Του Μάριου-Πέτρου Δελατόλα,
Στην ιστορία μεγάλο ρόλο παίζουν οι προσωπικότητες και οι ηγέτες. Ο απλός κόσμος ταυτίζεται με αυτούς και τείνει να τους μελετά με μεγάλο ζήλο. Δύο από τις προσωπικότητες για τις οποίες έχουν γραφτεί πάρα πολλά βιβλία και άρθρα είναι ο “Iron Chancellor” Όττο Φον Μπίσμαρκ και ο γνωστός στους περισσότερους Ναπολέων Βοναπάρτης.
Οι δύο συγκεκριμένοι μεγάλοι άνδρες διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στην ιστορία των κρατών που ηγήθηκαν, της Πρωσίας και μετέπειτα Γερμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και της Γαλλίας αντίστοιχα. Για τους περισσότερους θεωρούνται πρότυπα ηγετών, αλλά αυτό είναι αρκετά οξύμωρο, καθώς οι δράσεις τους και ο τρόπος σκέψης τους ήταν άκρως διαφορετικός, χωρίς όμως να λείπουν και οι ομοιότητες.
Για να εξετάσουμε τα πράγματα από την αρχή, οι δύο αυτοί ηγέτες παρότι οι ημερομηνίες γεννήσεως τους ήταν αρκετά κοντά, ο Μπίσμαρκ γεννήθηκε το 1815 και ο Ναπολέων το 1769, μεγάλωσαν σε δύο διαμετρικά αντίθετα περιβάλλοντα που ξεκάθαρα επηρέασαν τον τρόπο σκέψης τους. Ο Μπίσμαρκ όπως μπορεί να εξαχθεί από τις δράσεις του, ήταν συντηρητικός, υποστηριχτής της Μοναρχίας και είχε ασκήσει δριμεία κριτική στους φιλελεύθερους. Κάποιοι ερευνητές τον χαρακτηρίζουν ακόμα και αντιδραστικό στις πολιτικές αλλαγές που συντελούνταν στον κόσμο τον 19ο αιώνα. Μετά από τις θητείες του στη Φρανκφούρτη, όπου άλλαξε και άποψη για το ζήτημα της Γερμανικής Ενοποίησης, καθώς και στην Αγία Πετρούπολη όπου τον βοήθησε και επηρέασε τον τρόπο της μετέπειτα σκέψης του, οι εξελίξεις τον έφεραν στην Καγκελαρία. Ήταν βαθιά ρεαλιστής και κοιτούσε αποκλειστικά το εθνικό συμφέρον. Χαρακτηριστική είναι η φράση του «τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας δε θα κριθούν με ομιλίες και ψηφίσματα των πλειοψηφιών, αλλά με σίδερο και αίμα». Αναγνώριζε πλήρως τον πόλεμο ως κομμάτι των διεθνών σχέσεων και ήταν προετοιμασμένος να τον χρησιμοποιήσει, ώστε να πετύχει το στόχο του, τη Γερμανική Ενοποίηση.
Ο Ναπολέων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «τέκνο» της Γαλλικής Επανάστασης. Κατάφερε και έγινε Πρώτος Ύπατος της Γαλλικής Δημοκρατίας το 1799 ανατρέποντας με πραξικόπημα το διευθυντήριο, επιβιώνοντας από πολιτικό παιχνίδι εξουσίας που μέχρι εκείνη την περίοδο της ιστορίας ήταν γνωστό μόνο από την Αρχαία Αθήνα και Ρώμη, αλλά και τις βασιλικές και αυτοκρατορικές αυλές. Κατάφερε και έγινε ο Αυτοκράτορας της Πρώτης Γαλλικής Αυτοκρατορίας το 1804 κάνοντας παράλληλα δημοψήφισμα και ο λαός τον αποδέχθηκε. Κάποιοι τον χαρακτήρισαν μοναρχικό και πως εκείνη τη στιγμή τελείωσε η Γαλλική Επανάσταση, αγνοούν όμως το γεγονός πως οι μέχρι τότε μοναρχίες ήταν ελέω Θεού και ο Ναπολέοντας εισήγαγε τη μοναρχία ελέω λαού, γεγονός άκρως προοδευτικό για την εποχή του. Χαρακτηριστικό της προοδευτικότητας και κατά πολλούς ριζοσπαστικότητάς του ήταν πως τοποθέτησε ο ίδιος το στέμμα στο κεφάλι του και όχι ο Πάπας Πίος Ζ’ δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την πυγμή του και την αλλαγή στάσης σχετικά με το μοναρχικό πρότυπο που προέβαλε.
