Της Μαρίας Κελεπούρη,
Ένα μυθιστόρημα που έχει κερδίσει το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, δεν μπορεί παρά να αποτελεί δέλεαρ για το αναγνωστικό κοινό. Πόσο μάλλον, αν η συγγραφέας του έχει στο ιστορικό της ένα πλούσιο δημοσιευμένο συγγραφικό υλικό και πολλά βραβεία για την λογοτεχνική της πορεία.
Η Ρέα Γαλανάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στην Αθήνα. Τις ιστορικές γνώσεις που αποκόμισε, τις εκμεταλλεύτηκε για την μετέπειτα μυθιστορηματική της ενασχόληση. Μυθιστορήματα που άλλοτε έχουν χαρακτηριστεί ιστορικά κι άλλοτε ως έργα με κοινωνικές προεκτάσεις. Κρύβουν, όμως, και έναν πιο προσωπικό τόνο, μια πρόθεση και ίσως ανάγκη ανασύστασης ενός παρελθοντικού κόσμου. Κι αυτή η επιλογή βρήκε ανταπόκριση και ανταμείφθηκε με βραβεία πεζογραφίας, μεταξύ των οποίων και το βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης» από την γενέτειρά της, στην οποία διαδραματίζεται η πλοκή του πρώτου ελληνικού βιβλίου που συμπεριλήφθηκε στην “UNESCO Collection of Representative Works”, του έργου «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά».
Στο «Ελένη ή ο Κανένας» η Γαλανάκη αναβιώνει την ζωή της Ελένης Μπούκουρα-Αλταμούρα, που ήρθε στον κόσμο τη χρονιά-ορόσημο για τον ελληνικό αγώνα ανεξαρτησίας, το 1821. Και ίσως δεν είναι τυχαίο πως στην έκρηξη της επανάστασης εκείνη ξεκινά τη δική της προσωπική μάχη απέναντι σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, στα εμπόδια που συναντά στο διάβα της, ακόμα και στον ίδιο της τον εαυτό. Μια αφήγηση μέσα από την οποία ξεδιπλώνεται το ταλέντο και η αγάπη της Ελένης για την ζωγραφική, η επιθυμία του πατέρα της να «οχυρώσει» πνευματικά τα παιδιά του καθώς και το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τα όνειρά της.
Ταξιδεύοντας από τις γραφικές Σπέτσες στην Ιταλία, η ηρωίδα αναγκάζεται να μεταμφιεστεί και να παρουσιαστεί με την ασφάλεια του ονόματος «Χρυσίνης Μπούκουρας» στην σχολή ζωγραφικής, που δέχονταν μόνο άνδρες μαθητευόμενους. Έτσι, υπό την πίεση να διατηρεί μια ανδρική εμφάνιση, η Ελένη διάγει έναν δημόσιο και έναν ιδιωτικό βίο για χάρη της γνώσης. Μια διαδρομή που όμως διακόπτεται, όταν παρεμβάλλεται ο έρωτας, με συνέπεια να εντείνει τον εσωτερικό διχασμό. Στην εγκατάλειψη του συζύγου της και τον θάνατο των δύο της παιδιών από φυματίωση, η διάσταση ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι υπέβοσκε και ήταν αυτή που την οδήγησε στα μονοπάτια της παράνοιας.
Μια γυναίκα, ένα ιστορικό πρόσωπο που το πάθος της σπουδής ήταν τόσο δυνατό, ώστε να καταφέρει να υπερβεί τους φραγμούς που κάποιοι άλλοι είχαν επιβάλλει στο φύλο της και αν υποτασσόταν, δεν θα είχε θυσιάσει μόνο το ταλέντο της στον βωμό των στερεοτύπων, αλλά θα είχε προδώσει την ψυχή της. Το παράδοξο είναι πως την αγάπη της για την ζωγραφική ενισχύουν πρόσωπα, όπως ο πατέρας της ή ο δάσκαλός της, που αποτελούν τους κατεξοχήν αντιπροσωπευτικούς τύπους της εδραιωμένης ανδρικής εξουσίας. Στον αντίποδα βρίσκεται η Ελένη. Εκείνη θα την χαρακτηρίζαμε ως μια αντιηρωίδα που καταφέρνει, υποδυόμενη έναν ρόλο, δηλαδή με δόλιο τρόπο, να επιτύχει τον στόχο της. Και ίσως αυτή την πράξη εξαπάτησης πλήρωσε με την απομόνωση και τις συμφορές που την περίμεναν. Η τόλμη, λοιπόν, να ελευθερωθείς από τα ταξικά μοντέλα συνεπάγεται και κάποιο κόστος; Ίσως το τίμημα να είναι οι μνήμες που επιστρέφουν συνεχώς υπενθυμίζοντάς της, την συνεχή ακροβασία ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον γοητευτικό κόσμο της τέχνης, στην ορθοδοξία και τον καθολικισμό, στην ταυτότητα και την ετερότητα.
Δεν είναι τυχαίες οι μορφές που ξεπροβάλλουν μέσα στο κείμενο, όπως η Μπουμπουλίνα, που η δυναμική προσωπικότητά της λειτουργεί ως πρότυπο για την χαμένη μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, Ελένη. Και φυσικά καθ’ όλη την διάρκεια της αφήγησης αιωρούνται οι συσχετισμοί με την «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη, μια φιγούρα που και αυτή σε άλλη εποχή, κρύφτηκε πίσω από την λύση της παρενδυσίας, χωρίς ωστόσο να μείνει ατιμώρητη.
Η Ρέα Γαλανάκη με τον μοναδικό ποιητικό τρόπο γραφής της, εξάλλου η ίδια ξεκίνησε ως ποιήτρια στην διάρκεια της δικτατορίας, σκιαγραφεί μια γυναικεία παρουσία που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πάντα θα μένει επίκαιρη, γιατί ως μυθιστοριογράφος επιτέλεσε αυτό, για το οποίο μίλησε και ο Κούντερα. Εξερεύνησε όλες τις ενδεχόμενες υποστάσεις που μπορεί να πάρει η ανθρώπινη ζωή. Και αυτό δεν ελέγχεται μόνο από τα κοινωνικά πρότυπα της εκάστοτε εποχής αλλά εξαρτάται από την ψυχοσύνθεση του κάθε ανθρώπου.
Από την ταυτότητα της Ελένης μέχρι την απροσδιοριστία του Κανένα, ως μια άλλη Ωραία Ελένη ή «ένα πουκάμισο αδειανό», η συγγραφέας δόμησε ένα έργο που παραπέμπει στην αρίθμηση των ραψωδιών και κατ’ επέκταση σε ομηρικές απολήξεις, πράγμα που ως συνέπεια των σπουδών της δεν εκπλήσσει, θέτοντας το μυθιστόρημά της υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Βραβείο «Αριστείον» το 1999.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ρέα Γαλανάκη, biblionet.gr, διαθέσιμο εδώ
- Μικέ Μαίρη, Μεταμφιέσεις στη νεοελληνική πεζογραφία (19ος-20ός αιώνας), Κέδρος, Αθήνα 2001