10.4 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΑντιρρησίας συνείδησης: Άξιος προστασίας ή καταδίκης;

Αντιρρησίας συνείδησης: Άξιος προστασίας ή καταδίκης;


Της Ελένης – Μαρίας Παναγή,

Ήταν μόλις πριν από μερικά χρόνια, όταν η χώρα μας στις 15 Σεπτεμβρίου του 2016 καταδικάστηκε για την παραβίαση του αρ. 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), διότι οι ελληνικές Αρχές αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν στον τότε προσφεύγοντα εναντίον τους Παπαβασιλάκη την υπαγωγή του σε καθεστώς αντιρρησία συνείδησης και την εκπλήρωση εκ μέρους του εναλλακτικής αντί στρατιωτικής θητείας για ιδεολογικούς λόγους. Ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έκρινε ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης του ανωτέρω προσφεύγοντος στερείτο εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης, καθώς η Επιτροπή εξέτασης του αιτήματος απαρτιζόταν κυρίως από αξιωματικούς του στρατού και όχι από τα προβλεπόμενα από τον νόμο τακτικά μέλη, γεγονός που παραβίαζε το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη. Παράλληλα, το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε ως αβάσιμο τον προβαλλόμενο από τον προσφεύγοντα λόγο ακυρώσεως περί μη νόμιμης σύνθεσης της Επιτροπής, προβαίνοντας μόνο σε έλεγχο νομιμότητας και όχι σε έλεγχο ουσίας της υποθέσεως. Πέρα όμως από αυτή την καταδίκη, η χώρα μας έχει κατηγορηθεί ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν για μη εναρμόνιση της πρακτικής της με τη νομοθεσία για τους αντιρρησίες συνείδησης. Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1940 μέχρι και τη δεκαετία του 1990 οι αντιρρησίες αντιμετωπίζονταν με βασανιστήρια, φυλακίσεις και περιορισμούς των δικαιωμάτων τους.

Πηγή Εικόνας: onalert.gr

Πώς είναι όμως δυνατόν, θα αναρωτηθεί κανείς, να απαλλάσσεται κάποιος από την υποχρέωση στράτευσης λόγω ιδεολογικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων από τη στιγμή που το άρθρο 13 παρ. 4 του Συντάγματος, εισάγοντας περιορισμό στο δικαίωμα ελευθερίας της λατρείας (άρθρο 13 παρ.2), προβλέπει ότι «οι θρησκευτικές πεποιθήσεις  δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογία για να απαλλαγεί κανείς από τις υποχρεώσεις του απέναντι στο κράτος»; Αδιαμφισβήτητα, μία από τις υποχρεώσεις που εμμέσως υπονοεί το άρθρο 13 παρ.4 είναι και εκείνη της  συντέλεσης στην άμυνα υπέρ της πατρίδας από κάθε άρρενα Έλληνα πολίτη (άρθρο 4 παρ.6 Σ). Η απάντηση βρίσκεται στην ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 4 Σ που διευκρινίζει ότι «δεν αποκλείει να προβλέπεται με νόμο η υποχρεωτική προσφορά άλλων υπηρεσιών εντός ή εκτός των ενόπλων δυνάμεων από όσους έχουν τεκμηριωμένη αντίρρηση συνειδήσεως για την εκτέλεση ένοπλης ή γενικά στρατιωτικής θητείας» καθιστώντας έτσι σαφές ότι το άρθρο 4 παρ.6 Σ κάνει λόγο για την εν γένει  συμβολή στην άμυνα της πατρίδας, η οποία μπορεί να επιτευχθεί όχι μόνο μέσω της ένοπλης στράτευσης, αλλά και μέσω της εναλλακτικής άοπλης θητείας από πρόσωπα, τα οποία για λόγους απορρέοντες από θρησκευτικά ή ιδεολογικά κίνητρα αρνούνται είτε τη στράτευση γενικώς είτε την ένοπλη στράτευση ειδικότερα (αντιρρησίες). Συνεπώς, κανείς δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση να συνεισφέρει στην άμυνα υπέρ της πατρίδας, απλώς οι αντιρρησίες συμβάλλουν εναλλακτικώς.

Η πρώτη αναγνώριση της αντίρρησης της συνείδησης ως ανθρωπίνου δικαιώματος άξιου προστασίας επετεύχθη το 1948 μέσω του άρθρου 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στο ίδιο μήκος κύματος τελεί και η ΕΣΔΑ με το άρθρο 9 που προβλέπει ότι «Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας» χωρίς ωστόσο να αναφέρει ρητά το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης, αλλά κατοχυρώνοντάς το έμμεσα ως έκφανση  του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Η εξέταση της εφαρμογής αυτού του άρθρου στους αντιρρησίες συνείδησης έγινε για πρώτη φορά από το ΕΔΔΑ με αφορμή την υπόθεση Bayatyan κατά Αρμενίας στo πλαίσιo της οποίας ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά προσέφυγε στο ΕΔΔΑ έναντι των Αρμενικών Αρχών, οι οποίες τον είχαν καταδικάσει για ανυποταξία επικαλούμενες τόσο την άρνησή του να υπηρετήσει ενόπλως για λόγους συνείδησης, όσο και την έλλειψη αρμενικού νόμου που να προβλέπει εναλλακτική θητεία. Το ΕΔΔΑ με τη σειρά του απεφάνθη στις 7 Ιουλίου του 2011 ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 9, καθώς η άρνηση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας, η οποία απέρρεε από σοβαρή σύγκρουση μεταξύ της υποχρέωσης κάποιου για στρατιωτική θητεία και της συνείδησής του συνιστά πεποίθηση σοβαρή, ώστε να προστατεύεται από το εν λόγω άρθρο.