Χαρακτηριστική αντίθεση μεταξύ των 2 είναι οι στάσεις τους σε επαναστάσεις που έγιναν. Ο Ναπολέων απέκρουσε τη φιλοβασιλική αντεπανάσταση που εκδηλώθηκε τη 13η Βαντεμιαίρ του έτους Δ (σ.σ. σε αυτό το σημείο να θυμίσω πως μετά την ανάληψη της εξουσίας από το Ροβεσπιέρο στη Γαλλία, ο τελευταίος άλλαξε τα ονόματα των μηνών, καθώς και την αρίθμηση των ετών μέχρι τότε. Το έτος με τη σημερινή αρίθμηση ήταν το 1795 και ο μήνας ήταν ο Οκτώβριος) , υπέρ της Γαλλικής Επανάστασης και ο Μπίσμαρκ στην επανάσταση του 1848 στη Γερμανία κράτησε στάση υπέρ του Βασιλιά υπερασπιζόμενος την ελέω Θεού βασιλεία του. Υποστήριζε το λεγόμενο παλαιό καθεστώς, ενώ ο Ναπολέων τη λεγόμενη πολιτική αλλαγή, 53 χρόνια νωρίτερα!
Ο Μπίσμαρκ μπορεί να χαρακτηριστεί σκληρός τακτικιστής όπως φάνηκε με τη στάση που κράτησε στο ζήτημα της Γερμανικής Ενοποίησης. Στην αρχή με τα τότε δεδομένα, ένα τέτοιο εγχείρημα θα φαινόταν αδύνατο, όμως με την άψογη διπλωματική του στάση κατάφερε να εξολοθρεύσει έναν προς έναν τους αντιπάλους του, όπως ακριβώς είχε υποσχεθεί στην πρώτη ομιλία του. Έχοντας σύμμαχο την Αυστρία εισέβαλε στα δουκάτα του Σλέσβιχ και του Χολστάιν μοιράζοντάς τα. Ήξερε πως ο επόμενος του στόχος ήταν να «βγάλει εκτός παιχνιδιού» την Αυστρία για να έχει η Πρωσία την ηγεμονία στους Γερμανόφωνους πληθυσμούς και τα κατάφερε φτιάχνοντας ένα πρότυπο μιλιταριστικό και γραφειοκρατικό κράτος, καθώς και με τη συμμαχία που προσέφερε στα ιταλικά κρατίδια για να διασπάσει τις δυνάμεις της Αυστρίας οδηγώντας παράλληλα και στην Ιταλική Ενοποίηση. Αφού τα κατάφερε, δεν προσάρτησε καμία περιοχή από την Αυστρία, γιατί δεν ήθελε να της δημιουργήσει ρεβιζιονιστικές τάσεις που στο μέλλον θα ήταν μοιραίες για το σχέδιό του. Γνώριζε πως ο τελευταίος του στόχος ήταν η Γαλλία, αλλά για να καταφέρει να της επιτεθεί και το στρατιωτικό του επιτελείο να την κερδίσει, προπαγάνδισε στους Βρετανούς πως την επιθετικότητα τη δείχνει η Γαλλία με σκοπό η Βρετανική Αυτοκρατορία να μην αντιδράσει και «κλείδωσε» την Αυστρία που ήταν έτοιμη να βοηθήσει τηνΓαλλία με παράλληλη εισβολή της Ρωσίας στα ανατολικά της.
Από την παραπάνω πολύ συνοπτική ανάλυση της Γερμανικής Ενοποίησης, καταλαβαίνουμε τη σημασία που έδινε ο Μπίσμαρκ στην ισορροπία ισχύος, όπως την ανέλυσε πρώτος ο Θουκυδίδης. Λόγω ιδιοσυγκρασίας, δεν άφηνε τα συναισθήματα να τον κυριεύσουν ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο δε φαινόταν στις πολιτικές του αποφάσεις. Δεν ήταν ονειροπόλος, ούτε μεγαλομανής όπως φαίνεται από τη στάση που κράτησε μετά την ενοποίηση, προσπαθώντας να κρατήσει την ισορροπία ισχύος και το status quo.
