13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνία(Πρέπει να) είναι η δικαιοσύνη μας τελικά κοινωνική;

(Πρέπει να) είναι η δικαιοσύνη μας τελικά κοινωνική;


Της Μυρτώς Ιωάννου,

Κράτος δικαίου και κοινό περί δικαίου αίσθημα. Δύο έννοιες που στο μυαλό πολλών από εμάς είναι με μια πρώτη ανάγνωση αντιφατικές. Τον τελευταίο καιρό, η συζήτηση γύρω από αυτές έχει αναζωπυρωθεί εξαιτίας δικαστικών υποθέσεων που «διέφυγαν» από τον χώρο της δικαιοσύνης και έγιναν κομμάτι των προσωπικών μας ανησυχιών και προβληματισμών. Ξεκίνησε μια πάλη ανάμεσα στην ανάγκη για δικαιοσύνη των θυμάτων και στην προστασία των θυτών. Γίναμε όλοι -ηθελημένα ή μη- δικαστές δίχως να έχουμε τις γνώσεις για αυτό. Πλαισιωμένοι από ένα αίσθημα δικαίου, αθωώσαμε ή καταδικάσαμε, φωνάξαμε ή σιωπήσαμε. Πρέπει όμως, αυτό το αίσθημα δικαίου, που (ευτυχώς) έχουμε μέσα μας, να μας καθοδηγεί σε τέτοιου είδους υποθέσεις ή υπάρχει και άλλος πιο ασφαλής δρόμος;

Κράτος δικαίου είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου που έχει θεσπίσει η πολιτεία, στοχεύοντας στη ρύθμιση της εξωτερικής συμπεριφοράς των ανθρώπων, ώστε να υπάρχει μία αρμονική συμβίωση. Είναι αυτό που όριζε ο Αριστοτέλης ως «διακυβέρνηση του νόμου». Του σωστού νόμου, που αναγνωρίζει τις ανάγκες της κοινωνίας που πλαισιώνει και δεν είναι αναχρονιστικός, έχει όμως και μια σταθερότητα που δεν του επιτρέπει να χαρακτηριστεί εφήμερος. Και αν αυτός ο όρος μας φαίνεται κάπως απόλυτος -ίσως και τρομακτικός- ας αναλογιστούμε μία κοινωνία χωρίς νόμους. Πόσο πιο τρομακτικό μπορεί να γίνει ένα τέτοιο σενάριο; Μπορούμε, άραγε, να βασίσουμε την κοινή μας ζωή απλώς στην θέληση του άλλου να μην μας βλάψει, να μας σέβεται και να μας προστατεύει;

Πηγή εικόνας: powerpolitics.gr

Κοινό περί δικαίου αίσθημα είναι η αντίληψη περί ηθικής της κοινής γνώμης, όταν έρχεται αντιμέτωπη με μια κοινωνική διαφορά που θα οδηγηθεί στην δικαστική κρίση. Είναι αυτό που ο καθένας από εμάς θεωρεί δίκαιο, καλό ή κακό, το εσωτερικό, δικό του αίσθημα της δικαιοσύνης. Όμως, όσο αναγκαία και αν είναι η ύπαρξη αυτού του αισθήματος, όσο σύμφυτη και αν είναι με την ανθρώπινη υπόσταση, όσο και αν προσπαθούμε να της προσδώσουμε μια αντικειμενική χροιά, θα έχει πάντα έντονα υποκειμενικά στοιχεία. Μπορεί σε κάποιες τρανταχτές περιπτώσεις το δίκαιο να είναι κοινό για όλους, αλλά όσο εμείς οι άνθρωποι διαφέρουμε μεταξύ μας τόσο θα εξακολουθούν να διαφέρουν και οι απόψεις μας. Και όπως όλες οι απόψεις, το κοινό περί δικαίου αίσθημα μπορεί -λόγω και της δύναμης που έχουν σήμερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης- να κατευθυνθεί σε μονοπάτια που δεν έχουμε διαλέξει συνειδητά.

