Της Σοφίας Μηλιοπούλου,
Το 2020 υπήρξε μία ιδιαίτερη χρονιά για την παγκόσμια κοινότητα, αφού η αυλαία της έφερε στο προσκήνιο μια από τις πιο δύσκολα διαχειρίσιμες ανθρωπιστικές κρίσεις. Ο αριθμός των εσωτερικά εκτοπισμένων ατόμων (Internally Displaced Persons – IDP), παρά τα περιοριστικά μέτρα για την εξάλειψη της πανδημίας του Covid-19, ανήλθε το προηγούμενο έτος σε νέα ύψη, δεδομένα πρωτοφανή για διεθνές επίπεδο.
Ειδικότερα, μέχρι το τέλος του 2020 υπήρχαν 55 εκατομμύρια IDP παγκοσμίως, εκ των οποίων τα 48 εκατομμύρια ήταν απόρροια βίας και ενόπλων συγκρούσεων (τα περισσότερα σε Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Συρία και Αιθιοπία) και τα 7 εκατομμύρια αποτέλεσμα φυσικών καταστροφών, όπως έντονων κυκλώνων, πλημμυρών, σεισμών, ακραίων καιρικών φαινομένων, όπου η έντασή τους αποδίδεται στην κλιματική αλλαγή. Η ολοένα και κλιμακούμενη βία στη Μέση Ανατολή και την Αφρική ανάγκασε τεράστια κύματα ανθρώπων να καταφύγουν σε εσωτερικό εκτοπισμό για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Η διαφορά ανάμεσα στα δυο είδη εκτοπισμού είναι η περίοδος της μετατόπισης. Ο εκτοπισμός που προκαλείται από φυσικές καταστροφές είναι συνήθως βραχύβιος, ενώ οι ένοπλες συγκρούσεις διακρίνονται από τον μακρόχρονο χαρακτήρα τους και το ασταθές περιβάλλον που τις ακολουθεί.
Ποιοι, λοιπόν, θεωρούνται εσωτερικά εκτοπισμένα άτομα;
Σε αντίθεση με άλλες ομάδες μετατόπισης (πρόσφυγες, μετανάστες), δεν υπάρχει ένας νομικά αναγνωρισμένος ορισμός για τους IDP. Ο ορισμός μπορεί να χαρακτηριστεί περισσότερο ως περιγραφικός, με βάση τις κατευθυντήριες αρχές που τέθηκαν σε μία έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για την εσωτερική εκτόπιση το 1998. Συγκεκριμένα, εσωτερικά εκτοπισμένοι είναι: «άτομα ή ομάδες ατόμων που έχουν αναγκαστεί ή υποχρεωθεί να φύγουν ή να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους ή τους τόπους συνήθους διαμονής τους, ιδίως ως αποτέλεσμα ή προκειμένου να αποφευχθούν οι επιπτώσεις των ενόπλων συγκρούσεων, καταστάσεων γενικευμένης βίας, παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή φυσικών ή ανθρωπογενών καταστροφών, και οι οποίοι δεν έχουν διασχίσει διεθνώς αναγνωρισμένα κρατικά σύνορα».
Ο ορισμός για τους IDP βασίζεται σε δύο στοιχεία, τον εξαναγκαστικό και ακούσιο χαρακτήρα της κίνησης, γεγονός που τους διακρίνει από οικονομικούς ή εθελοντικούς μετανάστες και ότι η κίνηση αυτή λαμβάνει χώρα εντός διεθνώς αναγνωρισμένων εθνικών συνόρων. Ένα άτομο δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί πολίτης της χώρας για να θεωρηθεί IDP, αλλά η έννοια περιλαμβάνει αλλοδαπούς, απάτριδες και άλλους που είχαν πρόθεση να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στη χώρα.
Σύμφωνα με τη διεθνή και εθνική νομοθεσία, οι εκτοπισμένοι έχουν τα ίδια ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες με όλους τους άλλους πολίτες της χώρας τους και οι κυβερνήσεις τους έχουν την πρωταρχική ευθύνη και την υποχρέωση να προσφέρουν προστασία και βοήθεια, ανεξάρτητα από τον λόγο εκτοπισμού τους. Εντούτοις, η παροχή προστασίας υφέρπει κινδύνους, που εξαιτίας των συνθηκών αγνοούνται από τα εκτοπισμένα άτομα. Τέτοιου είδους ρίσκα είναι ο χωρισμός της οικογένειας, η απώλεια της περιουσίας, η ελευθερία στην κυκλοφορία κατά τη διάρκεια παραμονής στα στρατόπεδα και, κυρίως, η περαιτέρω έκθεση σε δευτερογενή ή μεταγενέστερο εκτοπισμό.
Για να μην έχουν ανάγκη πλέον οι εκτοπισμένοι την κρατική βοήθεια και τη συνεπαγόμενη προστασία, πρέπει να βρεθεί μία μόνιμη λύση στο πρόβλημα, ώστε να απολαμβάνουν την ελευθερία τους απρόσκοπτα. Η διαδικασία αυτή μπορεί να γίνει πραγματικότητα χάρη στη βιώσιμη ολοκλήρωση, η οποία θα επιτευχθεί είτε μέσω της επιστροφής στον τόπο καταγωγής είτε μέσω της τοπικής ένταξης στην περιοχή που κατέφυγαν οι IDP είτε με τη μετεγκατάσταση σε άλλο μέρος της χώρας. Εν συναρτήσει, τα εκτοπισμένα άτομα μπορούν να διατηρήσουν ένα ευρύ φάσμα αστικών, κοινωνικοοικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της κρατικής αρωγής στην ανάκτηση περιουσίας.
Με μία πρώτη ματιά εύκολα μπορεί κανείς να ταυτίσει τον πρόσφυγα με τον εσωτερικά εκτοπισμένο. Εν αντιθέσει με τους IDP, που δεν αποτελούν αντικείμενο υφιστάμενης διεθνούς σύμβασης, ο ορισμός του πρόσφυγα έχει νομική υπόσταση, η οποία έχει καθοριστεί από τη Σύμβαση του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων. Καταλυτικό στοιχείο διαφοροποίησης των εννοιών αποτελούν τα εθνικά σύνορα. Ο εσωτερικός εκτοπισμός προϋποθέτει την παραμονή εντός των κρατικών συνόρων, ενώ η προσφυγιά συνεπάγεται τη διέλευση αυτών.
Εν κατακλείδι, ο εσωτερικός εκτοπισμός είναι ένα πρόβλημα για το οποίο δύσκολα θα βρεθεί λύση. Χρειάζεται συστηματική φροντίδα και καταγραφή των ατόμων από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, οι οποίες έχουν και το βάρος της προστασίας τους. Δυστυχώς, η κλιματική αλλαγή και οι ένοπλες συγκρούσεις αποτελούν τροχοπέδη στην επίλυση του φαινομένου, που μαστίζει πολλές χώρες του πλανήτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Fact Sheet On Internal Displacement, Global Protection Cluster, διαθέσιμο εδώ
- Internal Displacement, Internal Displacement Monitoring Centre, διαθέσιμο εδώ
- Number of IDPs in the world reaches record high of 55m, Al Jazeera, διαθέσιμο εδώ
- Global Report on Internal Displacement 2021, Internal Displacement Monitoring Centre, διαθέσιμο εδώ