Του Κωνσταντίνου Βασιλείου,
Κατά το 13ο π.Χ. αιώνα, πρωταγωνιστικό ρόλο στο παγκόσμιο προσκήνιο διαδραματίζουν δύο πανίσχυρες αυτοκρατορίες, ήτοι η Αιγυπτιακή και η Χεττιτική. Τα δύο αυτά κραταιά βασίλεια βρίσκονταν στο απόγειο της εδαφικής και στρατιωτικής τους αίγλης, έχοντας στη σφαίρα επιρροής τους πολλά κοντινά κράτη, σε πολλές περιπτώσεις με τη μορφή της υποτέλειας. Εν τούτοις, η Αίγυπτος βρισκόταν στην περίοδο της 19ης Δυναστείας, τη δεύτερη του Νέου Βασιλείου, ενώ οι Χετταίοι στην περίοδο του Νέου Χεττιτικού Βασιλείου (15ος -13ος αιώνας π.Χ.). Σε αντίθεση με το αντίπαλο δέος του, το Χεττιτικό κράτος μετρούσε λίγους αιώνες ζωής, με τις κατακτήσεις του να αυξάνονται συνεχώς. Αρχικά, οι Αιγύπτιοι προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τον επερχόμενο κίνδυνο μέσω της διπλωματίας, γεγονός που αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στις περίφημες επιστολές της Αμάρνα. Οι Χετταίοι εξαπλώνονταν ραγδαία στην περιοχή της Συροπαλαιστίνης, αναγκάζοντας μάλιστα σε φυγή το πάλαι ποτέ ισχυρό βασίλειο του Mitanni, το οποίο με τη σειρά του θα στραφεί στην Αίγυπτο για βοήθεια.
Αφορμή της αναπόφευκτης πολεμικής σύρραξης, ανάμεσα σε αυτούς του δύο Γίγαντες, αποτέλεσε ένα αποτυχημένο «προξενιό». Πιο συγκεκριμένα, ο βασιλιάς Suppiluliuma I (1344-1322 π.Χ.), ο οποίος, μεταξύ άλλων, είχε κατορθώσει να νικήσει τους Kashka, έναν πολύ φιλόδοξο λαό, στα βόρεια της αυτοκρατορίας που είχε μάλιστα κατακτήσει την πρωτεύουσα Hattusa, φέρεται να έστειλε το γιό του ως γαμπρό μιας Αιγύπτιας βασίλισσας. Οι Αιγύπτιοι, προφανώς, δε θα ήταν ποτέ δυνατόν να επιτρέψουν σε ένα Χετταίο ευγενή να ασκεί επιρροή στο θρόνο του βασιλείου τους, με αποτέλεσμα ο επίδοξος γαμπρός να δολοφονηθεί. Οι εχθροπραξίες θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια, με τους διαδόχους του Suppiluliuma I να προσπαθούν να διατηρήσουν τα χεττιτικά κεκτημένα στην περιοχή της Συρίας, αλλά και συγχρόνως να αποτρέψουν τη δημιουργία κάποιου ισχυρού βασιλείου στα δυτικά, ικανού να πλήξει τα συμφέροντα των Χετταίων.
Οι εντάσεις θα κορυφωθούν το 1274 π.Χ., στην πόλη του Kadesh. Η συγκεκριμένη πόλη βρίσκεται στη σημερινή Συρία, στις όχθες του ποταμού Ορόντη και εκείνους τους χρόνους βρισκόταν υπό χεττιτική κατοχή. Αποτελούσε μια απίστευτα σημαντική, από στρατηγικής άποψης, θέση της εποχής του Χαλκού, την οποία οι Αιγύπτιοι επιθυμούσαν διακαώς να θέσουν υπό τον έλεγχό τους, με σκοπό να πάρουν προβάδισμα έναντι των αντιπάλων τους. Σκηνές από την εν λόγω μάχη είναι αποτυπωμένες σε ανάγλυφα σε τοίχους πέντε αιγυπτιακών ναών: στο Ραμσείο (στην Κοιλάδα των Βασιλέων), αλλά και στους ναούς στο Καρνάκ, στην Άβυδο, στο Λούξορ, αλλά και στο Abu Simbel. Οι πληροφορίες που αντλούμε από τα αιγυπτιακά χρονικά, καθιστούν δυνατή την αναπαράσταση της μάχης με αρκετές λεπτομέρειες, περισσότερο από κάθε άλλη μάχη του αρχαίου κόσμου.