Η ελληνική έννομη τάξη, ύστερα από σωρεία καταγγελιών για την αντιμετώπιση των αντιρρησιών ως εγκληματιών, και επανειλημμένων πιέσεων από τη Διεθνή Αμνηστία, πρόβλεψε για πρώτη φορά στον νόμο 2510/1997 την εναλλακτική θητεία για τους αντιρρησίες συνείδησης. Έπειτα ακολούθησαν οι νόμοι 3421/2005, 3883/2010 και ο πιο πρόσφατος νόμος 4609/2019, οι οποίοι εισήγαγαν κάποιες τροποποιήσεις. Πάντως, βάσει του σημερινού νομοθετικού πλαισίου συμπεριλαμβανομένων των όποιων τροποποιήσεων, οι αντιρρησίες συνείδησης έχουν ως καθήκον την εκπλήρωση εναλλακτικής θητείας διπλάσιας από εκείνη που θα εκπλήρωναν εάν υπηρετούσαν ενόπλως (Αρ.60 παρ.1 του Ν.3421/2005).

Πηγή Εικόνας: t-zine.gr

Η ένταξη κάποιου στο καθεστώς του αντιρρησία συνείδησης γίνεται με απόφαση του εκάστοτε Υπουργού Εθνικής Άμυνας κατόπιν γνωμοδότησης Ειδικής Επιτροπής, η οποία απαρτίζεται από πέντε συνολικά μέλη διετούς θητείας το καθένα συνιστάμενο από τρεις καθηγητές ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, έναν σύμβουλο ή πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και έναν ανώτερο αξιωματικό του νομικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων (άρθρο 62 παρ.1-2 Ν.3421/2005 όπως τροπ. με άρθρο 23 παρ. 2-3 Ν.4609/2019). Τα μέλη της επιτροπής διαμορφώνουν γνώμη υπέρ ή κατά της αναγόρευσης του αιτούντος σε αντιρρησία συνείδησης, αφενός ύστερα από  προσεκτική εξέταση των απαραίτητων δικαιολογητικών που κατατίθενται από τον ενδιαφερόμενο στο αρμόδιο Στρατολογικό Γραφείο, προκειμένου να αποδείξει την ένταξη του σε κάποιο θρησκευτικό ή ιδεολογικό δόγμα, και αφετέρου από την εξέταση των ιδίων αυτοπροσώπως κατόπιν πρόσκλησής τους. Όσοι γίνουν δεκτοί ως αντιρρησίες συνείδησης διορίζονται σε υπηρεσίες φορέων του δημοσίου τομέα ευρισκόμενες σε περιοχές εκτός της περιφέρειας κατοικίας τους, όπου παρέχουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, ενόψει και των ιδιαίτερων επαγγελματικών τους γνώσεων εκπληρώνοντας έτσι την εναλλακτική τους θητεία κατά το άρθρο 12 παρ.9 του Ν. 4361/2016. Πάντως η παρεχόμενη υπηρεσία δεν έχει τα χαρακτηριστικά τυπικής εργασιακής σχέσης. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως το δικαίωμα σε άρνηση συνείδησης δεν το έχουν μόνο οι απλοί φαντάροι αλλά και οι επαγγελματίες στρατιωτικοί, οι οποίοι μπορούν, λόγου χάρη, να αρνηθούν επικαλούμενοι λόγους συνείδησης να αποσταλούν σε πόλεμο μη νομιμοποιούμενο από τον ΟΗΕ.

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η αντίρρηση συνείδησης συνιστά ένα σπουδαίο θεμελιώδες δικαίωμα, κατοχυρωμένο πλέον και από το άρθρο 10 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο δεν πρέπει να θεωρείται από τα δημοκρατικά κράτη ως έλασσον ζήτημα, «εκτοπισμένο» από το πλαίσιο προστασίας που απολαμβάνουν τα υπόλοιπα θεμελιώδη δικαιώματα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • «Μαθήματα εκκλησιαστικού δικαίου», Ιωάννης Μ. Κονιδάρης – με τη συνεργασία Γ. Ι. Ανδρουτσόπουλου, εκδόσεις Σάκκουλα, 2020
  • Αντίρρηση συνείδησης στην Ελλάδα: διαθέσιμο εδώ
  • Αντιρρησίες συνείδησης : διαθέσιμο εδώ
  • ΕΔΔΑ 15.9.2016, Παπαβασιλάκης κατά Ελλάδας (66899/14), διαθέσιμο εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελένη-Μαρία Παναγή
Ελένη-Μαρία Παναγή
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000 και κατοικεί στον Πειραιά. Είναι τριτοετής φοιτήτρια Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλά την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα. Την γοητεύουν ιδιαίτερα τα ταξίδια, η ενασχόληση με τον χορό και τον εθελοντισμό και η παρακολούθηση σεμιναρίων συναφών με το αντικείμενο των σπουδών της. Πιστεύει πως κάθε άνθρωπος πρέπει να θέτει υψηλούς στόχους επιστρατεύοντας κάθε θεμιτό μέσο και κάθε ψυχική του δύναμη για την επίτευξή τους.