Της Νάντιας – Ελπίδος Δουρίδα,
Πολυμήχανος, ικανός και πρωτοπόρος για την εποχή του, o Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 31 Μαΐου του 1776. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, υιός του κόμη Αντώνη Καποδίστρια και της κόμισσας Αδαμαντίας Γονέμη. Σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία και νομικά στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας και ύστερα στη Βενετία, ενώ το 1797 εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του για να ασκήσει το επάγγελμα του χειρουργού. Στην ιστορία μας όμως, έμεινε γνωστός ως Έλληνας πολιτικός και διπλωμάτης, ενώ διατέλεσε για κάποια χρόνια και Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας. Ήτο ο πρώτος Κυβερνήτης του Ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, το οποίο μάλιστα το διαμόρφωσε εκ θεμελίων από τη δική του περιουσία.
Μετά από χρόνια διπλωματικής εμπειρίας στην Ευρώπη, αλλά και στη Ρωσία, στις 30 Μαρτίου 1827 η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον εξέλεξε Κυβερνήτη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, σε μία περίοδο που η Επανάσταση είχε αρχίσει να εξασθενεί. Ο Καποδίστριας όμως δε μπορούσε να αναλάβει μία τόσο σημαντική θέση χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία. Έτσι, μετά από επίπονες διαβουλεύσεις και συζητήσεις με τους αντιπροσώπους των ευρωπαϊκών πρωτευουσών επιχείρησε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα εφόδια, αλλά και τις προϋποθέσεις για την υποστήριξη του νέου κράτους. Έτσι, 7 Ιανουαρίου του 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας καταφθάνει στην Ελλάδα, όπου ο λαός τον υποδέχθηκε με χαρά. Δύο μέρες αργότερα αναχωρεί για την Αίγινα, η οποία είχε θεωρηθεί αρχικά καταλληλότερη από το Ναύπλιο για να αποτελέσει την πρώτη προσωρινή έδρα της Κυβέρνησης.
Η κατάσταση στην οποία βρήκε ο Καποδίστριας τη χώρα ήταν απελπιστική, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στο πολιτικό σκηνικό. Οι διαμάχες που κυριαρχούσαν μεταξύ των φατριών κατά τη διάρκεια της Επανάστασης δεν είχαν υποχωρήσει, ενώ η οικονομία τελούσε υπό πτώχευση. Η χώρα είχε, σχεδόν ολοκληρωτικά, καταστραφεί. Ο Καποδίστριας εκλήθη στην Ελλάδα για να τελέσει τα καθήκοντα του κυβερνήτη υπό κάποιες προϋποθέσεις, μια εκ των οποίων ήταν να κυβερνήσει με βάση το Δημοκρατικό Σύνταγμα της Τροιζήνας.
Ο ίδιος όμως, όντας ένθερμος υποστηρικτής της πεφωτισμένης δεσποτείας πίστευε ότι τα Συντάγματα και τα Κοινοβουλευτικά Σώματα ήταν πρόωρα και ακατάλληλα για το ασύστατο και χαοτικό ακόμα κράτος. Εν τέλει, η μοναδική πηγή εξουσίας συνεπικουρούμενη από το «Πανελλήνιον» ήταν ένα συμβουλευτικό σώμα αποτελούμενο από 27 μέλη. Έπειτα, με τη σύγκληση νέας Εθνοσυνέλευσης παραπεμπόταν στο άμεσο μέλλον η ψήφιση ενός νέου Συντάγματος. Ο Ιωάννης Καποδίστριας εγκαθίδρυσε την περίοδο της απολυταρχίας, η οποία κράτησε ως το Σύνταγμα του 1843.
Ο στόχος του Καποδίστρια εξαρχής ήταν, πέραν της αναδιοργάνωσης του κράτους και της αναστήλωσης της ταλαιπωρημένης ελληνικής κοινωνίας, η διαχείριση του ελληνικού ζητήματος στο χαοτικό διπλωματικό πεδίο της Ευρώπης. Ένας πολύ βασικός άξονας, στον οποίο θα στήριζε τα ελληνικά αιτήματα, ήταν η αξιοποίηση των νικών, σε στεριά και θάλασσα, και η μετατροπή τους σε διαπραγματευτικά χαρτιά. Η δίψα των εμπόλεμων Ελλήνων για ελευθερία ενίσχυε τη φωνή του Καποδίστρια, ενώ παράλληλα οι θηριωδίες των Τούρκων ενίσχυαν την ανάγκη εύρεσης λύσης.
Η συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827, αν και αποτελούσε ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα για την ελληνική πλευρά, παρά τις ελλείψεις που παρουσίαζε στις γραμμές της, απαιτούσε τη διαρκή επαγρύπνηση του Κυβερνήτη και τη διατήρηση, σε υψηλά επίπεδα, του ενδιαφέροντος των Μεγάλων Δυνάμεων για την εφαρμογή της. Η αποδοχή της ανακωχής από τους Έλληνες και η άρνηση αυτής από τους Τούρκους, η οποία οδήγησε στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, δεν ήταν μακροπρόθεσμα αρκετή. Η διαρκής πραγματοποίηση διαβημάτων και η ισχυρή παρουσία του Κερκυραίου πολιτικού έκανε πράξη την ανάγκη αυτή, παρά τα σοβαρά γεγονότα που απασχολούσαν την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Επίσης, προϋπόθεση την οποία πραγματοποίησε αποτελεσματικά η ελληνική πλευρά, ήταν η επιβολή της ευταξίας στο εσωτερικό του κράτους και η πάταξη της πειρατείας, πράξεις που άνοιξαν το δρόμο για την εκ νέου άνθιση του εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο και την εγκατάσταση εμπορικών πρακτόρων στην Ελλάδα.
