Της Μυρτώς Κατσούλη,
Δευτέρα πρωί, εφτά και μισή χτυπάει το ξυπνητήρι. Σηκώνομαι με καλή διάθεση, θα έλεγα, και πάω κατευθείαν στο μπάνιο. Ρίχνω μπόλικο κρύο νερό στο πρόσωπό μου, βάζω την ενυδατική ημέρας, τον ορό για τους μαύρους κύκλους και κοιτάζομαι στον καθρέφτη. «Τι μαλλί πάλι είναι αυτό;», σκέφτομαι μόλις βλέπω την αφάνα σε τραγική κατάσταση από τον ύπνο. Αμέσως πιάνω τη χτένα μήπως και το σώσω. Χειρότερα τα κάνω, όμως, αφού φρίζαραν περισσότερο, και τα πιάνω κοτσίδα, για να ξεμπερδεύω.
Πηγαίνω στην κουζίνα να φτιάξω καφέ και να τσιμπήσω κάτι. Αν και δεν πεινάω πολύ, γιατί αργήσαμε να φάμε χτες το βράδυ. Δύο κουταλιές καφέ, δύο στέβια, όχι ζάχαρη, μην παχύνουμε κιόλας, νερό, χτύπημα, παγάκια και γάλα. Ελληνική φραπεδιά, αξία. Χειμώνα-καλοκαίρι. Κοιτάζω την ώρα και έχει πάει ήδη οκτώμιση. Δεν θα προλάβω, σκέφτομαι και τρέχω να ετοιμαστώ για τη Σχολή.
Το ένα τζιν δεν μου πηγαίνει, το μπλουζάκι αυτό είναι πολύ αποκαλυπτικό και το άλλο πολύ καλό για την περίσταση, το μαύρο παντελόνι είναι πολύ στενό και πιέζει την κοιλιά μου, ραντάκι σε καμία περίπτωση, δεν έχω καμία όρεξη να με κοιτάει ο άλλος σαν ξελιγωμένος στο μετρό. Δεν θέλω να φορέσω τα ίδια με προχτές, αλλά μάλλον εκεί θα καταλήξω. Και θα πάρω και ζακέτα, παρόλο που κάνει ζέστη, γιατί μόνο με το μπλουζάκι τα μπράτσα μου φαίνονται τεράστια.
Βάζω γρήγορα λίγη μάσκαρα, κονσίλερ στις ατέλειες, ένα ελαφρύ κραγιόν, ψεκάζομαι τρεις φορές με την αγαπημένη μου κολόνια και φεύγω τρέχοντας, να προλάβω το λεωφορείο. Στο τσακ φτάνω στη στάση. Ευτυχώς, με είδε ο οδηγός και σταμάτησε. Να ‘ναι καλά το αθάνατο αθλητικό και το δυνατό «μπιτ» που άκουγα εκείνη την ώρα στη διαπασών.
Και μόλις μπαίνω, θυμάμαι ότι ξέχασα να πάρω μια μπάρα μαζί μου, έτσι όπως έφυγα πανικοβλημένη. Δεν πειράζει, είπα, θα πάρω καμιά σπανακόπιτα στον δρόμο. Αν και θα μου πέσει βαριά, σκέφτομαι, και θα με πιάσει υπνηλία στο μάθημα. Αλλά διώχνω αυτές τις σκέψεις, όταν σε κάποια στάση ανεβαίνει μια κοπέλα από τη Σχολή που κάνουμε λίγη παρέα. Χαιρετιόμαστε κατά τα τυπικά και μιλάμε περί ανέμων και υδάτων στη διαδρομή. Και επειδή δεν είχε κίνηση στο δρόμο, φτάσαμε αρκετά νωρίτερα και σταματήσαμε σε μια καφετέρια να προμηθευτούμε καφέδες και φαγιά.
Μπήκαμε έτοιμες και ξύπνιες στο αμφιθέατρο και κάτσαμε αρκετά ψηλά, αφού οι πιο μπροστινές θέσεις ήταν κατειλημμένες. Αργεί και ο καθηγητής, οπότε είπαμε και δυο κουβέντες παραπάνω. «Ωραία τα μαλλιά σου σήμερα», μου λέει η αθεόφοβη με το που καθίσαμε. Πού να ήξερε το πρωινό μου δράμα η κακομοίρα. Την ευχαρίστησα, όμως, και της είπα κι εγώ πως μου άρεσε η τσάντα της. Είχαμε έξι ώρες σήμερα και κάπως έπρεπε να κυλήσουν. Πλησιάζουν και οι εξετάσεις και δεν έχω ανοίξει βιβλίο, ενώ οι περισσότεροι φαίνεται να έχουν πέσει με τα μούτρα. Πού τη βρίσκουν την όρεξη και να κάνουν και να ράνουν και να είναι και πάντα δέκα λεπτά πριν το μάθημα παρόντες, δεν γνωρίζω. Να μας πουν και σε εμάς το μυστικό, αν είναι, μήπως προλάβουμε κι εμείς.
