Του Βασίλη Πλαΐτη,
Η Μάχη της Κρήτης αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο της κατάκτησης της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα και την τελευταία ολοκληρωτική νίκη των Ναζί κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα υπόδειγμα γενναίας λαϊκής αντίδρασης έναντι του επερχόμενου κατακτητή, που όμως, δεν ήταν τελικά αρκετή να τον εμποδίσει να καταλάβει το νησί. Παρακάτω, θα αναλυθούν τα λάθη και οι αδυναμίες της αμυντικής οργάνωσης που οδήγησαν στην πτώση του νησιού στις δυνάμεις του Άξονα.
Η αμυντική οργάνωση ήταν ευθύνη των βρετανικών δυνάμεων ήδη από το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου τον Οκτώβριο του 1940. Ωστόσο, λίγες μέρες πριν τη γερμανική εισβολή, το νησί είχε ακόμη πολλές αδυναμίες αμυντικής οργάνωσης. Αρκετές εξ αυτών εντοπίζονται στις κακές προϋπάρχουσες υποδομές του νησιού. Η Κρήτη είχε μόλις έναν κεντρικό δρόμο που συνέδεε τις σημαντικότερες πόλεις της στη βόρεια ακτή, ενώ το οδικό δίκτυο ήταν από κακοδιατηρημένο έως και ανύπαρκτο στις υπόλοιπες περιοχές του νησιού. Επιπρόσθετα, τα δίκτυα επικοινωνίας ήταν αρκετά υπανάπτυκτα, αποτρέποντας τη δυνατότητα ενός αποτελεσματικού συντονισμού της επιχείρησης. Έπειτα, τα λιμάνια στη νότια πλευρά του νησιού ήταν μικρά, με τα μεγάλα πλοία να μη μπορούν να σταθμεύσουν εκεί, και άρα να μη μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά την άμυνα (η αδυναμία αυτή θα έπαιζε ρόλο και στην ατελή αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων, κατά τα τέλη Μαΐου). Τέλος, υπήρχαν μόλις δύο πλήρως λειτουργικά αεροδρόμια (του Μάλεμε και του Ηρακλείου), αποκλείοντας τη μαζική ενίσχυση εξ αέρος, δεδομένης και της γερμανικής κυριαρχίας στον τομέα αυτό. Αν και έγιναν προσπάθειες από τους Βρετανούς για βελτίωση των υποδομών, αποδείχθηκε ότι αυτές δεν ήταν αρκετές.
Πέρα από τις αδυναμίες αυτές, υπήρχαν και άλλα οργανωτικά σφάλματα και ελαττώματα. Αρχικά, δεν υπήρχε ξεκάθαρο σχέδιο υπεράσπισης του νησιού (παρότι οι Σύμμαχοι γνώριζαν για την εισβολή ήδη από τα τέλη Απρίλη, λόγω του μηχανισμού Enigma), κάτι που αντικατοπτριζόταν στην αλλαγή υπεύθυνων αξιωματικών υπεράσπισης του νησιού. Μόνο από τα τέλη Μαρτίου συντάχθηκε ένα οργανωμένο σχέδιο άμυνας της Κρήτης. Όμως, στο σημείο αυτό προέκυψε ένα σημαντικότερο πρόβλημα: δεν ήταν διαθέσιμες πολλές μονάδες και εφόδια για να εγκατασταθούν στο νησί, όπου υπήρχαν πενιχρές δυνάμεις. Ειδικότερα, ο διοικητής των βρετανικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής, στρατηγός Γουέιβελ, πιεζόταν ιδιαίτερα στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής, όπου είχαν φθάσει τα γνωστά Afrika Korps, υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Έρβιν Ρόμελ. Για το λόγο αυτό, αν και έφθασαν ορισμένες μονάδες, όπλα και εφόδια στο νησί από τη Βόρεια Αφρική, αυτά ήταν πολύ λιγότερα από όσα χρειαζόταν η αμυντική προσπάθεια. Έτσι, ο κύριος όγκος των στρατευμάτων υπεράσπισης του νησιού αναμενόταν από την ελληνική ενδοχώρα. Εκεί, η ελληνική 5η Μεραρχία (της Κρήτης) είχε εγκλωβιστεί στο αλβανικό μέτωπο από τα γερμανικά στρατεύματα εισβολής, ενώ κάποια συμμαχικά στρατεύματα (25.000 στρατιώτες) έφθασαν στην Κρήτη από την ελληνική ενδοχώρα, μέσω της «Επιχείρησης Λάμψη». Αυτοί οι στρατιώτες ήταν εφοδιασμένοι με πενιχρό οπλισμό, κάτι που ίσχυε στην πλειοψηφία των υπερασπιστών της Κρήτης.