Τον τελευταίο καιρό, τα εναύσματα που δίνει η επικαιρότητα για να ξυπνήσει το αίσθημα μας για δικαιοσύνη είναι, δυστυχώς, πολλά και απανωτά. Βασικό παράδειγμα -ιστορικό θα έλεγα- είναι η δίκη της Χρυσής Αυγής. Ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2015 και ολοκληρώθηκε τον Οκτώβρη του 2020, όπου ανακοινώθηκε η απόφαση για αναγνώριση της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης, δικαιώνοντας το τεράστιο πλήθος των διαδηλωτών που υπήρχε εκείνη τη στιγμή έξω από το Εφετείο. Πολλοί έκαναν λόγο για πίεση του δικαστηρίου, για προσπάθεια επηρεασμού των δικαστών, για εξώθηση σε αμερόληπτη κρίση. Ίσως, εν μέρει να είχαν δίκιο. Ίσως, νομικά, το δικαστήριο να είναι σωστό να δρα υπό «ήρεμες» συνθήκες που του επιτρέπουν να φέρει εις πέρας τον θεσμικό του ρόλο χωρίς περαιτέρω «αχρείαστες» ανησυχίες. Η δικαιοσύνη, όμως, ως θεσμός «πάλλεται» με τον ίδιο ρυθμό που «πάλλεται» και η κοινωνία. Δεν είναι και ούτε πρέπει να είναι «αποστειρωμένη». Αυτό δεν σημαίνει πως οι δικαστές επηρεάζονται από το δίκιο που πνίγει τον κόσμο. Αλίμονο, αν οι δικαστές επηρεάζονταν από τον παλμό που δίνει κάθε φορά ο κόσμος! Αρκεί μόνο να τον ακούν. Η απόφαση για την Χρυσή Αυγή είναι μια καθόλα νόμιμη απόφαση, που δεν βασίστηκε στον κόσμο που συνέρρεε για να υπερασπιστεί τη δημοκρατία και τον βασικό της πυλώνα που είναι η δικαιοσύνη. Βασίστηκε στο νομικό πλαίσιο και στους κανόνες της δικονομίας που οφείλουν να εφαρμόζουν πιστά οι δικαστές και όχι να ερμηνεύουν. Αυτή είναι δουλειά των νομοθετών.

Αυτή η αμεροληψία των δικαστών, η αφοσίωση στο δύσκολο έργο τους, δεν σημαίνει πως τους στερεί την ανθρώπινη πλευρά τους. Σε μια άλλη δίκη, για τον βιασμό και την δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, η εισαγγελέας αγόρευσε με έναν τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι συνηθίζεται και που κατακρίθηκε από το νομικό κόσμο. Μεταξύ άλλων, είπε: «Υπάρχει μια άποψη ότι ο εισαγγελικός λειτουργός είναι αποκεκομμένος από την κοινωνία. Ο εισαγγελέας δεν έχει μόνο τα χαρτιά μπροστά του ή μόνο τη διαδικασία, οφείλει να ακούει και να καταλαβαίνει τι ακριβώς γίνεται. […] Το παιδί σας ήχθη ως πρόβατο επί σφαγή και ως αμνός άμωμος». Πράγματι, ο λόγος της ήταν υπερβολικός, αν σκεφτεί κανείς τον θεσμικό ρόλο που έχει και αν δεν ξεχάσει πως μιλάει υπό τον μανδύα του εισαγγελέα, ο οποίος πρωταρχικό σκοπό έχει τη διαλεύκανση της υπόθεσης και όχι την καταδίκη του κατηγορουμένου. «Απομακρύνθηκε» η εισαγγελέας από την υπηρέτηση των κανόνων του κράτους δικαίου και επηρεάστηκε από τη δύναμη της κοινωνίας που καταδίκαζε ήδη, πολύ πριν την έκδοση απόφασης, τους δύο κατηγορούμενους; Η ίδια απάντησε στις κατηγορίες ότι: «δεν δικάζει προκειμένου να ικανοποιήσει το λαϊκό αίσθημα, αλλά με γνώμονα τη δικαιοσύνη και ότι απλώς στην υφιστάμενη υπόθεση το λαϊκό αίσθημα ταυτίστηκε μαζί της».

