρίζοντας την αξία του νησιού, επιθυμούσαν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους επί των στρατιωτικών και ναυτικών βάσεων που διατηρούσαν στο νησί, ιδίως του αεροδρομίου Μάλεμε και της ναυτικής βάσης της Σούδας, όπως και την καθιερωμένη παντοδυναμία του στόλου τους στην Ανατολική Μεσόγειο και την ελεύθερη εμπορική πρόσβασή τους στη διώρυγα του Σουέζ.
Ο διοικητής του 11ου αεροπορικού σώματος στρατηγός Κούρτ Στούντεντ, καθώς και ο διοικητής της 4ης αεροπορικής στρατιάς στρατηγός Λώρ υπήρξαν θετικοί στο ενδεχόμενο κατάληψης της Κρήτης από τους Γερμανούς «ιππότες» (αλεξιπτωτιστές). Το «δεξί χέρι» του Χίτλερ, ο πτέραρχος Γκαίρινγκ, εγκρίνει το σχέδιο και το προσκομίζει στον Φύρερ στα τέλη Απριλίου (25/4). Την τελευταία εβδομάδα του Μαΐου (21/5 – 31/5) η μάχη της Κρήτης ξεκινά, με σφοδρές συγκρούσεις στον αέρα και την ξηρά. Παρά τη γενναία στάση των ολιγάριθμων Βρετανών και τις φιλότιμες προσπάθειες του άμαχου ελληνικού πληθυσμού, η Κρήτη τελικά υποκύπτει. Για ποιους λόγους όμως, η αντίσταση στο νησί απέτυχε, παρά την αριθμητική υπεροχή των υπερασπιστών του νησιού (περίπου 41.500) έναντι των επιτιθέμενων (22.750);
Η αναχαίτιση του Γερμανού κατακτητή απέτυχε, επειδή τα βρετανικά στρατεύματα, επικεφαλής των οποίων είχε τεθεί ο στρατηγός Άρτσιμπαλντ Ουέιβελ, παρά την εξάμηνη παρουσία τους στην Κρήτη αντιμετώπιζαν πολλές αντικειμενικές δυσκολίες όσον αφορά την οχύρωση της νήσου με αντιαεροπορικά και αντιαρματικά πολυβόλα. Οι ελλείψεις σε έμψυχο και υλικό δυναμικό ήταν πολλές, οι μέθοδοι επικοινωνίας πάνω στο νησί παρέμεναν «πρωτόγονες», ενώ αντίθετα με αυτό που θα υπαγόρευε η κοινή λογική, οι Βρετανοί απέσυραν τις δυνάμεις του στόλου και της αεροπορίας από το νησί: «Τοιουτοτρόπως η Γερμανική Αεροπορία (Luftwaffe) επέτυχε μέχρι της 20ης Μαΐου την απομόνωσιν της νήσου από θαλάσσης, κατά το μεγαλύτερον μέρος εκάστου 24ώρου. Η μικρά βρετανική δύναμις της αεροπορίας (RAF) της νήσου ημέραν με την ημέραν εξαφανίζετο […]. Τα εναπομείναντα ολίγα αεροσκάφη ανεχώρησαν την 19ην Μαΐου δι’ Αίγυπτον […]».
Εκτός αυτού, οι τομείς που είχαν οριστεί ως σημεία καίριας σημασίας, οι τομείς Χανίων-Σούδας (Μ.Ν.Β.D.Ο., Mobile Naval Base Defense Organization), ο τομέας Μάλεμε-Αγυιάς (2η Νεοζηλανδική Μεραρχία), Ρεθύμνου (19η Αυστραλιανή Ταξιαρχία) και Ηρακλείου (14η Βρετανική Ταξιαρχία), ήταν πολλοί και απλωμένοι μεταξύ τους για να μπορέσει να στηθεί μια αποτελεσματική άμυνα, ενώ η έλλειψη υποστήριξης από την αεροπορία έπαιξε καθοριστικό ρόλο, αφού οι Γερμανοί διατήρησαν την υπεροχή τους στον αέρα. Οι Γερμανοί κατέλαβαν σχετικά γρήγορα (21-22 Μαΐου) το εγκαταλειφθέν αεροδρόμιο Μάλεμε, ενώ οι προσπάθειες ανακατάληψής του από τα νεοζηλανδικά και αυστραλιανά τάγματα, με συνεπικουρία από τις ελληνικές δυνάμεις, απέβησαν άκαρπες, ειδικά από τη στιγμή που ξεκίνησε να λειτουργεί η αερογέφυρα ανεφοδιασμού (24-25 Μαΐου).
