16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΡαντάρ Αναπτυσσόμενων ΧωρώνΑφγανιστάν - Μέρος 1ο: Πώς η τρομοκρατία επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη

Αφγανιστάν – Μέρος 1ο: Πώς η τρομοκρατία επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη


Της Δέσποινας Βλάχου,

Το Αφγανιστάν ή η Ισλαμική Δημοκρατία του Αφγανιστάν είναι μία πολυεθνική χώρα, που βρίσκεται στην καρδιά της νοτιο-κεντρικής Ασίας. Βρίσκεται ανάμεσα σε σημαντικές εμπορικές οδούς, που συνδέουν τη νότια και την ανατολική Ασία με την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Συνορεύει βόρεια με το Τουρκμενιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Τατζικιστάν επί συνολικού μήκους συνόρων 1.680 χλμ., βορειοανατολικά με την αυτόνομη περιοχή Σινκιάγκ Ουιγκούρ, με το Κασμίρ, ανατολικά και νότια με το Πακιστάν και δυτικά με το Ιράν. Έχει έκταση περίπου 647.500 τ.χλμ. Είναι εξ ολοκλήρου μεσόγεια και ορεινή χώρα, ενώ απέχει από τη θάλασσα (τον Αραβικό Κόλπο) περίπου 360 χλμ. Επίσης, ως χώρα συμμετέχει σε διάφορους παγκόσμιους και περιφερειακούς οργανισμούς: στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης και τη Διεθνή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης.

Η γεωγραφική θέση του Αφγανιστάν. Πηγή: Encyclopedia Britannica.

Ο πληθυσμός (κατατάσσεται 42η στον κόσμο) της χώρας είναι 32.890.171 κάτοικοι και η πρωτεύουσα της χώρας είναι η Καμπούλ. Το Αφγανιστάν σχηματίζει ένα πολύπλοκο μωσαϊκό εθνοτικών και γλωσσικών ομάδων. Το Αφγανιστάν δεν έχει προχωρήσει σε εθνική απογραφή μετά τη μερική καταμέτρηση που είχε διεξαχθεί το 1979 και η πολιτική κατάσταση της χώρας κατέστησε αδύνατη την ακριβή εθνική καταμέτρηση. Οι τρέχουσες εκτιμήσεις για τον πληθυσμό είναι, συνεπώς, προσεγγιστικές προσεγγίσεις, οι οποίες δείχνουν ότι οι Παστούν αποτελούν περίπου τα δύο πέμπτα του πληθυσμού. Οι δύο μεγαλύτερες φυλές Παστούν είναι οι Durrānī και Ghilzay. Οι Τατζίκοι πιθανώς αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο των Αφγανών, ενώ οι Ḥazāra και οι Ουζμπέκοι αποτελούν το ένα δέκατο. Ο Ινδοκαύκασος, που βρίσκεται εντός του Αφγανιστάν, διαχωρίζει τη χώρα σε βόρειες και νότιες περιοχές, οι οποίες μπορούν να υποδιαιρεθούν περαιτέρω, με βάση την τοπογραφία, τα εθνικά και εθνογλωσσικά πρότυπα οικισμών ή την ιστορική παράδοση. Οι γλώσσες Παστού και Νταρί είναι οι επίσημες γλώσσες της χώρας. Πάνω από τα δύο πέμπτα μιλούν Παστού, ενώ περίπου οι μισοί μιλούν κάποια διάλεκτο των Περσικών (κυρίως Νταρί). Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλες παραλλαγές της περσικής γλώσσας, που χρησιμοποιούνται από μικρότερες εθνοτικές ομάδες. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του Αφγανιστάν είναι Μουσουλμάνοι, εκ των οποίων τα τέσσερα πέμπτα είναι Σουνίτες. Υπάρχουν, επίσης, μερικές χιλιάδες Ινδουιστές και Σιχ. Ο σουφισμός υπήρξε ιστορικά σημαντικός στο Αφγανιστάν, αν και τον 21ο αιώνα λιγότεροι από το ένα δέκατο των Αφγανών ανήκουν σε τάξη Σούφι.