Έχοντας τελειώσει ένα βαρβάτο τετράωρο σερί, το σκέφτομαι αν θα κάτσω και στο επιλογής. Έχω μία ώρα κενό, αλλά το κεφάλι μου είναι καζάνι, θέλω να πάω στην τουαλέτα, η κοιλιά μου γουργουρίζει και έχω ιδρώσει παντού. Είναι, όμως, σε αυτό το μάθημα ένα παιδί, που τον έχω βάλει στο μάτι από πέρυσι. Πέντε καλημέρες έχουμε ανταλλάξει όλες κι όλες, όμως. Τουλάχιστον, γνωρίζει ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Και το όνομα. Όχι ότι νοιάζομαι και ιδιαίτερα, αφού άμα ήθελε, θα το είχε δείξει. Ή μπορεί και όχι. Μπορεί να είναι ντροπαλός, να αγχώνεται. Δεν γνωρίζω, όμως, ούτε με απασχολεί, ούτε θα κάτσω να ασχοληθώ περισσότερο. Ίσως είμαι εγώ η αρνητική που εκπέμπει κακή ενέργεια και απωθεί τον κόσμο. Για αυτό, λοιπόν, κάνω την καρδιά μου πέτρα, συγκεντρώνομαι απλώς στο μάθημα και παρακολουθώ ευλαβικά.
Έχει πάει πέντε το απόγευμα τώρα και έχω κουραστεί. Θα πάρω το μετρό στον γυρισμό και μετά θα περπατήσω μέχρι το σπίτι για να ξεσκάσω λίγο. Με μηδενική ενέργεια κάθομαι σε ένα κάθισμα και ακούω ένα-ένα τα καμπανάκια για τις στάσεις, κοιτάζοντας το υπερπέραν. Σε λίγο θα πάω και γυμναστήριο οπότε πρέπει να ξυπνήσω. Δεν θέλω τρίτο καφέ, ας μην το παρακάνω. Ένα ντουζάκι και θα είμαι εντάξει. Και το βράδυ μας έχει καλέσει μια παιδική φίλη, γιατί είναι τα γενέθλιά της και πρέπει να είμαι εκεί να της ευχηθώ. Της είπα ότι μπορεί να αργήσω λίγο, αλλά θα με περιμένει να σβήσουμε τα κεράκια.
Φτάνω σπίτι πτώμα, αλλά νιώθοντας ωραία από τη γυμναστική, πετάω τα παπούτσια όπου βρω και κατευθείαν στη μπανιέρα. Μου παίρνει είκοσι λεπτά να τελειώσω το τελετουργικό και μόλις βγω έρχομαι πάλι αντιμέτωπη με την ντουλάπα. Δοκιμάζω ένα στενό τζιν που με πιέζει, αλλά δεν σκοτίζομαι και ιδιαίτερα, αφού θα βάλω τελικά φόρεμα. Το αγαπημένο μου συγκεκριμένα. Ένα μαύρο, όχι πολύ κολλητό-όχι πολύ φαρδύ, που μου κάθεται πανέμορφα.
Πολύ ωραία περάσαμε και δεν το παρακάναμε με τα ποτά. Ούτως ή άλλως πώς θα οδηγούσα μετά; Γύρισα και άλλες δύο σπίτια τους και όλα μια χαρά. Και αφού ξεβαφτώ, κάνω μασάζ στο πρόσωπό μου και βάλω και την ενυδατική νυκτός, ξαπλώνω στο ξεστρωμένο μου από το πρωί, που δεν πρόλαβα, κρεβάτι. Είναι, όμως, το πιο ωραίο, μαλακό, και μοσχομυριστό κρεβάτι από όλα εκείνη τη στιγμή.
Κάθομαι αναπαυτικά και χαζεύω στα social, σκεπτόμενη την αυριανή μέρα, αφού έχω να φύγω νωρίτερα για να προλάβω κάτι εξωτερικές δουλειές. Μία τράπεζα, ένα σούπερ μάρκετ, γιατί κανείς άλλος δεν θα προλάβει, ένα ΚΕΠ που γίνεται χαμός. Και φυσικά μάθημα τέσσερις το απόγευμα. Δεν ξέρω, αν θα πάω. Μάλλον θα κάτσω να διαβάσω, αν δεν με πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Πρέπει να κλείσουμε και για Πάρο με τα κορίτσια. Και μέχρι να συντονιστούμε όλες, να μας αρέσει το μέρος, το μπάνιο, η θέα -άμα έχει-, μας παίρνει λίγο χρόνο. Μόνο ανυπομονώ, όμως, και αποκοιμιέμαι ήσυχη, περιμένοντας να ξημερώσει η επομένη…