Πηγή εικόνας: newsit.gr

Μιας και αναφερθήκαμε στην τάση της κοινωνίας να καταδικάζει χωρίς απόφαση, χωρίς αναμονή για αποδείξεις, χωρίς ελαφρυντικά, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στις πολύ πρόσφατες εξελίξεις στον χώρο του θεάτρου. Καταγγελίες για αντιεπαγγελματική συμπεριφορά, σωματική, λεκτική και σεξουαλική βία, με αποκορύφωμα εκείνες για βιασμούς, παιδεραστία και υπόνοιες κυκλωμάτων και οργανωμένων εγκλημάτων που δεν φτάνει ανθρώπινος νους. Στην αρχή επικράτησε σάστισμα. Την θέση του πήραν η αγανάκτηση, ο θυμός, η ανάγκη για καταδίκη εδώ και τώρα, για φυλάκιση και όχι μόνο. Υβριστικά σχόλια στα social media, «παράθυρα» σε τηλεοπτικά πάνελ, ειδήσεις επί ειδήσεων. Όλα πήραν φωτιά. Η κοινωνία ήθελε δικαιοσύνη, ήθελε αποκατάσταση. Έγινε -δικαίως- λόγος για τηλεδικαστήρια, λαϊκά δικαστήρια. Για καταπάτηση του τεκμήριου αθωότητας. Αδιαμφισβήτητα, το «όλοι είναι αθώοι, μέχρι να αποδειχθούν ένοχοι» έφυγε από το πλάνο. Οι ύποπτοι έγιναν κατηγορούμενοι και έπειτα βιαστές, παιδεραστές… Η ανάγκη για δικαιοσύνη για άλλη μια φορά βγήκε στην επιφάνεια και παρέσυρε όλες τις νόμιμες διαδικασίες. Για ποιον, όμως, τις παρέσυρε; Για το δικαστήριο ή για τις παρέες, την τηλεόραση και το facebook; Η νόμιμη διαδικασία θα τηρηθεί. Οι άνθρωποι που καταγγέλθηκαν θα οδηγηθούν όπως και όποτε πρέπει ενώπιον της δικαιοσύνης. Φυσικά, είτε μας αρέσει είτε όχι, οφείλουμε (ειδικά όταν έχουμε και δημόσιο βήμα) να προστατεύουμε τον άνθρωπο από όποια πλευρά και αν βρίσκεται και πράγματι χωρίς αποδείξεις, κανένας δεν είναι ένοχος.

Η δικαιοσύνη είναι και οφείλει να είναι αμερόληπτη, ανεπηρέαστη και αμετακίνητη από τους κανόνες που την περιβάλλουν. Μια δικαστική απόφαση δεν είναι αποτέλεσμα της προσωπικής γνώμης κανενός. Ο λαός από την θέση του, αντιδρά και οφείλει να αντιδρά για πράγματα που θίγουν την ηθική του. Η πίεση, όμως, που ασκεί πρέπει να φτάνει έξω από την πόρτα του δικαστηρίου. Κράτος δικαίου και κοινό περί δικαίου αίσθημα συμπορεύονται και αλληλοπροστατεύονται. Η μετακίνηση σε ένα «βασιλεύον» κοινό περί δικαίου αίσθημα είναι σίγουρα πολύ πιο επικίνδυνη απ’ ό,τι φανταζόμαστε εξαρχής. Γιατί, τη στιγμή που εμείς (δικαίως) εγειρόμαστε και αντιδρούμε απέναντι σε αυτό που θεωρούμε άδικο και που μας πνίγει, υπάρχει ένας ψύχραιμος δικαστής που μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση με τον τρόπο και μέσα από την διαδρομή που πρέπει. Η πείρα, οι γνώσεις και η ψυχραιμία είναι πάντα καλοί σύμβουλοι σε περιόδους κρίσης, και η ελληνική δικαιοσύνη δείχνει να τις έχει.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • «Κοινό περί δικαίου αίσθημα»; Ανασκευή και εποικοδομητική αντιπρόταση, Κώστας Σταμάτης, ejournals.lib.auth.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Κράτος δικαίου, el.wikipedia.org, διαθέσιμο εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μυρτώ Ιωάννου
Μυρτώ Ιωάννου
Γεννήθηκε το 1998 και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα εργάζεται. Αγαπάει το θέατρο, την μουσική και τον κινηματογράφο ενώ ασχολείται και με τους παραδοσιακούς χορούς.