Βασική και απαράβατη αρχή που υιοθέτησε ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν η εφαρμογή πολιτικής ίσης φιλίας προς τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις. Δεδομένου του ότι η εφαρμογή της Συνθήκης του 1827 απαιτούσε τη σύμπνοια και των τριών Δυνάμεων, μια ενδεχόμενη ρήξη στις μεταξύ τους σχέσεις από ένα λάθος χειρισμό θα επέφερε ολέθρια αποτελέσματα στο ελληνικό ζήτημα. Επίσης, η πρόθεση του Κυβερνήτη να διεκδικήσει ανεξαρτησία και να μην αρκεστεί στην αυτονομία του ελληνικού κράτους, ενέτεινε την ανάγκη διατήρησης ίσων αποστάσεων. Επιπροσθέτως, η διστακτικότητα της Γαλλίας, η φιλοτουρκική πολιτική της Αγγλίας και η εκρηκτική αντι-τουρκική πολιτική της Ρωσίας δημιουργούσαν ένα διπλωματικό ναρκοπέδιο, στο οποίο μόνο ο Ιωάννης Καποδίστριας μπορούσε να περπατήσει.
Ένα ακόμη στοιχείο, που δείχνει τη διαπραγματευτική δεινότητα του Κυβερνήτη, είναι η ικανότητα που κατείχε να σφυγμομετρεί την κατάσταση, ζητώντας πάντα όσα έπρεπε να ακουστούν, αποφεύγοντας τις υπερβολές και πάντα σε συνάρτηση με την κατάσταση της Ελλάδος. Η θέση της χώρας, πριν την υπογραφή της Συνθήκης του 1827 ήταν εξαιρετικά επισφαλής, με αποτέλεσμα οι απαιτήσεις να είναι ελάχιστες, εν συγκρίσει με αυτές που πρόβαλε μετά τη δεσμευτική, για τις Μεγάλες Δυνάμεις, υπογραφή της 6ης Ιουλίου.
Η κήρυξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, στις 26 Απριλίου 1828, αποτέλεσε το αποκορύφωμα της φιλοπολεμικής πολιτικής του Τσάρου της Ρωσίας Νικολάου Α΄. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την απόφαση για αποστολή γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα, καθώς και με την υπογραφή της Συνθήκης της Αλεξάνδρειας, από το Μωχάμετ Άλη και τον Άγγλο ναύαρχο Κόδριγκτον, οδήγησαν το ελληνικό ζήτημα στο προσκήνιο, με τις παρεμβάσεις του Ιωάννη Καποδίστρια να είναι καίριες και, ουκ ολίγες φορές, καθοριστικές.
Οι πολιτικές κινήσεις όμως του Καποδίστρια και οι μεταρρυθμίσεις που επέβαλε, αν και εν τέλει αποδείχτηκαν σωτήριες για το νεοσύστατο κράτος, προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια τόσο των υποστηρικτών του συντάγματος, όσο και των προκρίτων και των ναυτικών. Σιγά σιγά η κατάσταση επιδεινώθηκε. Η αδυναμία άμεσης ικανοποίησης όλων των αιτημάτων σε συνδυασμό με την καθυστέρηση στη διεξαγωγή των εκλογών, αποτέλεσαν λόγους για τη δημιουργία μίας ισχυρής αντιπολίτευσης ενάντια στο νέο κυβερνήτη. Ο ίδιος μάλιστα κατηγορήθηκε πως αγνόησε τη μακρά κοινοτική παράδοση της χώρας και θέλησε να μεταφυτεύσει από την αλλοδαπή θεσμούς, μη προσιδιάζοντας στην τότε πραγματικότητα.
Μοιραία απεδείχθη συγκεκριμένα η αντιπαλότητα του Καποδίστρια με την οικογένεια Μαυρομιχάλη, η οποία ήταν η ισχυρότερη της Μάνης. Ο Καποδίστριας συν το χρόνω γινόταν όλο και πιο ευερέθιστος και δύσπιστος έναντι όλων, και διέταξε μάλιστα τη φυλάκιση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Η εκδίκηση όμως δεν άργησε να έρθει. Στις 5:35 το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, ο Ιωάννης Καποδίστριας δέχθηκε δολοφονική επίθεση από τον Κωνσταντίνο και το Γεώργιο Μαυρομιχάλη έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, όπου μετέβαινε για να εκκλησιασθεί και έπεσε νεκρός.
Η ελληνική κοινωνία όμως τίμησε το πρόσωπό του και το έργο του, δίνοντας το όνομά του σε δημόσιους χώρους και ιδρύματα, όπως στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η συμβολή του στην οργανωμένη σύσταση του νεοελληνικού κράτους είναι αδιαμφισβήτητη, και η οξύνοιά του σε συνδυασμό με το διπλωματικό του ταλέντο τον κατέστησε έναν από τους σπουδαιότερους ηγέτες στην ιστορία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μ.Α. Ιδρωμένος (1994), ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (1776-1831). Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ρηγόπουλος
- Λ. Παπακώστας (2017) , Ένας Κυβερνήτης Για την Ελλάδα, Αθήνα: Εκδ. Αγγελάκη
- Γ. Δάφνης (2018), Ιωάννης Α. Καποδίστριας: Η γένεση του ελληνικού κράτους, Αθήνα: Εκδ. Κάκτος