Λόγω της θέσης του, το Αφγανιστάν υπήρξε κόμβος διαφορετικών πολιτισμών. Για πολλά χρόνια, το Αφγανιστάν αποτελούσε διαφιλονικούμενη περιοχή για διάφορες ινδικές και περσικές αυτοκρατορίες. Ο πρώην Πρόεδρος Ahmad Shad Durrani ένωσε όλες τις φυλές των Παστού και ίδρυσε το Αφγανιστάν το 1747. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, το Αφγανιστάν μπήκε στον αγγλο-ρωσικό αγώνα εξουσίας, γνωστό και ως “The Great Game”. Η χώρα κατάφερε να κερδίσει την ανεξαρτησία της από τη βρετανική κυριαρχία το 1919. Από τότε, έγιναν προσπάθειες εγκαθίδρυσης της δημοκρατίας, οι οποίες, ωστόσο, οδήγησαν σε πραξικόπημα το 1973. H Σοβιετική Ένωση εισέβαλε το 1979, για να υποστηρίξει το αφγανικό κομμουνιστικό καθεστώς, πυροδοτώντας έναν μακρύ και καταστροφικό πόλεμο. Ακολούθησαν αλλεπάλληλοι αγώνες ανάμεσα στο επιζών κομμουνιστικό καθεστώς και σε ισλαμιστές αντάρτες (1989-1992). Οι επακόλουθοι αυτοί εμφύλιοι είχε ως αποτέλεσμα να εγκατασταθούν το 1996 στην κεντρική εξουσία οι Ταλιμπάν, ένα κίνημα που υποστηρίχθηκε από το Πακιστάν, το οποίο εμφανίστηκε το 1994, για τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου και της αναρχίας της χώρας.

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, το καθεστώς των Ταλιμπάν κατέρρευσε έπειτα από μια διαρκή στρατιωτική εκστρατεία, που κυριαρχούσε στις Η.Π.Α., με στόχο τους Ταλιμπάν και τους μαχητές της οργάνωσης Αλ Κάιντα του Μπιν Λάντεν. Μια διάσκεψη της Βόννης, που χρηματοδοτήθηκε από τον ΟΗΕ, το 2001, καθιέρωσε μια διαδικασία πολιτικής ανασυγκρότησης, που περιελάμβανε την υιοθέτηση ενός νέου συντάγματος, των προεδρικών εκλογών το 2004 και των εκλογών της Εθνοσυνέλευσης το 2005. Παρά τα οφέλη από την οικοδόμηση μιας σταθερής κεντρικής κυβέρνησης, οι Ταλιμπάν παραμένουν μια σοβαρή πρόκληση για την αφγανική κυβέρνηση σχεδόν σε κάθε επαρχία. Οι Ταλιμπάν συνεχίζουν να έχουν καθοριστικό ρόλο στα εσωτερικά ζητήματα του Αφγανιστάν, ενώ έχουν δηλώσει, ότι θα επιδιώξουν μία ειρηνευτική συμφωνία με την κεντρική κυβέρνηση, μόνο μετά την αποχώρηση των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων.

Από τους εορτασμούς των 100 χρόνων ανεξαρτησίας του Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2019. Πηγή: United Nations