Πρωταγωνιστές της ένοπλης σύρραξης αποτελούσαν φυσικά οι ηγέτες των δύο αυτοκρατοριών, ήτοι ο Muwatalli II (1295-1272 π.Χ.) και ο Ραμσής ΙΙ (1303 π.Χ.-1213 π.Χ.). Ο Χετταίος ηγεμόνας ευελπιστούσε να συντρίψει μια για πάντα τις βλέψεις των Αιγυπτίων στη Συρία, για αυτό και είχε συγκεντρώσει έναν τεράστιο στρατό στο Kadesh, που αποτελείτο από Χετταίους στρατιώτες, μαχητές από κράτη υποτελή, αλλά και ένα σημαντικό αριθμό μισθοφόρων. Σύμφωνα με το Ραμσή, οι Χετταίοι είχαν κατορθώσει να συγκεντρώσουν ένα στρατό που άγγιζε τους 47.500, εκ των οποίων οι 3.500 ήταν ιππείς, καθιστώντας τη μάχη ως τη μεγαλύτερη γνωστή αρματομαχία της αρχαιότητας. Από την άλλη πλευρά, ο αιγυπτιακός στρατός απαρτίζονταν από περίπου 20.000 στρατιώτες, χωρισμένους σε τέσσερα σώματα.
Σύμφωνα με τα αιγυπτιακά χρονικά της εποχής, η στρατιά του Ραμσή ξεκίνησε από την Αίγυπτο και ύστερα από πορεία ενός μήνα, έφτασε έξω από τη πόλη Καντές στα σημερινά σύνορα Συρίας-Λιβάνου. Ο Ραμσής, πάνω στη βιασύνη του να καταλάβει τη πόλη, κι ενώ ο στρατός του κινούνταν με σχηματισμό πορείας κι όχι μάχης, διέταξε το πρώτο σώμα του, με την ονομασία «Η ισχύς των τόξων» να επιταχύνει τη πορεία του, αφήνοντας πίσω του τα υπόλοιπα 3. Ωστόσο, οι Χετταίοι βλέποντας αυτό το λάθος, διέταξαν επίθεση με τα άρματά τους και σχεδόν κατέστρεψαν το 1ο σώμα, το οποίο οπισθοχώρησε προς το στρατόπεδό του. Φτάνοντας στο στρατόπεδο, οι Χετταίοι στρατιώτες επιδόθηκαν σε ανελέητη λεηλασία, με αποτέλεσμα η αρχική ορμή της επίθεσης να εξασθενήσει. Στη συνέχεια, η άφιξη της κύριας δύναμης των Αιγυπτίων οδήγησε σε άτακτη υποχώρηση τους επιτιθέμενους.
Ο Ραμσής ΙΙ φέρεται να συμμετείχε ιδιαίτερα ενεργά στη μάχη, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή και κινδυνεύοντας μάλιστα να χάσει τη ζωή του. Η αιγυπτιακή μνημειακή τέχνη της εποχής αποτυπώνει το Ραμσή πάνω στο άρμα του, χωρίς κάποιον οινοχόο, άτρωτο, υπερμεγέθη και τον αναδεικνύει ως τον απόλυτο κυρίαρχο της μάχης, που χάρισε ένα λαμπρό και αδιαμφισβήτητο θρίαμβο στο λαό του. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι το συγκεκριμένο εικονογραφικό πρόγραμμα εντάσσεται στη γενικότερη προπαγανδιστική πολιτική των Αιγυπτίων βασιλέων. Σε αντιδιαστολή με τους ισχυρισμούς του Ραμσή, που μιλούν για μια καθολική επικράτηση των Αιγυπτίων, πλέον ο επιστημονικός κόσμος μπορεί να μιλήσει με σιγουριά για ένα αμφίρροπο αποτέλεσμα, που σε καμία περίπτωση δε γέρνει την πλάστιγγα προς την πλευρά των επιτιθέμενων.
Οι Χετταίοι θα κατορθώσουν να αμυνθούν στο Kadesh και θα διαφυλάξουν τα κεκτημένα τους στη Συρία, με την αυτοκρατορία τους να διαρκεί έναν ακόμα αιώνα, όταν και καταστράφηκε μαζί με άλλα σημαντικά κράτη, για ανεξήγητους μέχρι στιγμής λόγους. Για το βασιλιά Muwatalli II, το πιο σημαντικό κέρδος της μάχης αποτέλεσε η ανακάλυψη του βασιλείου του Ammuru, από τους Χετταίους. Εν τούτοις, η μάχη στο Kadesh θα μείνει στην ιστορία ως η πρώτη καταγεγραμμένη ένοπλη σύρραξη που θα λήξει μέσω γραπτής συνθήκης ειρήνης, η οποία σώζεται και ως τις μέρες μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Bryce, Trevor, 2005. The Kingdom of the Hittites. Νέα έκδοση Οξφόρδη, Νέα Υόρκη: Oxford University Press.
- Κοπανιάς, Κ., 2015. Εισαγωγή στην Ιστορία και Αρχαιολογία της Εγγύς Ανατολής. Εκδόσεις Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών
- Steadman, Sharon R. and John Gregory McMahon, 2011. επιμ. The Oxford Handbook of Ancient Anatolia, 10,000-323 B.C.E. Οξφόρδη, Νέα Υόρκη: Oxford University Press.
- Van de Mieroop, Marc, 2016. A History of the Ancient Near East, ca. 3000-323 B.C. 2η έκδοση Blackwell History of the Ancient World. Malden, MA: Blackwell Pub, 2007. Μτφ. Κ. Κοπανιάς. Αθήνα