Αντίθετα με τα παραπάνω, ο Ναπολέων ήταν ικανότατος στρατηγός, όπως εξάλλου δείχνουν οι νίκες του στο πεδίο των μαχών και κυρίως εκείνη του Αούστερλιτς το 1805, που ακόμα μνημονεύεται από στρατιωτικούς αναλυτές, αλλά ήταν «κακός», όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος πολιτικός. Διακρινόταν από εμμονή να καταστρέψει τη Βρετανική Αυτοκρατορία, καθώς και υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του και υποτίμηση των κατακτημένων περιοχών. Προσωπικά, εικάζω πως με βάση το χαρακτήρα του ο Μπίσμαρκ θα είχε προσπαθήσει να βρει μια συμβιβαστική λύση όταν η Βρετανική Αυτοκρατορία κατήγγειλε τη συνθήκη της Αμιένης του 1802, εξαιτίας των υπερβολικών κατακτήσεων του Ναπολέοντα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και δε θα είχε προσπαθήσει να της κηρύξει τον πόλεμο προκαλώντας το ναυτικό αποκλεισμό από πλευράς Βρετανίας στον οποίο ο Ναπολέων απάντησε σπασμωδικά σε ηπειρωτικό αποκλεισμό, παραλύοντας ουσιαστικά το κράτος του και «υπογράφοντας» την πτώση του. Η μετέπειτα προσπάθειά του να αλλάξει το καθεστώς της Ισπανίας, της μόνης χώρας μη δορυφόρου που είχε για σύμμαχο, δείχνει ξεκάθαρα την αλαζονεία. Δημιούργησε τις συνθήκες, ώστε το καθεστώς του να επιβιώνει μόνο μέσω των συνεχών νικών, γεγονός που η ιστορία μας έχει διδάξει πως είναι αδύνατον. Η μεγάλη ήττα του στη Ρωσία και η ολοκληρωτική πτώση του στη συνέχεια ήταν απόρροια της έλλειψης διπλωματίας και πολιτικού ενστίκτου του Ναπολέοντα. Οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε πως ήταν μεταρρυθμιστής με κυριότερό του επίτευγμα το Ναπολεόντειο Αστικό Κώδικα που πάνω σε αυτό βασίστηκε ακόμα και ο Ελληνικός Αστικός Κώδικας. Ήταν ο πρώτος που με τη στάση και την αποδοχή του από το γαλλικό λαό κατάφερε και έφτιαξε έναν εθνικό στρατό που ήταν η κινητήριος δύναμης της επιτυχίας του.
Είχαν σαν κοινό την προσπάθεια να βελτιώσουν την κατάσταση του κράτους τους, βελτιώνοντας αρκετά τη στρατιωτική τους δύναμη και χρησιμοποιώντας το στρατό τους, αλλά ο καθένας είχε πολύ διαφορετικές καταβολές και τρόπους με τους οποίους σκόπευε να το πετύχει. Δύο ηγέτες, δύο τεράστιες προσωπικότητες που σίγουρα θα μείνουν ανεξίτηλες στο χρόνο και την ιστορία, όχι μόνο για τα επιτεύγματά τους αλλά και τα διδάγματα που δίνουν στη σύγχρονη πολιτική και διπλωματία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Barkin, K. (2019). Otto von Bismarck | Biography, Significance, & Facts.
In: Encyclopædia Britannica. [online] , Διαθέσιμο εδώ - Godechot, J. (2019). Napoleon I | Biography, Achievements, & Facts.
In: Encyclopædia Britannica. [online], Διαθέσιμο εδώ - Kennedy, P.M. and Panaretou, A.P. (1990). Η Άνοδος και η Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων: Οικονομική μεταβολή και στρατιωτική σύγκρουση από το 1500 ως το 2000. Αθήνα: Αξιωτέλης.
- Κολιόπουλος, Σ. Ιωάννης (2001). Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία (1789-
1945): Από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
(8η εκδ.) Θεσσαλονίκη: Βάνιας.