Σταδιακά, όλοι οι τομείς έπεσαν στα χέρια των Γερμανών. Σε επικοινωνία του με τον Τσώρτσιλ στις 27 Μαΐου, ο αρχιστράτηγος της Μέσης Ανατολής Ουέιβελ ανέφερε εμμέσως ότι το νησί είχε ήδη χαθεί και πώς θα έπρεπε εν τέλει να εκκενωθεί. Το τηλεγράφημα υποστήριζε ότι ο τομέας Χανίων είχε χαθεί, ο στόλος έπρεπε να απομακρυνθεί από τη Σούδα και να κατευθυνθεί προς το Νότο για να γλιτώσει από εχθρικές ενέργειες, ο τομέας Ρεθύμνου είχε αποκοπεί και ο τομέας Ηρακλείου ήταν ήδη περικυκλωμένος από τον εχθρό.
Στις 27 Μαΐου, ο διοικητής των ελληνοβρετανικών δυνάμεων υποστράτηγος Μπερνάρντ Φράιμπεργκ λαμβάνει τηλεγράφημα να εγκαταλείψουν τη Μεγαλόνησο, έχοντας ως σημεία εξόδου τη Σούδα και τα Σφακιά, δίνοντας προτεραιότητα επιβίβασης στους τραυματισμένους, με κατεύθυνση την Αλεξάνδρεια. Δύο αντιτορπιλικά, μία ναρκοθέτιδα και 800 καταδρομείς καταφθάνουν στη Σούδα με εφόδια για να διασφαλίσουν την τακτική υποχώρηση των δυνάμεων του νησιού. Ωστόσο, δίνεται διαταγή από τον ταξίαρχο Τσάπελ του τομέα Ηρακλείου να συνεχιστούν οι επιθέσεις εναντίον των γερμανικών θέσεων κατά την οπισθοχώρηση των Βρετανών, ώστε να τους καθυστερήσουν μέχρι την τελική εκκένωση του νησιού από τον υποστράτηγο Ουέστον. Τα σχέδιο προβλέπει τη σύμπτυξη των σκόρπιων δυνάμεων προς τα ανατολικά, με σκοπό να φθάσουν στα Σφακιά, πριν περικυκλωθούν από τα στρατεύματα του υποστράτηγου Ρίνγκελ.
Στο μεταξύ τα ελληνικά τμήματα είτε συνέχιζαν να πολεμούν (1ο ελληνικό σύνταγμα), είτε διαλύονταν (2ο, 6ο, 8ο ελληνικό σύνταγμα) και σκόρπιζαν στα χωριά ή στα βουνά. Ελάχιστοι μόνο Έλληνες κατάφεραν να μεταφερθούν με τις Βρετανικές Δυνάμεις στη Μέση Ανατολή. Άλλωστε, η εντολή εκκένωσης του ταξίαρχου Τσάπελ στο λιμάνι του Ηρακλείου αφορούσε μόνο τις βρετανικές δυνάμεις, αφού δεν υπήρχε χώρος στα καράβια για να επιβιβαστούν όλοι. Στις 28-29 Μαΐου οι Βρετανοί επιβιβάζονται σε μεταγωγικά στο Ηράκλειο (6.000 άνδρες) και στα Σφακιά (1.100) και εγκαταλείπουν το νησί. Στις 30/31 Μαΐου στα Σφακιά κατέπλευσαν 2 αντιτορπιλικά και παρέλαβαν άλλους 1.500 άνδρες. Η τελευταία απόπειρα διάσωσης από τον ναύαρχο Κίνγκ βοηθάει στη διάσωση άλλων 3.170 ανδρών. Ο στρατηγός Ουέστον δίνει εντολή προτού αποχωρήσει από τα Σφακιά με υδροπλάνο στον αρχαιότερο αξιωματικό οι εναπομείναντες Βρετανοί να συνθηκολογήσουν.
Οι Γερμανοί προήλασαν και κατέλαβαν το Ρέθυμνο (29-30 Μαΐου) και το Ηράκλειο χωρίς αντίσταση. Οι μονάδες που έμειναν πίσω παραδόθηκαν. Μέχρι την 1η Ιουνίου όλο το νησί τελούσε πλέον υπό γερμανική κατοχή, η οποία θα συνεχιστεί μέχρι και το Μάιο του 1945. Ωστόσο, το αντίτιμο ήταν υψηλό: οι απώλειες των Γερμανών αριθμούσαν περίπου 4.000 στη ξηρά και στη θάλασσα, ενώ 1 στους 4 αλεξιπτωτιστές σκοτώθηκε, κάτι που θα οδηγήσει σε αντίποινα κατά του ελληνικού άμαχου πληθυσμού που τόλμησε να αντιταχθεί στη γερμανική πολεμική μηχανή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (2021), Η μάχη της Κρήτης, Αθήνα: ειδική έκδοση για την εφημερίδα Documento.
- Σπύρος Λιναρδάτος (1977), Ο πόλεμος του 1940-1941 και η μάχη της Κρήτης, Αθήνα: εκδ. Διάλογος.
- Συλλογικό Έργο (1973), History of the Second World War: How Crete was lost, USA: BPC Publishing.