Άλλο ζήτημα που καθόρισε εν πολλοίς τη μάχη ήταν η ανυπαρξία αεροπορικής υποστήριξης, παράγοντας που ανέδειξαν αρκετοί ιστορικοί (π.χ. Daniel Davin), αλλά και ο τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Ουίνστον Τσώρτσιλ. Τα λιγοστά βρετανικά αεροπλάνα που στάθμευαν στην Κρήτη, έφυγαν για την Αλεξάνδρεια, ώστε να προστατευτούν από μια ολοκληρωτική συντριβή. Η απουσία αεροπορικής υποστήριξης επέτρεψε στη Luftwaffe να βομβαρδίσει και να ρίξει αλεξιπτωτιστές στο νησί, αντιμετωπίζοντας μόνο κάποια αντιαεροπορικά όπλα και ωφελώντας ιδιαίτερα τους εισβολείς. Η Luftwaffe κατέστρεψε επίσης και κάποιες μονάδες του βρετανικού ναυτικού, που δρούσαν στην περιοχή και κατάφεραν να βυθίσουν δύο γερμανικές νηοπομπές. Κατά συνέπεια, η βρετανική ναυτική υποστήριξη εξανεμίστηκε σε επίπεδο στρατιωτικής βοήθειας, αν και έπαιξε σημαντικό ρόλο, όπως ειπώθηκε παραπάνω, στην εκκένωση του νησιού από τα συμμαχικά στρατεύματα.
Πάντως, παρά τις αδυναμίες στην αμυντική οργάνωση του νησιού, η μάχη δεν είχε προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Οι συμμαχικοί στρατιώτες που βρίσκονταν στο νησί, αριθμούσαν γύρω στους 42.000 (11.500 Έλληνες, 18.000 Βρετανοί, 7.500 Νεοζηλανδοί και 6.500 Αυστραλοί), έναντι 25.000 περίπου στρατιωτών του Άξονα (22.000 Γερμανοί και 2.700 Ιταλοί). Η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών και οι αναγνωριστικές αποστολές υποτίμησαν απίστευτα τον αριθμό Βρετανών στρατιωτών στο νησί, ενώ θεωρήθηκε ότι ο ντόπιος πληθυσμός θα υποδεχόταν ή έστω θα ήταν ουδέτερος σε μια επικείμενη εισβολή, λόγω ισχυρών βενιζελικών και αντιμοναρχικών πεποιθήσεων. Την πρώτη μέρα των συγκρούσεων, στις 20 Μαΐου, οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές είχαν μεγάλες απώλειες στα τέσσερα σημεία της σύγκρουσης (Μάλεμε, Χανιά και Σούδα, Ρέθυμνο, Ηράκλειο), αν και μπόρεσαν να εξασφαλίσουν κάποια σημεία. Έτσι, η υπόθεση κατάληψης της Κρήτης ήταν ακόμη ανοιχτή, με όλα τα αποτελέσματα πιθανά.