Οικονομία του Αφγανιστάν

Όταν το Αφγανιστάν ξεκίνησε να σχεδιάζει την ανάπτυξη της οικονομίας του με σοβιετική βοήθεια στα μέσα της δεκαετίας του 1950, δεν διέθετε την απαραίτητη κοινωνική οργάνωση και τους απαραίτητους θεσμούς για σύγχρονες οικονομικές δραστηριότητες. Ωστόσο, μεταξύ του 1956 και του 1979, η οικονομική ανάπτυξη της χώρας καθοδηγείται από διάφορα πενταετή και επταετή σχέδια, ενώ υπήρξε και εκτεταμένη εξωτερική βοήθεια. Αυτή η βοήθεια, που προήλθε κυρίως από τη Σοβιετική Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αντιπροσώπευε τα περισσότερα από τα τέσσερα πέμπτα των κυβερνητικών δαπανών για επενδύσεις και προγράμματα ανάπτυξης, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979 και ο επακόλουθος εμφύλιος πόλεμος διέκοψαν σε σημαντικό βαθμό την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η γεωργική παραγωγή μειώθηκε, αναφέρθηκαν ελλείψεις τροφίμων και η βιομηχανική παραγωγή σταμάτησε, με εξαίρεση την παραγωγή φυσικού αερίου.

Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου και των μεταφορών, καθώς και των περισσότερων μεταποιητικών εργασιών ήταν στα χέρια ιδιωτών επιχειρηματιών μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν εθνικοποιήθηκαν αυτοί οι τομείς της οικονομίας. Ένας ισορροπημένος προϋπολογισμός επιτεύχθηκε με έσοδα που προέρχονταν κυρίως από την πώληση φυσικού αερίου και από ξένα δάνεια και επιχορηγήσεις. Οι δαπάνες αφορούσαν κυρίως κυβερνητικά υπουργεία, τον αναπτυξιακό προϋπολογισμό και τους τόκους για το εξωτερικό χρέος. Η σοσιαλιστική κυβέρνηση δεσμεύτηκε να αναπτύξει μια μικτή, καθοδηγούμενη οικονομία. Στην πράξη, ωστόσο, η αποτελεσματικότητα αυτής της πολιτικής περιορίστηκε από την έλλειψη κυβερνητικών πόρων, μια δυσκίνητη γραφειοκρατία και την έλλειψη τεχνικού προσωπικού.

Πάνω από το μισό του ΑΕΠ αποτελείται από υπηρεσίες, ενώ η γεωργία αντιπροσωπεύει το 23% και η βιομηχανία το 21%. Η αστάθεια του γεωργικού τομέα επηρεάζει σημαντικά τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της χώρας. Η οικονομία του Αφγανιστάν διαθέτει περιορισμένη εξαγωγική βάση. Οι εξαγωγές, που αποτελούνται κυρίως από χαλιά, γεωργικά και ζωικά προϊόντα, και οι εσωτερικές πωλήσεις σε μη κατοίκους (κυρίως ξένα στρατεύματα) ισοδυναμούν μόνο με το 10% των εισαγωγών. Το Αφγανιστάν έχει, επίσης, μια μεγάλη ανεπίσημη οικονομία, κυρίως από την παραγωγή οπίου. Μέχρι και σήμερα, ο ιδιωτικός τομέας είναι εξαιρετικά χαμηλός, με την απασχόληση να συγκεντρώνεται στη γεωργία χαμηλής παραγωγικότητας. Η ανάπτυξη και η διαφοροποίηση του ιδιωτικού τομέα περιορίζονται από ανασφάλεια, πολιτική αστάθεια, αδύναμους θεσμούς, ανεπαρκή υποδομή, εκτεταμένη διαφθορά και ένα δύσκολο επιχειρηματικό περιβάλλον (το Αφγανιστάν κατατάχθηκε 173η από 190 χώρες στην έρευνα Doing Business 2020). Η αδύναμη ανταγωνιστικότητα οδηγεί σε διαρθρωτικό εμπορικό έλλειμμα, ίσο με περίπου 30% του ΑΕΠ, που χρηματοδοτείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από εισροές επιχορηγήσεων. Οι επιχορηγήσεις συνεχίζουν να χρηματοδοτούν περίπου το 75% των δημόσιων δαπανών. Οι δαπάνες για την ασφάλεια (εθνική ασφάλεια και αστυνομία) είναι υψηλές, στο 28% περίπου του ΑΕΠ το 2019, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της χώρας, με χαμηλό εισόδημα περίπου 3% του ΑΕΠ, οδηγώντας τις συνολικές δημόσιες δαπάνες περίπου 57% του ΑΕΠ.

O ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ για την περίοδο 2003-2020. Πηγή: IMF

Η οικονομική ανάπτυξη έχει διακοπεί επανειλημμένα τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, καθώς το Αφγανιστάν ανακάμπτει σταδιακά από συγκρούσεις δεκαετιών. Το 1960, το Αφγανιστάν ήταν η 6η φτωχότερη χώρα του κόσμου όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Με την εισροή βοήθειας από το 2002, το Αφγανιστάν σημείωσε σημαντική οικονομική ανάπτυξη και βελτιώσεις έναντι σημαντικών κοινωνικών δεικτών για περισσότερο από μια δεκαετία, χωρίς, ωστόσο, να λείπουν οι διακυμάνσεις. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης ήταν κατά μέσο όρο 9,3% μεταξύ του 2003 και του 2012, καθοδηγούμενος από τον αναπτυσσόμενο τομέα των υπηρεσιών, με γνώμονα την ισχυρή γεωργική ανάπτυξη. Από το 2012, ωστόσο, η οικονομία έχει επιβραδυνθεί σε μεγάλο βαθμό, λόγω της απόσυρσης σχεδόν 100.000 ξένων στρατευμάτων, που είχαν διογκώσει τεχνητά την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ το 2016 ήταν $616  σχεδόν $100  λιγότερο από το 2015. Το 2018, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν περίπου $582, $200 κάτω από τα επίπεδα του 2012. Ο τωρινός Πρόεδρος του Αφγανιστάν, Ashraf Ghani Ahmadzai, είναι προσηλωμένος στην εφαρμογή οικονομικών μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της είσπραξης εσόδων και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η κυβέρνηση έχει εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις στη διαδικασία του προϋπολογισμού, ωστόσο, πολλές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις θα χρειαστούν χρόνο, για να εφαρμοστούν και το Αφγανιστάν θα εξακολουθήσει να εξαρτάται από τη διεθνή στήριξη τα επόμενα χρόνια.

Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο Αφγανιστάν, κατά την περίοδο 1980-2020. Πηγή: IMF

Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί και η σημασία της εξωτερικής βοήθειας, που συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη του Αφγανιστάν. Η διεθνής κοινότητα παραμένει προσηλωμένη στην ανάπτυξη του Αφγανιστάν, δεσμεύοντας πάνω από $83 δις μεταξύ 2003 και 2016, και επιπλέον $3,8 δις για την περίοδο 2017-2020. Παρ’ όλα αυτά, οι ροές βοήθειας μειώθηκαν από περίπου 100% του ΑΕΠ το 2009 σε 42,9% του ΑΕΠ το 2020. Η μείωση των επιδοτήσεων οδήγησε σε παρατεταμένη συρρίκνωση του τομέα των υπηρεσιών, με σχετική επιδείνωση της απασχόλησης και των εισοδημάτων.

Στο δεύτερο μέρος, θα δούμε το σύστημα υγείας και εκπαίδευσης στο Αφγανιστάν.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Britannica, Afghanistan, διαθέσιμο εδώ
  • IMF, Islamic Republic of the Afghanistan Country Report 2019, διαθέσιμο εδώ
  • Moody’s Analytics, Afghanistan Economic Indicators, διαθέσιμο εδώ
  • World Bank, Afghanistan Development Update, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δέσποινα Βλάχου
Δέσποινα Βλάχου
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα, όπου διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Μιλάει πολύ καλά αγγλικά και γαλλικά. Ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό, ενώ έχει έντονο ενδιαφέρον για ζητήματα που άπτονται των διεθνών σχέσεων και της διεθνούς ασφάλειας.