Της Εύας Μόσχου,
Συμβατικά, η περίοδος από το 2686 έως το 2160 π.Χ. αντιστοιχεί στο λεγόμενο «Παλαιό Βασίλειο» της Αιγύπτου. Στη διάρκειά της, παρατηρείται ενιαίος διοικητικός μηχανισμός, ενώ, παράλληλα, διαμορφώνονται πολλά από τα οικοδομήματα, για τα οποία φημίζεται η Αίγυπτος. Ωστόσο, οι ιστορικές πηγές είναι ανεπαρκείς. Διαθέτουμε κάποιες βασιλικές επιγραφές (καταλόγους ονομάτων Φαραώ κ.ά.), αλλά όχι κείμενα για την καθημερινή ζωή. Επομένως, για την ανάλυση της εποχής στηριζόμαστε στα ταφικά μνημεία.
Το κέντρο της προσοχής την εποχή αυτή στρέφεται στην Κάτω Αίγυπτο, με σταθμό διοίκησης τη Μέμφιδα. Με τον Φαραώ Djoser (2.686-2.648 π.Χ.) της 3ης δυναστείας ξεκινά η διάρθρωση μνημείων. Το κτίριο στη Saqqara αποτελεί έμπνευση του αρχιτέκτονα Imhotep. Συγκροτήθηκε εξωτερικά με τη χρήση λίθινων πλίνθων, ενώ εσωτερικά με ωμόπλινθους. Για την ανέγερση της πυραμίδας χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο ο πρωιμότερος τύπος του “mastaba” (αραβική ονομασία που δηλώνει τους πυραμοειδείς τάφους). Συγκεκριμένα, 6 mastaba οδήγησαν στο τελικό υπερυψωμένο κτίσμα. Η πρόσβαση γινόταν μέσω τούνελ από τον διπλανό νεκρικό ναό. Ο ταφικός θάλαμος βρισκόταν κάτω από την πυραμίδα, βαθιά μέσα στο έδαφος (εντοπίστηκε συλημένος, ωστόσο, βρέθηκαν 10.000 λίθινα αγγεία).
Η κατασκευή δεν ήταν αυτόνομη. Ήταν ενταγμένη σε μια ομάδα κτιρίων, καθώς γύρω υπήρχαν ναοί, αποθηκευτικοί και εργαστηριακοί χώροι και ο περίβολος. Οι βοηθητικοί χώροι ήταν συνυφασμένοι με την ιδεολογική ταυτότητα της Αιγύπτου: ο νεκρός είχε ανάγκες ακόμα και μετά θάνατον, οι οποίες, αν έμεναν ανεκπλήρωτες, τον εξόργιζαν και η ψυχή του αδρανοποιούνταν. Μέσα στους αφιερωμένους στον Φαραώ νεκρικούς ναούς υπήρχε ιερατείο για την προσφορά τροφής. Για να καταστεί αυτάρκες το οικοδόμημα, διέθετε καλλιεργήσιμες εκτάσεις κι εργάτες. Εύλογα, λοιπόν, κατανοεί κανείς ότι τα ιερά αποτελούσαν σημαντικούς οικονομικούς οργανισμούς.
Περνώντας στην 4η δυναστεία, συναντάμε τον Φαραώ Sneferu (2.613-2.589 π.Χ.) και τις 3 πυραμίδες που έκτισε. Πρώτη κτίστηκε η Πυραμίδα στο Meidum. Κατά την ανέγερσή της, επιχειρήθηκε τροποποίηση, η αποτυχία της οποίας οδήγησε σε μερική κατάρρευσή της. Δεύτερη κτίστηκε η Κυρτή Πυραμίδα στο Dahshur. Ονομάστηκε έτσι λόγω της μεγάλης κλίσης που είχαν οι τοίχοι. Στο εσωτερικό δέσποζαν 34 παραστάσεις γυναικείων μορφών, που αποτελούσαν προσωποποιήσεις των βασιλικών κτημάτων, από τα οποία προέρχονταν τα έσοδα της νεκρικής λατρείας. Τρίτη κτίστηκε η Κόκκινη Πυραμίδα στο Dahshur. Εξ’ αρχής, η κλίση των τοίχων ήταν 43 μοίρες. Για την κατασκευή χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό κόκκινου χρώματος. Γύρω υπήρχε περίβολος που μαζί με την πυραμίδα περιέκλειε νεκρικό ναό και χώρους αποθήκευσης.
Επόμενος στη βασιλεία ήταν ο Khufu (2.589-2.566 π.Χ.), για τον οποίο δεν έχει κατασκευαστεί άγαλμα. Η πυραμίδα του στην Γκίζα έχει αξιοσημείωτο μέγεθος. Για την κατασκευή της χρειάστηκαν 25.000 εργάτες σε καθημερινή βάση (σχεδόν όλοι οι Αιγύπτιοι άρρενες) και 23.000.000 κυβόλιθοι. Ο νεκρικός θάλαμος αποτελεί ένα επίτευγμα της μηχανικής, καθώς δεν είναι θαμμένος κάτω από την πυραμίδα, αλλά είναι κρυμμένος μέσα σ’ αυτή. Στην ίδια περιοχή, ύστερα από ανασκαφές, έχουν βρεθεί σπίτια εργατών και εργαστηριακοί χώροι. Οι διάδοχοι του Khufu κατασκεύασαν τις πυραμίδες τους πολύ κοντά στη δική του. Από την περίοδο αυτή και έπειτα φαίνεται ότι η βασιλική εξουσία αποδυναμώνεται, καθώς τα μνημεία, αν υπάρχουν, είναι ελάσσονος σημασίας και μεγέθους.
Η αστάθεια διαρκεί ως την 5η δυναστεία. Την περίοδο αυτή κτίζονται πυραμίδες, αν και πρόχειρες σε σχέση με τις προγενέστερες. Σώζονται δύο ναοί αφιερωμένοι στον Θεό Ήλιο, ενώ και οι γραπτές πηγές είναι αυξημένες. Στην επόμενη, όμως, δυναστεία (6η) αποκρυσταλλώνεται η αδυναμία της βασιλικής εξουσίας, η οποία, παρόλο που συνεχίζει την κατασκευή ταφικών μνημείων (Pepy I και II), έχει απωλέσει την πολιτική ισχύ της. Φαίνεται ότι η δύναμη των Νομαρχών (διοικητικοί υπάλληλοι με εξειδικευμένη εκπαίδευση για τη διαχείριση των επαρχιών) κυριαρχεί.
Συνοψίζοντας, μελετώντας τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της περιόδου του «Παλαιού Βασιλείου», διαπιστώνουμε την προσπάθεια των Φαραώ να κατασκευάσουν «ταφικά σήματα», προκειμένου να εδραιώσουν την εξουσία τους και να λατρεύονται αιωνίως. Η θέση τους δεν παρέμεινε ακλόνητη καθ’ όλη τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας, αντιθέτως, γνώρισε αστάθεια και ορισμένες φορές υπονομεύτηκε από την ανεξέλεγκτη δύναμη υψηλόβαθμων αξιωματούχων. Η ολοένα και αυξανόμενη έλλειψη σταθερότητας οδήγησε στην κατάρρευση του βασιλείου. Έτσι, η Αίγυπτος για τα επόμενα χρόνια γνώρισε μια περίοδο αναρχίας και συνεχών μεταβολών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Marc Van De Mieroop, Ιστορία της Αρχαίας Εγγύς Ανατολής (περ. 3000-323 π.Χ.), Αθήνα 2016