Όμως, εκείνο το βράδυ, έγινε στο Μάλεμε μια κομβική αλλαγή που θα έκρινε εν πολλοίς τη μάχη στο νησί. Το 22ο Νεοζηλανδικό Τάγμα βρισκόταν στο στρατηγικής σημασίας Ύψωμα 107, υπό τη διοίκηση του αντισυνταγματάρχη Λέσλι Άντριου. Μετά την πρώτη μέρα μάχης, οι Γερμανοί υπέστησαν σημαντικές απώλειες, είχαν μαζί τους μόνο ελαφρά όπλα, καθώς δεν είχαν ανεφοδιαστεί ακόμα, και ανέμεναν μια συμμαχική αντεπίθεση. Ωστόσο, ο Άντριου έβλεπε διαφορετικά τα πράγματα: η μονάδα του είχε και αυτή υποστεί μεγάλες απώλειες, ενώ μπορούσε να επικοινωνήσει μόνο με το διοικητή του, ταξίαρχο Χάργκεστ. Επειδή ακριβώς δεν είχε εικόνα από την εξέλιξη των υπόλοιπων συμπλοκών (που πήγαιναν σχετικά καλά), αποφάσισε να χρησιμοποιήσει και τα δύο τανκ που είχε, τα οποία δεν κατάφεραν να διασπάσουν τη θέση των αντιπάλων. Αξιολογώντας τα υπέρ και τα κατά της παραμονής στο ύψωμα, έχοντας μια πολύ αμφίβολη εικόνα για την εξέλιξη των υπόλοιπων μαχών, αποφάσισε να αποχωρήσει από το στρατηγικό αυτό σημείο στις 02:00 μετά τα μεσάνυχτα. Οι Γερμανοί εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο το ανέλπιστο τους πλεονέκτημα, και κατέλαβαν το Ύψωμα 107, ένα σημείο-κλειδί για το αεροδρόμιο του Μάλεμε, και άρα το σημείο που θα τροφοδοτούσε τη γερμανική εισβολή και κατάκτηση.
Αν και έγιναν αντεπιθέσεις από τα συμμαχικά στρατεύματα για την ανακατάληψη του αεροδρομίου, αυτές απέτυχαν και οι Γερμανοί σταθεροποίησαν τον έλεγχό τους επί αυτού, κάτι που εξασφάλισε την επιτυχία της εισβολής αυτής. Όσον αφορά τον αντισυνταγματάρχη Άντριου, θεωρείται σίγουρο ότι οι πράξεις του δεν αποτελούσαν επακόλουθο δειλίας, αλλά λανθασμένης κρίσης. Η απουσία επικοινωνίας με τους υφιστάμενους και τους προϊστάμενούς του, σε συνδυασμό με τις σημαντικές απώλειες που υπέστη το 22ο Τάγμα, τον οδήγησε στην απόφαση να υποχωρήσει, μια απόφαση που δικαιολογείται από τα παραπάνω δεδομένα. Όμως, ταυτόχρονα, η απόφαση αυτή έκρινε εν πολλοίς τη Μάχη της Κρήτης, καθώς επέτρεψε στους Γερμανούς στρατιώτες να ενισχυθούν, να ανεφοδιαστούν και εν τέλει να νικήσουν. Η Μάχη της Κρήτης έληξε μέχρι τα τέλη του Μαΐου, με κάποια τμήματα των συμμαχικών στρατευμάτων να φεύγουν στην Αλεξάνδρεια μέσω Σφακίων. Οι στρατιώτες που έμειναν πίσω είτε έγιναν αιχμάλωτοι πολέμου είτε κατέφυγαν στην κρητική ύπαιθρο και συμμετείχαν στην κρητική αντίσταση. Αν και η μάχη ήταν μια συμμαχική ήττα, η γερμανική νίκη ήταν μια «πύρρειος νίκη», παρά τις αμυντικές αδυναμίες του νησιού και τα λάθη που έγιναν από τη συμμαχική πλευρά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Daniel Davin, «Battle of Crete: Phase 1 and Phase 2», History of the Second World War, 18 (1973), σελ. 477-501
- Ηρακλής Ζαφείρης, «Στρατιωτική Ιστορία της Ελλάδας, Από την αρχαιότητα μέχρι τον Πόλεμο 1940-41», Εκδόσεις Τυπογραφείου Ελληνικού Στρατού, Αθήνα 1992, σελ. 170-175
- Charles Prestidge-King, «The Battle of Crete: A Re-Evaluation», Cross Sections: The Bruce Hall Academic Journal, vol. 3 (2007), σελ. 117-129
- Γιάννης Σκαλιδάκης, «Η Μάχη της Κρήτης», BBC History Magazine, Μάιος 2021, σελ. 16-21.